Στο Μαρούσι και με αλλαγμένο το όνομά του ζει πλέον ως συνταξιούχος ο

Παρασκευάς Μπόλαρης, ένας εκ των πρωταγωνιστών της κίνησης ανώτερων και

ανώτατων αξιωματικών τον Φεβρουάριο του 1975 για την ανατροπή της κυβέρνησης

Καραμανλή. Μετά την περιπετειώδη απόδρασή του τον Αύγουστο του 1977, επέστρεψε

στην Ελλάδα, όπου ζει πλέον νόμιμα. Όλα τα αδικήματα που τον βάραιναν

παραγράφηκαν μετά την παρέλευση 20ετίας.

Ο ίδιος, που τότε ήταν γνωστός ως «γορίλας του Ιωαννίδη», σχεδόν τέσσερα

χρόνια τώρα αποφεύγει κάθε αναφορά σε εκείνη την περίοδο. Απόλυτα ευγενής με

τους γύρω του, ζει μόνος του σε μια ήσυχη περιοχή στο Μαρούσι. Όπως λένε όσοι

τον γνωρίζουν, τίποτε σήμερα δεν θυμίζει τον σκληρό χουντικό και άριστα

εκπαιδευμένο ταγματάρχη, ο οποίος είχε αναστατώσει τους πάντες με τη δράση

του.

Με δικαστική απόφαση, τώρα ονομάζεται Μπόλαρης – Αλκαλίνης Παρασκευάς. Με αυτό

το όνομα υποβάλλει ως συνταξιούχος μεταφραστής φορολογική δήλωση, με αυτό

κυκλοφορεί ανάμεσά μας.

Μετά τη συμπλήρωση 20ετίας και την παύση κάθε δίωξης εναντίον του, ο 67χρονος

σήμερα Παρασκευάς Μπόλαρης επέστρεψε στα Χανιά, τον τόπο καταγωγής του. Στις

27 Ιανουαρίου του Ι998 υποβάλλει αίτηση στη Νομαρχία και στο Γραφείο Αστικής

και Δημογραφικής Κατάστασης για αλλαγή επωνύμου «από Μπόλαρης σε Μπόλαρης –

Αλκαλίνης».

Η απόφαση. Τον Απρίλιο του 1998 ο Παρασκευάς Μπόλαρης ύστερα από αίτησή του

αλλάζει και επίσημα όνομα. Θέλει να ξεχάσει και να ξεχαστεί. «Αλλιώς σκεφτόταν

πριν από 25 χρόνια, αλλιώς τώρα», λένε οι λιγοστοί φίλοι του

Η σχετική απόφαση της Νομαρχίας Χανίων εκδόθηκε στις16 Απριλίου του 1998 αφού

στο πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών με αριθμό 171/18-3-1998

αναφέρεται ότι «ο αιτών δεν καταδιώκεται ως φυγόποινος ή φυγόδικος».

Σχεδόν ένα χρόνο πριν, με την υπ’ αριθμόν 18/15-12-1997 διάταξη του

αντεισαγγελέα του αναθεωρητικού δικαστηρίου, προκύπτει η παραγραφή των

αξιόποινων πράξεων. Έπειτα από όλα αυτά, το αρμόδιο τμήμα της Νομαρχίας Χανίων

εγκρίνει την αλλαγή του επωνύμου. Η απόφαση κοινοποιείται σε όλους τους

αρμοδίους και στον ίδιο τον κ. Μπόλαρη, ο οποίος φέρεται ως κάτοικος Λονδίνου.

Έτσι άνοιξε ο δρόμος της επιστροφής για τον ταγματάρχη που είχε προκαλέσει

πονοκέφαλο σε πολιτικούς και στρατιωτικούς.

Τα «ΝΕΑ» ύστερα από έρευνες εντόπισαν το νέο όνομα του Μπόλαρη και τη

διεύθυνση του σπιτιού του. Δεν μας άνοιξε την πόρτα, μας μίλησε μόνο από το

θυροτηλέφωνο λέγοντας πως έχει ίωση και δεν θέλει να μιλήσει.

