Με αφορμή την αναφορά δημοσιεύματος του «Ταχυδρόμου» στον Ισαάκιο Κομνηνό,
η κ. Νινέττα Βολουδάκη, από την Αθήνα, παρατηρεί, μεταξύ άλλων:
«Όσο ζούσε, ο Ισαάκιος Κομνηνός, ουδέποτε υπήρξε αυτοκράτορας. Ήταν γιος
αυτοκράτορα (του Αλέξιου Α’ Κομνηνού) και αδελφός αυτοκράτορα (του Ιωάννη Β’
Κομνηνού) και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε συνωμοτώντας να
αρπάξει τον θρόνο του αδελφού του. Ο Ιωάννης Β’ – ίσως ο πιο μεγαλόψυχος και
καλόκαρδος αυτοκράτορας της Ιστορίας του Βυζαντίου – όχι μόνον ανεχόταν και
συγχωρούσε τον προδότη αδελφό του, αλλά όσο εκείνος ήταν απασχολημένος να
οργανώνει συνωμοσίες και μετά να δραπετεύει για να αποφύγει τις επιπτώσεις, ο
αυτοκράτορας μεγάλωνε τα παιδιά τού συνωμότη μαζί με τα δικά του!
Όταν ο Ιωάννης Β’ πέθανε, ο Ισαάκιος βρισκόταν εξόριστος στην Ηράκλεια του
Πόντου. Ο Μανουήλ Α’, που διαδέχθηκε τον πατέρα του, αποφάσισε να ανακαλέσει
την εξορία του θείου του και να του δώσει τη θέση που του άρμοζε στην Αυλή.
Αλλά τον τρίτο χρόνο της βασιλείας του ανιψιού του και ενώ βρισκόταν σε
εκστρατεία σε εχθρικό έδαφος, ο Ισαάκιος αποπειράθηκε πάλι να αρπάξει τον
θρόνο και ο Μανουήλ – που δεν είχε καθόλου την ανοχή του πατέρα του – τον
εξόρισε για πάντα. Τότε ήταν που εκείνος έκτισε τη μονή της Παναγίας
Κοσμοσώτειρας (το Τυπικό της συντάχθηκε το 1152), στην οποία και αποσύρθηκε
μέχρι τον θάνατό του».