Στο σπίτι των γονιών μου, συνήθως πέρναγα την ώρα μου ονειροπολώντας. Όταν

γυρνούσα από το σχολείο, έτρεχα στο δωμάτιό μου, κλείδωνα την πόρτα, άνοιγα το

ραδιόφωνο και ξάπλωνα στο κρεβάτι με τα ρούχα. Δεν ήμουνα τεμπέλης, απλώς

προετοίμαζα τον εαυτό μου για το ένδοξο μέλλον που με περίμενε. Εκείνη την

εποχή, επίσης, διάβαζα πολύ. Δίπλα στο κρεβάτι μου, υπήρχε μια ψηλή στοίβα με

περιοδικά που με γέμιζαν ιδέες και καλλιεργούσαν το γούστο μου. Καμιά φορά,

ζωγράφιζα κιόλας: σχεδίαζα αναγεννησιακές Παναγίες με παστέλ, αντέγραφα

ουρανούς του Βαν Γκογκ, σκιτσάριζα τους συμμαθητές μου ή έπαιρνα τα σχολικά

βιβλία και τα μουντζούρωνα. Δεν άφηνα κανέναν να με ενοχλεί σ’ αυτές τις ώρες

της περισυλλογής, αν οι δικοί μου ήθελαν να με βρίσουν ή να με σκοτίσουν με

τις συμβουλές τους, έπρεπε να περιμένουν μέχρι την ώρα του βραδινού φαγητού.

Συχνά, τους κοιτούσα και αναρωτιόμουνα. Μήπως τελικά δεν ήμουνα παιδί τους;

Μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος στο μαιευτήριο; Εγώ ήμουνα εύθραυστος,

ευκίνητος, γοητευτικός, ετοιμόλογος κι εκείνοι ήταν κακομούτσουνοι,

δυσκίνητοι, ταλαίπωροι, βλάκες. Και όλο μούγκριζαν. Χειρότερος, βέβαια, ήταν ο

πατέρας μου. Με κοίταζε και αμέσως εκνευριζόταν. Άνοιγε ύστερα την εφημερίδα

του και μουρμούραγε διάφορα για φαντασμένους, πούστηδες και αποτυχημένους. Με

τη μητέρα μου, ευτυχώς, τα πήγαινα καλύτερα. Όταν θύμωνα και κλειδωνόμουνα στο

δωμάτιό μου μέχρι το επόμενο πρωί, ερχόταν και μου άφηνε ένα δίσκο με φαγητό

έξω από την πόρτα. Όταν ο πατέρας μου, μου έκοβε το χαρτζιλίκι, εκείνη μου

έδινε λεφτά στα κρυφά. Όταν ήθελα να πετύχω κάτι και συναντούσα την άρνηση του

μπαμπάκα, η μαμά έβαζε τα δυνατά της για να τον μεταπείσει. Ώρες ώρες, με

κρυφοκοίταζε όλο καμάρι. Κάτι μέσα της πρέπει να της έλεγε ότι κάποτε θα

γινόμουν διάσημος. Με βοήθησε πολύ, τ’ ομολογώ. Αν δεν ήταν εκείνη, ο πατέρας

μου δεν θα με άφηνε να δώσω εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Έναν Σεπτέμβριο, λοιπόν, κατέβηκα στην Αθήνα με τη βεβαιότητα ότι είχα βρει

την πύλη προς τη δόξα, αλλά, από την πρώτη μέρα των εξετάσεων, κατάλαβα ότι

δεν είχα προετοιμαστεί σωστά. Ο πρώτος μου Ερμής ήταν ένα μοσχαρίσιο κεφαλάκι

στο κέντρο της τεράστιας λευκής κόλλας, ενώ όλοι οι άλλοι υποψήφιοι κάλυπταν

με κάρβουνο κάθε εκατοστό του χαρτιού και σχεδίαζαν το αρχαίο κεφάλι με

δραματικές και επινοημένες φωτοσκιάσεις. Από την άλλη πλευρά, έμαθα ότι όλα τα

παιδιά είχαν περάσει από φροντιστήρια για δύο ή και τρία χρόνια, ενώ εγώ δεν

είχα ολοκληρώσει ούτε δέκα σχέδια το τελευταίο εξάμηνο, κι αυτά χάρη στην

επιμονή του καθηγητή τεχνικών που με προγύμναζε.