Από τότε και αφού πλέον έχει ξεχαστεί, αρχίζει μια νέα ζωή. Πέραν του

δικηγόρου του με τον οποίο διατηρεί επαφές, ο κ. Μπόλαρης έχει διακόψει κάθε

επικοινωνία με τους κινηματίες. Άλλωστε και οι περισσότεροι «φίλοι του»

εκείνης της εποχής έχουν αποσυρθεί από το προσκήνιο θέλοντας και μη.

Ο Μπόλαρης θεωρούνταν ένας από τους καλύτερα εκπαιδευμένους Έλληνες

καταδρομείς. Είχε μετεκπαιδευτεί στην Αμερική, όπου αρίστευσε. Οι προϊστάμενοί

του όταν επιστρέφει στην Ελλάδα τον προορίζουν για υπεύθυνο ασφαλείας του

δικτάτορα Παπαδόπουλου. Όμως ο Ιωαννίδης δεν τον αφήνει και τον «προσλαμβάνει»

ο ίδιος. Από τότε γίνεται γνωστός ως ο «γορίλας του Ιωαννίδη».

Η σύλληψη. Τον Φεβρουάριο του 1975, ο Μπόλαρης εμφανίζεται ως ένας εκ

των πρωτεργατών της κίνησης για την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή. Τότε

συλλαμβάνονται περίπου 40 αξιωματικοί. Ο σαραντάχρονος τότε ταγματάρχης

προσπαθεί να αποφύγει τη σύλληψη επιβαίνοντας σε πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά

που είχε προορισμό τα νησιά του Αιγαίου. Πριν από την αναχώρηση όμως, από τα

μεγάφωνα του καραβιού ζητήθηκε από τον Μπόλαρη να βγει από το καράβι.

Αλκαλίνης Παρασκευάς. Στο κουδούνι του σπιτιού του δεν αναφέρεται πουθενά το

Μπόλαρης, αν και οι περίοικοι δεν ασχολούνται με το παρελθόν του

«Παρακαλείται ο ταγματάρχης Μπόλαρης Παρασκευάς, όπως εξέλθει αμέσως του

πλοίου», ακούστηκε. Οι επιβάτες, έκπληκτοι, από νωρίς παρακολουθούσαν μια

ασυνήθιστη κίνηση από ΕΣΑτζήδες και χωροφύλακες στο λιμάνι χωρίς να

καταλαβαίνουν τον λόγο. Ήταν μεσημέρι της 24ης Φεβρουαρίου του 1975. Η κίνηση

των «λοχαγών» για ανατροπή της κυβέρνησης, λίγο πριν αρχίσει η δίκη των

πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, είχε αποτύχει. Οι

περισσότεροι από τους επίδοξους δικτάτορες συνελήφθησαν στον ύπνο (για τον

λόγο αυτό ονομάστηκε πραξικόπημα της πιτζάμας). Όχι όμως και ο νεαρός

ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης ο οποίος είχε μυηθεί στην κίνηση.

Άνθρωπος με ιδιαίτερες διασυνδέσεις σε Στρατό και Αστυνομία ειδοποιείται για

τις συλλήψεις και προσπαθεί να φύγει από την Αθήνα. Δεν πρόλαβε όμως.

ΕΣΑτζήδες και χωροφύλακες τον συλλαμβάνουν.

Η απόδραση και η νέα του ζωή στην Αγγλία

Για τη συμμετοχή του στο αποτυχημένο κίνημα ο Μπόλαρης καταδικάζεται σε

φυλάκιση οκτώ χρόνων. Μαζί με τον Θεοφιλογιαννάκο, λόγω του «χαρακτήρος τους»

αλλάζουν συχνά φυλακές: Κορυδαλλός, Βόλος, Αίγινα, Άμφισσα.

