«Στην αγαπημένη μου Γιολάντα. Να ‘ναι ο Θεός μαζί της πάντα». Η ευχή ­

αφιέρωση ­ του Νίκου Καζαντζάκη στην κυρία Γιολάντα Τερέντσιο δεν ήταν μια

τυπική υποχρέωση προς τη δημοσιογράφο στην οποία έδωσε την τελευταία του

συνέντευξη.

Γιολάντα Τερέντσιο. Σχεδόν 60 χρόνια μετά, διεκδικεί αποζημίωση για την

αναγκαστική μεταφορά της στην Αυστρία. Οι 413 μέρες που έζησε ως «ελεύθερη

εργάτρια» στη Βιέννη «δεν σβήνουν ποτέ από τη μνήμη»

Ήταν ίδια με την ευχή που είχαν κάνει οι δικοί της, όταν το 1944 οι Γερμανοί

τη «φόρτωσαν» σε ένα τρένο για την Αυστρία ως «ελεύθερη εργάτρια». Και ο

συγγραφέας, γνωρίζοντας τις περιπέτειές της, έκανε την ίδια ευχή 13 χρόνια

αργότερα και, όπως λέει η ίδια, «φαίνεται να έπιασε, αφού τώρα 58 χρόνια

αργότερα διεκδικεί με άλλους 170 αποζημιώσεις από την αυστριακή κυβέρνηση για

τις 413 ημέρες που εργάστηκα σε εργοστάσιο γραφομηχανών».

Η Αυστρία αναγνωρίζει

Το καλό για την κυρία Τερέντσιο είναι ότι η αυστριακή κυβέρνηση όχι μόνο δεν

αρνείται την πληρωμή αποζημιώσεων, αλλά είναι και η ίδια η οποία καλεί τους

ενδιαφερομένους να υποβάλουν σχετική αίτηση μέχρι τον Νοέμβριο του 2002.

Η περιπέτεια για την 22χρονη, τότε, Γιολάντα άρχισε στις 10 Ιουνίου του 1944,

λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση. Τότε συνελήφθη μαζί με άλλους 44, από

τους Γερμανούς, για τη δράση της. «Εμείς από την πρώτη στιγμή είχαμε εκφράσει

με τον τρόπο μας την αντίθεσή μας στους κατακτητές. Γράφαμε συνθήματα υπέρ της

Αγγλίας και κατά των Γερμανών. Κάποιος μας πρόδωσε και μας έπιασαν. Μας πήγαν

στην οδό Μέρλιν. Γνώριζα γερμανικά και αυτό έκανε πιο εύκολη την επικοινωνία

με τον αξιωματικό των SS που μας ανέκρινε. Τελικά, και αφού συνεννοήθηκε με

κάποιους άλλους αξιωματικούς, μου είπε ότι θα πήγαινα ως «ελεύθερη εργάτρια»

στην Αυστρία».

Το ‘σκασαν

Πέρασαν 19 ημέρες και η κυρία Τερέντσιο με άλλους 300 Έλληνες πατριώτες

έφθασαν στη Βιέννη με τρένο. «Εκεί που χώριζαν σε ομάδες, κάποια στιγμή άκουσα

το όνομά μου και ότι θα πήγαινα να εργαστώ στη «Ζήμενς». Ήταν ένα από τα

εργοστάσια τα οποία ήταν μεταξύ των στόχων των συμμαχικών αεροπλάνων. Σκόνη θα

μας κάνανε. Τότε, ένας Έλληνας, ο Γιάννης, που τον είχα γνωρίσει στο τρένο μου

είπε: «Εγώ φεύγω. Αν θέλεις με ακολουθείς». Δεν το σκέφθηκα καν».

Με κουπόνια

«Στην Αυστρία τα μέτρα ασφαλείας δεν ήταν όπως στη Γερμανία και έτσι ξεφύγαμε

εύκολα. Για ώρες περιπλανηθήκαμε στους δρόμους της Βιέννης. Ξαφνικά, εκεί που

είχαμε χαθεί στις σκέψεις μας, ακούσαμε έναν κύριο να μας ρωτάει στα ελληνικά:

«Από το τρελοκομείο βγαίνετε;». Πιάσαμε κουβέντα. Εμείς πεινούσαμε και εκείνος

ήθελε τσιγάρα. Ο Γιάννης τού έδωσε ένα πακέτο και αυτός μας έδωσε κουπόνια για

να φάμε σε συγκεκριμένα εστιατόρια. Οι ξένοι » ελεύθεροι εργάτες» μπορούσαν να

φάνε μόνο με κουπόνια κι εκείνος ο Έλληνας ήταν η σωτηρία μας».

Οι ημέρες περνούσαν και η Γιολάντα με τον Γιάννη έπρεπε να βρουν δουλειά και

να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους ώστε να αποφύγουν τυχόν συλλήψεις.

Τελικά, βρήκαν δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο γραφομηχανών.