Όταν κατάλαβα ότι η αποτυχία μου ήταν σίγουρη, σκέφτηκα να τα παρατήσω και να

αρχίσω τις βόλτες στην Αθήνα – απογοητεύομαι εύκολα. Τη δεύτερη μέρα όμως,

ένιωσα ανάλαφρος, έπιασα το κάρβουνο σαν βαρετό παιχνίδι και αποφάσισα να

ασχοληθώ με τις τρεις κοπέλες που με είχαν τριγυρίσει από την πρώτη στιγμή που

βρέθηκα στην αίθουσα. Το ενδιαφέρον μου, φυσικά, έσπειρε ανάμεσά τους

ενθουσιασμό και άρχισαν να με περιποιούνται: η μία μου έφερε καφέ, η άλλη με

κέρασε δύο τεράστια σάντουιτς, η τρίτη (η πιο όμορφη) μου έδωσε το τηλέφωνό

της. Ο αριθμός άρχιζε από 72 και της τηλεφώνησα το επόμενο απόγευμα.

Συναντηθήκαμε σ’ ένα καφενείο στο Κολωνάκι και μου είπε μερικά πράγματα για

τον εαυτό της. Την έλεγαν Λουκρητία και έδινε εξετάσεις στη Σχολή για έβδομη

φορά, αλλά οι απανωτές αποτυχίες δεν την είχαν πειράξει. Της άρεσαν τα ταξίδια

και, στον ελεύθερο χρόνο της, σχεδίαζε κοσμήματα. Έμενε στην οδό Δημοχάρους,

σ’ ένα διαμέρισμα πάνω από τους γονείς της, και δεν φαινόταν να έχει

οικονομικό πρόβλημα. Σε γενικές γραμμές έδειχνε καλό κορίτσι, αν και λίγο

αλλόκοτο. Τα μαλλιά της ήταν βαμμένα κόκκινα και ήταν γεμάτα ψαλιδιές. Τα

ρούχα της ήταν ασιδέρωτα και τα παπούτσια της γεμάτα σκόνη. Συνεχώς έστριβε

τσιγάρα και δεν σταματούσε να καπνίζει. Έκανε και κάτι παράξενες κινήσεις:

έξυνε το κεφάλι της, σταύρωνε και ξεσταύρωνε τα πόδια, κοιτούσε ολόγυρα σαν να

ήθελε να ελέγξει αν την παρακολουθούσε κανείς.

Μιλήσαμε για ώρες και, χωρίς να το καταλάβουμε, νύχτωσε για τα καλά. Η

Λουκρητία πλήρωσε τότε τον λογαριασμό, πρότεινε να συνεχίσουμε την κουβέντα

στο σπίτι της κι εγώ την άφησα να με πάρει από το χέρι και να με οδηγήσει εκεί

όπου έμενε. Δεν μετάνιωσα γι’ αυτό, το διαμέρισμά της ήταν ένα μεγάλο ρετιρέ

με χρωματισμένα χαρτιά στο πάτωμα, πιτσιλιές στους τοίχους και ανοιγμένα

βιβλία τέχνης πάνω στα έπιπλα. Στο βάθος του σαλονιού υπήρχε μια πλαστική

κατασκευή με ψηλά στάχυα, γιγάντια μανιτάρια και δύο τομάρια από τίγρεις, τα

χαρτιά στο πάτωμα ήταν πρόχειρα σχέδια κοριτσιών με κόκκινα μάγουλα και

κοτσιδάκια στα μαλλιά.