Ο Μπόλαρης, 40 χρόνων τότε, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, σχεδιάζει την

απόδρασή του. Ζητάει και μεταφέρεται για παρασιτολογικές εξετάσεις στο Γενικό

Κρατικό Νοσοκομείο. Κάποια στιγμή προφασιζόμενος ότι ζεσταίνεται, βγαίνει στον

διάδρομο του νοσοκομείου. Οι φρουροί του πίνουν εκείνη την ώρα καφέ και δεν

δίνουν σημασία. Είναι περίπου 4 τα ξημερώματα. Ο Μπόλαρης βγαίνει απαρατήρητος

και περνάει στο προαύλιο του Νοσοκομείου Σωτηρία. Ο δρόμος προς την

«ελευθερία» είναι πια ανοικτός.

Σε Στρατό και Αστυνομία σημαίνει συναγερμός. ΕΣΑτζήδες, χωροφύλακες,

Ασφαλίτες, λιμενικοί, κινητοποιούνται. Από τον ΕΟΤ δίνεται εντολή για ελέγχους

σε όλα τα σκάφη. Παρά την κινητοποίηση όμως ο Μπόλαρης δεν εντοπίζεται

πουθενά. Στον Τύπο της εποχής παρουσιάζεται σαν ένας καουμπόη, γρήγορος στο

τράβηγμα του πιστολιού, άσος στο σημάδι (υποστήριζαν ότι περνάει τη σφαίρα

μέσα από δαχτυλίδι), μοναδικός στις μεταμφιέσεις και ικανότατος στη μάχη σώμα

με σώμα. Παρά τις έρευνες, ο Μπόλαρης παραμένει άφαντος. Άλλοι υποστηρίζουν

πως έφυγε διά θαλάσσης για το εξωτερικό. Άλλοι ότι πέρασε τα σύνορα με πλαστά

χαρτιά και με τη βοήθεια φίλων του νοσταλγών της επταετίας. Όπως και να έφυγε

πάντως, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, κατάφερε να φθάσει στην Αγγλία. Εκεί,

πολλοί υποστηρίζουν ότι βοηθήθηκε από γνωστό Έλληνα επιχειρηματία. Σπουδάζει

οικονομικά και μαζί με έναν φίλο του ανοίγουν ένα μικρό γραφείο και κάνουν

μεταφράσεις.

Όπως είπαν στα «ΝΕΑ» όσοι παρακολουθούσαν την πορεία του, ο Μπόλαρης από τη

στιγμή που άρχισε να ζει και να εργάζεται στην Αγγλία αποφεύγει οποιαδήποτε

αναφορά στην περίοδο της δικτατορίας. Παρακολουθεί μάλλον αδιάφορα τις

πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Ξεχνάει και ξεχνιέται. Άλλοι λένε ότι είχε

μετανιώσει για πολλά. Ο ίδιος αρνείται να μιλήσει για το παρελθόν.

Από τους πρωταίτιους του «πραξικοπήματος της πιζάμας»

Τον Φεβρουάριο του 1975, οκτώ μήνες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και

λίγο πριν από τη δίκη των συνταγματαρχών, μια ισχυρή ομάδα αποτελούμενη από

δεκάδες ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς προσπαθεί να ανατρέψει την

κυβέρνηση Καραμανλή.

Με πρωτεργάτες τους ταξιάρχους Νικόλαο Ντερτιλή και Ανδρέα Κονδύλη, τους

αντισυνταγματάρχες Ιωάννη Στειακάκη, Ιωάννη Μανουσακάκη και τους ταγματάρχες

Αριστείδη Παλαΐνη, Αθανάσιο Περδίκη και Παρασκευά Μπόλαρη, σχεδιάζεται

παρέμβαση των στρατιωτικών κυρίως σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Λάρισα. Στις

άμεσες προτεραιότητες των κινηματιών ήταν ο εξαναγκασμός σε παραίτηση της

κυβέρνησης Καραμανλή, η επάνοδος της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ

και η απελευθέρωση του Ιωαννίδη.