Επιστροφή με τα πόδια

Έναν χρόνο αργότερα, η κυρία Τερέντσιο είδε τα ρωσικά τανκς στους δρόμους της

Βιέννης. «Φόρεσα ένα κόκκινο μαντήλι στο πέτο και βγήκα έξω. Η αντίστροφη

μέτρηση είχε αρχίσει. Όμως, έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να γυρίσουμε στην

Ελλάδα. Ξεκινήσαμε με τα πόδια από τη Βιέννη. Περπατήσαμε πενήντα χιλιόμετρα

και φθάσαμε στο Βίνε Νόιστατ. Ήμασταν περίπου 3.000 Έλληνες. Μας μάντρωσαν,

μας απολύμαναν (!) και από ‘κεί περπατήσαμε άλλα 70 χιλιόμετρα και φθάσαμε ώς

τα σύνορα με την Ουγγαρία. Αφού περιμέναμε νηστικοί και ταλαιπωρημένοι μέρες,

τελικά βρέθηκε ένα τρένο και μας πήγε στη Βουδαπέστη.

Τα βαγόνια δεν χωρούσαν, κρεμόμασταν σαν τσαμπιά σταφύλια από όπου μπορούσαμε

να κρατηθούμε. Άλλη μία εβδομάδα περιμέναμε εκεί ώσπου ένα τρένο μάς μετέφερε

στη Ρουμανία». Κι εκεί οι Έλληνες αναγκάστηκαν να περιμένουν αρκετές ημέρες.

Με τρένο έφθασαν στη Βουλγαρία και από εκεί στο Σιδηρόκαστρο. Για να βρεθούν,

τελικά, κρατούμενοι μαζί με άνδρες του ΕΛΑΣ. Ύστερα από ημέρες επιβιβάστηκε σε

ένα καράβι και έφτασε στον Πειραιά και από εκεί στην Αθήνα, που ζούσε στη σκιά

του Εμφυλίου.

Η Αυστρία πληρώνει όσους εργάσθηκαν κατά την Κατοχή

Στα σύνορα περίμενε υπομονετικά για να πάρει το σχετικό έγγραφο, με το οποίο

της αναγνωριζόταν ότι ήταν όμηρος στην Αυστρία. Τον Ιούνιο του 1944 το τότε

υπουργείο Εσωτερικών την είχε εφοδιάσει με προσωρινό προσωπικό διαβατήριο

Το Γενικό Ταμείο Αποζημιώσεων της Αυστρίας έγινε με σκοπό και την οικονομική

ενίσχυση των θυμάτων του εθνικοσοσιαλισμού. Ήδη από την αυστριακή πρεσβεία

στην Αθήνα έχουν ανακοινωθεί επίσημα ποιοι έχουν δικαίωμα να καταθέσουν

αιτήσεις.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση αποζημίωση δικαιούνται όσοι εργάστηκαν αναγκαστικά

στα χωράφια (θα εισπράξουν 500.000 δραχμές), σε εργοαστάσια ( θα εισπράξουν

750.000 δραχμές), ενώ το μεγαλύτερο ποσό, περίπου 2.500.000 δραχμές, θα

εισπράξουν όσοι και όσες απασχολήθηκαν σε σπίτια ως υπηρέτες.

Ήδη έχουν υποβληθεί 170 αιτήσεις, από τις οποίες οι 50 έχουν εγκριθεί. Οι

αρμόδιες υπηρεσίες ωστόσο αντιμετωπίζουν προβλήματα, γιατί σε πολλές

περιπώσεις είναι δύσκολο να βρεθούν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Για τους

Αυστριακούς πιο δύσκολη είναι η συγκέντρωση στοιχείων για τους Τσιγγάνους, οι

οποίοι κατά εκατοντάδες εργάστηκαν αναγκαστικά κατά τη διάρκεια του Β’

Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Γερμανία αναγνωρίζει, αλλά δεν πληρώνει

«Όχι» στην κατάσχεση ακινήτων του Γερμανικού Δημοσίου στη χώρα μας για το θέμα

των αποζημιώσεων, λέει εισήγηση στον Άρειο Πάγο, την ίδια στιγμή που η

γερμανική κυβέρνηση δεν προτίθεται να κάνει καμία υποχώρηση στο θέμα με την

καταβολή αποζημιώσεων στα θύματα της Κατοχής.

Ο αρεοπαγίτης Θ. Κεδίκογλου με εισήγησή του στο πολιτικό τμήμα του Αρείου

Πάγου προτείνει να επικυρωθεί η εφετειακή απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η

αίτηση των συγγενών των θυμάτων του Διστόμου Βοιωτίας να κατασχεθούν γερμανικά

ακίνητα (Ινστιτούτο Γκαίτε κ.ά.), επειδή το Γερμανικό Δημόσιο δεν εφαρμόζει τη

δικαστική απόφαση για τις αποζημιώσεις. Κατά τον εισηγητή, η απόφαση του

Εφετείου είναι νόμιμη, καθώς για την κατάσχεση αλλοδαπών ακινήτων απαιτείται η

άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης.

Από την άλλη πλευρά, η γερμανική κυβέρνηση, αν και αναγνωρίζει ότι

διαπράχθησαν εγκλήματα εις βάρος του ελληνικού λαού, δεν προτίθεται ­ σύμφωνα

με τηλεγράφημα του ΑΠΕ ­ να ανοίξει το κεφάλαιο των αποζημιώσεων υπό τον φόβο

ότι μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει δεδικασμένο και για άλλες χώρες, όπως

για παράδειγμα η Ουκρανία, όπου καταστράφηκαν από τα στρατεύματα του Γ’ Ράιχ

30.000 χωριά.