«Αυτά είναι για την πρώτη μου έκθεση. Αν γίνει ποτέ…», είπε κάπως αδιάφορα η

Λουκρητία ετοιμάζοντας δύο ποτά. Αρχίσαμε μετά να πίνουμε, τελειώσαμε ένα

μπουκάλι ουίσκι και καταλήξαμε στο κρεβάτι. Δεν είχα ξαναπάει με γυναίκα, αλλά

η Λουκρητία τα έκανε όλα και μου έλυσε τα χέρια. Όταν τελικά κοιμήθηκε,

σηκώθηκα από το στρώμα, πλησίασα αθόρυβα τον καναπέ, άναψα ένα πορτατίφ και

ξεφύλλισα τα πεταμένα βιβλία μέχρι το πρωί. «Έχω μείνει πίσω», σκέφτηκα σχεδόν

αμέσως, οι φωτογραφίες στα χοντρά βιβλία έδειχναν έρημους ψηλοτάβανους χώρους,

σκηνές από τσόντες, σκόρπια αντικείμενα και κοκαλιάρικα γυμνά κορμιά – μερικά

μού θύμισαν το δικό μου. Το μόνο που με παρηγόρησε κάπως ήταν οι εκφυλόφατσες

των ξένων καλλιτεχνών. Οι περισσότεροι μού έμοιαζαν.

Λίγες μέρες αργότερα, την Κυριακή το μεσημέρι, η Λουκρητία με πήγε με τη

μοτοσυκλέτα της στα ΚΤΕΛ και με αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια. «Σ’ αγαπώ.

Θέλω να σε ξαναδώ», μου είπε. «Κι εγώ», της απάντησα. Για να ξαναβρεθώ μαζί

της, βέβαια, έπρεπε να κάνω τους δικούς μου να καταλάβουν δυο-τρία πράγματα.

Όμως, απέτυχα. Όταν τους είπα ότι θα κοβόμουν οπωσδήποτε, ότι έπρεπε να κάνω

φροντιστήριο και ότι έπρεπε να μετακομίσω αμέσως στην Αθήνα για να

ενημερώνομαι καλλιτεχνικά, ο πατέρας μου με πλάκωσε στα χαστούκια, είπε ότι θα

με κάνει υπάλληλό του στο μπακάλικο και η μάνα μου σπάραξε στο κλάμα. Φυσικά,

εγώ πόνεσα περισσότερο απ’ αυτή, αλλά δεν το έδειξα, υπέμεινα ατάραχος τις

άγριες σφαλιάρες και, όταν το βόδι κουράστηκε, κλειδώθηκα στο δωμάτιό μου και

σχεδίασα την εκδίκησή μου. Πέρασα λοιπόν τρεις μέρες σε εθελοντική απομόνωση

και ύστερα, μια νύχτα, κατέβασα τη βαλίτσα μου από το πατάρι, τη γέμισα με

ρούχα, χρώματα και πινέλα, έκλεψα τις οικονομίες που έκρυβε η μητέρα μου σ’

ένα τσίγκινο κουτί και άνοιξα την εξώπορτα αποφασισμένος να μη γυρίσω ποτέ.

Στην Αθήνα, με υποδέχτηκε η Λουκρητία με ένα τζιπ και με εγκατέστησε στο

διαμέρισμά της, κρυφά από τους γονείς της. Μαζί της πέρασα πολύ ωραία: για

μήνες, με ξενάγησε σ’ όλες τις γκαλερί, με οδήγησε σε μέρη με λαμπερούς

ανθρώπους, με έσυρε σε σκοτεινά καταγώγια, με σύστησε σε φίλες της που έδειξαν

να ενδιαφέρονται για μένα και με μύησε στη φούντα και στην κόκα. Κάποια

στιγμή, ωστόσο, οι γονείς της ψυλλιάστηκαν ότι κατοικούσα μαζί της, της έβαλαν

τις φωνές και απείλησαν να την αποκληρώσουν. Τότε δημιουργήθηκε κάποια ένταση

ανάμεσά μας, η Λουκρητία τόλμησε να με πει «βλάχο» κι εγώ αναγκάστηκα να

μαζέψω τα πράγματά μου και να μετακομίσω σε μια φιλενάδα της που με γούσταρε.

