Η Ελλάδα ήταν ανέκαθεν ένα ενδιαφέρον εργαστήριο για τη μελέτη όχι μόνο της

τρομοκρατίας αλλά και της αντιμετώπισής της. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στη

θεσμική αντιμετώπισή της. Δηλαδή, στη χωρίς προηγούμενο ανικανότητα της

ελληνικής Πολιτείας να συλλάβει έστω και ένα μέλος της 17Ν σε λιγότερο από 27

χρόνια.

Ένας λόγος που η 17Ν και ο ΕΛΑ μπόρεσαν να παρατείνουν την τρομοκρατική δράση

τους επί τόσα χρόνια, έχει να κάνει με το γεγονός ότι η εθνική

αντιτρομοκρατική στρατηγική χαρασσόταν πάντοτε μέσα σ’ ένα κλίμα πόλωσης

Αναφέρομαι και στην κοινωνική αντιμετώπισή της. Και πιο συγκεκριμένα στην

αντιμετώπιση της τρομοκρατίας από ορισμένα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που

έχουν εδώ και καιρό αναθέσει στον εαυτό τους ένα διπλό ρόλο: αυτόν του

υπερασπιστή και του προστάτη της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Μα, από ποιον κινδυνεύει η ελληνική Μεταπολιτευτική Δημοκρατία, θα με

ρωτήσετε; Από ποιον; Από την «αντιτρομοκρατική υστερία» κινδυνεύει, που

σαρώνει αυτές τις μέρες τη χώρα και που θα οδηγήσει – αν πιστέψουμε αυτά που

λέγονται και γράφονται – στη «μείωση των δημοκρατικών μας ελευθεριών» και στην

«αλλοτρίωση της πολιτισμικής μας ιδιαιτερότητας» αφού, βέβαια, θα έχει πρώτα

καταφέρει ένα μόνιμο και καίριο πλήγμα στην ανεξαρτησία της Ελλάδας! Υπάρχει

όμως και συνέχεια. Αν αυτό το «πρωτοφανές κυνήγι μαγισσών», δηλαδή η

προσπάθεια αντιμετώπισης της 17Ν και της οριστικής εξάρθρωσης της τρομοκρατίας

της από τις διωκτικές αρχές συνεχιστεί στους ίδιους ρυθμούς και με τις ίδιες

διαδικασίες, τότε θα μετατρέψει την Ελλάδα σε ένα τεράστιο στρατόπεδο

συγκέντρωσης τύπου Γκουαντάναμο!

Το μοντέλο κοινωνίας μετά το ’74. Ποιο Γκουαντάναμο; Ποιες διαδικασίες;

Υπάρχει, προφανώς, μια έντονη απόκλιση ανάμεσα σε αυτό που πραγματικά

συμβαίνει και σε αυτό που ισχυρίζονται ορισμένοι ότι συμβαίνει. Μα, υπάρχει –

θα μου αντιτείνετε ενδεχομένως – καπνός χωρίς φωτιά; Κι όμως, στη χώρα της

πολιτικής αντιδικίας και του πολιτικού καιροσκοπισμού, στη χώρα της

αντι-Αμερικανολογίας και των λαϊκών δικαστηρίων, στη χώρα της πρακτορολογίας,

υπάρχει.

Όμως το βασικό ερώτημα είναι άλλο. Από πού και πώς προκύπτει αυτή η

αποπροσανατολιστική σύγχυση, αν όχι παρανόηση; Προκύπτει από τη χρόνια απουσία

μιας ουσιαστικής εθνικής δημόσιας συζήτησης πάνω στον ορισμό, την ιστορία, τη

θεωρία και τις συνέπειες τις τρομοκρατίας. Επίσης, προκύπτει και από τον

συγκρουσιακό χαρακτήρα της ελληνικής πολιτικής διαδικασίας, που από το 1974

και μετά έχει αλλάξει όψη, χωρίς όμως να έχει ουσιαστικά ξεπεραστεί. Να το πω

αλλιώς: η Μεταπολίτευση του 1974, η οποία δεν υπήρξε ποτέ αποτέλεσμα μιας

ξεκάθαρης ρήξης με τη στρατιωτική χούντα, μπορεί να ενίσχυσε τη συνταγματική

νομιμότητα της χώρας και να θεσμοποίησε ένα ανταγωνιστικό πολυκομματικό

σύστημα αλλά δεν κατάφερε να παράξει ένα μοντέλο κοινωνίας μέσα στο οποίο οι

αντιθέσεις επιλύονται αποκλειστικά και μόνο με τον διάλογο και τον συμβιβασμό.

Κλίμα αντιπαράθεσης. Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί η Ελλάδα, δυστυχώς,

αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα ως προς το πώς «οι αντιδράσεις στην τρομοκρατία

μπορεί να είναι περισσότερο επικίνδυνες για μια δημοκρατική κοινωνία απ’ όσο η

ίδια η τρομοκρατία». Ένας, αν όχι ο βασικός, λόγος που η 17Ν και ο ΕΛΑ

μπόρεσαν να παρατείνουν την τρομοκρατική δράση τους επί τόσα χρόνια, έχει να

κάνει με το γεγονός ότι η εθνική αντιτρομοκρατική στρατηγική χαρασσόταν

πάντοτε μέσα σ’ ένα κλίμα πόλωσης και αντιπαράθεσης μεταξύ της εκάστοτε

κυβέρνησης και διαφoρετικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Καμία συναίνεση,

καμία συνεργασία και κανένας συμβιβασμός – από κανέναν. Καλό είναι να το

θυμόμαστε αυτό. Γιατί τα 27 χρόνια που προηγήθηκαν δεν είναι φαντασίωση.

Το κράτος κάνει το καθήκον του. Όπως επίσης καλό είναι να μην έχουμε

ψευδαισθήσεις για την τρομοκρατία ως μόνιμο πρόβλημα της σύγχρονης ζωής. Αν

και δεν αποτελεί συνώνυμο της βίας και της πολιτικής αναταραχής, η τρομοκρατία

είναι και θα συνεχίσει να είναι μια τακτική που χρησιμοποιείται από ομάδες

(και όχι μόνο) που δεν μπορούν να δουν ή αρνούνται να δουν άλλο τρόπο

επηρεασμού των πολιτικών εξελίξεων. Και ο νοών νοείτω.

Ό,τι πάντως κι αν συμβεί στο μέλλον, το θέμα είναι ότι το ελληνικό κράτος, εδώ

και τρεις εβδομάδες, αγωνίζεται φιλότιμα να κάνει το καθήκον του. Να κάνει

αυτό που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν κάνει δεκαετίες πριν. Να

αναδείξει, δηλαδή, την εξάρθρωση μιας βίαιας και αδίστακτης 17Ν σε κεντρική

εθνική προτεραιότητα και να χρησιμοποιήσει, χωρίς τις κοινωνικά διχαστικές

υπερβολές του παρελθόντος, όλα εκείνα τα απαραίτητα πολιτικά, νομοθετικά, και

αστυνομικά μέτρα που αποκλειστικό στόχο τους έχουν τους τρομοκράτες. Εκείνους

δηλαδή, που αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, φιλοξενούνται με αδιάσειστα στοιχεία

στα γραφεία της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας.

Το βιβλίο του Γιώργου Κασιμέρη, «Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη»,

κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.