Δ. Ιωαννίδης. Ο Μπόλαρης ήταν ένας από τους συνεργάτες του. Διάχυτη ήταν τότε

η εντύπωση πως ο Ιωαννίδης ήταν πίσω από την κίνηση των αξιωματικών. Ο ίδιος

από τη φυλάκισή του και μέχρι σήμερα όπου κρατείται στον Κορυδαλλό έχει

επιλέξει τη σιωπή, αρνούμενος και αυτός να ζητήσει χάρη. Αριστερά: Θεόδωρος

Θεοφιλογιαννάκος. Μαζί με τον Μπόλαρη ήταν από τους πιο «ευέξαπτους»

κρατουμένους. Ήταν μαζί του στο νοσοκομείο. Σήμερα ζει στον Πειραιά

αποφεύγοντας κάθε αναφορά στο παρελθόν

Και πιθανόν θα είχε πετύχει εάν κατά την ανάκρισή του ο βασανιστής Χατζηζήσης,

μάλλον λόγω οργής, δεν είχε απειλήσει τον ανακριτή του: «Εκεί που κάθεσαι εσύ,

σε λίγες μέρες θα κάθομαι εγώ», του είχε πει. Η απειλή αυτή, πέραν του

στοιχείου της εκπλήξεως, κινητοποίησε και το δίκτυο πληροφοριών στον Στρατό. Ο

εφιάλτης μιας νέας δικτατορίας άρχισε να πλανάται και πάλι πάνω από τη χώρα.

Ειδοποιείται ο αρχηγός ΓΕΣ Ιωάννης Ντάβος. Αυτός με τη σειρά του ενημερώνει

τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Δ. Αρμπούζη, ο οποίος επικοινωνεί αμέσως με

τον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ. Την κίνηση των αξιωματικών ο

τότε πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής την πληροφορείται από τον Αβέρωφ. Ύστερα από

συνεχείς συσκέψεις με τους επιτελείς του, εισηγείται τη λήψη έκτακτων μέτρων.

Οι διοικητές των μονάδων παίρνουν εντολή και συλλαμβάνουν τους υπευθύνους. Ο

ίδιος ο Ευάγγελος Αβέρωφ θέλοντας να υποβαθμίσει και να διακωμωδήσει εκείνη

την κίνηση την αποκαλεί περιπαιχτικά «το πραξικόπημα της πιζάμας». Η

προσπάθεια των αξιωματικών να επιβάλουν στρατιωτικό καθεστώς απέτυχε. Πολλοί

τότε χαρακτήρισαν την αποτυχία του πραξικοπήματος ως τη μεγαλύτερη νίκη της

νεαρής Δημοκρατίας στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του τόπου.

Είκοσι οκτώ χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας και 29 από την εκδήλωση του

αποτυχημένου κινήματος ελάχιστοι από τους τότε πρωταγωνιστές ζουν. Ο πλέον

ομιλητικός όλων είναι ο Στυλιανός Παττακός, ο οποίος μένει σε ένα μικρό

διαμέρισμα στα Πατήσια. Οι υπόλοιποι έχουν επιλέξει τη σιωπή. Ο Μακαρέζος ζει

στου Παπάγου. Ο Λαδάς ιδιαίτερα επιφυλακτικός με τους δημοσιογράφους ζει στου

Ζωγράφου. Ο Θεοφιλογιαννάκος ζει με την κόρη του στον Πειραιά. Όλοι έχουν

αποφυλακιστεί λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας τους και κάθε πέντε μήνες

παρατείνεται η «ελευθερία» τους.

Οι μόνοι που κρατούνται στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού είναι ο Δ.

Ιωαννίδης και ο Ν. Ντερτιλής οι οποίοι αρνούνται να υποβάλουν αίτηση

αποφυλάκισης.