Κι η Εύα είχε λεφτά και έμενε σ’ ένα ρετιρέ (στο Παγκράτι), αλλά δεν ήταν τόσο

όμορφη – είχε στραβά πόδια, άσχημα δόντια και καφετιά μαλλιά. Πρέπει όμως να

είχε περισσότερο ταλέντο, ήταν τριάντα χρονών, είχε τελειώσει από καιρό τη

Σχολή και είχε ήδη κάνει τρεις ατομικές εκθέσεις. «Τι ωραία που περνάμε μαζί,

Φίλιππε… Τι κρίμα που θα σε χάσω…», ψιθύρισε ένα απόγευμα που τεμπελιάζαμε

γυμνοί στο κρεβάτι. «Θα με χάσεις; Γιατί;», ρώτησα με ανησυχία. «Γιατί εσύ

πρέπει να δώσεις εξετάσεις κι εγώ πρέπει να φύγω από την Ελλάδα», μου είπε.

«Θα πάω να μείνω στο Λονδίνο. Μπορεί και για πάντα».

Ναι, οι εξετάσεις πλησίαζαν, αλλά εγώ δεν είχα γραφτεί σε φροντιστήριο και

ήμουν και πάλι απροετοίμαστος, το μόνο που είχα καταφέρει όλο αυτό το διάστημα

ήταν να γεμίσω χιλιάδες κίτρινα χαρτάκια με ασπρόμαυρα έντομα δικής μου

επινόησης. Άρα, θα ξανακοβόμουν στις εξετάσεις. Και μετά τι θα έκανα; Θα

πήγαινα να υπηρετήσω την πατρίδα; Ποτέ των ποτών!

Για μια ακόμα φορά έπρεπε να ξεφύγω. Γι’ αυτό, πήγα στο Λονδίνο όπου με

περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: αντί να βρεθώ σε κάποιο πανάκριβο διαμέρισμα,

αναγκάστηκα να κατοικήσω μαζί με την Εύα σε ένα άθλιο υπόγειο στο Κάμπντεν. Η

τύχη, ωστόσο, δεν με είχε εγκαταλείψει: δύο μήνες αργότερα, σε μία παμπ,

γνώρισα μια μεθυσμένη τριαντάρα με εξώπλατο φόρεμα που μου ζήτησε να τη

βοηθήσω να φτάσει στη λιμουζίνα της. «Έλα σπίτι μου», μου είπε η

αναμαλλιασμένη ξανθιά, όταν την ξάπλωσα στα πίσω καθίσματα. «Ξεκίνα, Τζόνι»,

διέταξε ύστερα τον μαύρο οδηγό της μαύρης Κάντιλακ.

Η γυναίκα που είχα βοηθήσει ήταν η Βίλμα Μπάγιερχοφ, η διάσημη Λομβαρδή

φωτογράφος, το διαπίστωσα όταν μπήκα στην πολυτελή μονοκατοικία της στο Τσέλσι

και είδα φωτογραφίες λαδωμένων γυναικών στους τοίχους και μερικούς σκόρπιους

καταλόγους της σ’ ένα τραπέζι. Το ίδιο βράδυ, την έκανα να δει τον ουρανό με

τ’ άστρα και συνάμα προχώρησα στη σημαντικότερη κίνηση της καριέρας μου. Αυτό

αποδείχτηκε μετά από λίγες εβδομάδες, όταν η Βίλμα με σύστησε στον ιδιοκτήτη

της γκαλερί White Cube, εγώ του έδειξα τα χαρτάκια μου με τα έντομα, κι

εκείνος δέχτηκε να μου κάνει έκθεση μετά χαράς. «Είσαι μεγάλο ταλέντο»,

θυμάμαι ότι μου είπε. «Σε δύο χρόνια, σε βλέπω στην Tate Gallery».