Η εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ τον Απρίλιο του 2000 και η κοινωνική

ανάκαμψη που πέτυχε δεν είχε συνέχεια.

Η οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους που επαγγέλθηκε η νέα διακυβέρνηση, δεν

έχει αποδειχθεί έως σήμερα μοχλός για την εδραίωσή της. Οι περασμένες εκλογές

είχαν αποκαλύψει μια νέα διαιρετική τομή στη βάση των δύο κομμάτων

διακυβέρνησης. Οι μεταβολές που αποτυπώθηκαν στα κοινωνικά χαρακτηριστικά της

εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ (αλλά και της Ν.Δ.) ήταν σημαντικές. Υπήρχαν

στοιχεία που θύμιζαν έντονα την «ιστορική» κοινωνική του φυσιογνωμία και

υποδήλωναν τη «συνέχεια» στην κοινωνική του βάση, αλλά αναδείχθηκαν και «νέα»

που υποδήλωναν σαφώς την «τομή» και την ανασύνθεσή της.

Πώς συσπειρώθηκαν

Χάρις σε μια θεαματική μετατόπιση της ρητορικής του, κατά τη διάρκεια της

προεκλογικής εκστρατείας και υπό την πίεση της επικοινωνιακής στρατηγικής της

Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ είχε κατορθώσει να συσπειρώσει εκ νέου τα δυναμικά κοινωνικά

στρώματα του ενεργού πληθυσμού, της μισθωτής εργασίας, των μεσαίων παραγωγικών

ηλικιακών ομάδων (35-54 ετών), των «πληροφοριακά ενήμερων», των κατοίκων της

πρωτεύουσας και των μεγάλων αστικών κέντρων. Επρόκειτο για εκείνα τα κοινωνικά

στρώματα που ευνοούνται από την οικονομική – τεχνολογική αναδιάρθρωση και την

προοπτική της ΟΝΕ, που η οικονομική τους κατάσταση είχε βελτιωθεί τα τελευταία

χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτή την κατηγορία το ΠΑΣΟΚ είχε εμφανίσει

στην τελευταία προεκλογική έρευνα του Πολιτικού Βαρομέτρου των «ΝΕΩΝ» (Μάρτιος

2000) ποσοστό 59%, έναντι 21% της Ν.Δ. Τα στρώματα αυτά αισθάνονταν

ικανοποιημένα με το διαθέσιμο εισόδημά τους (58%, έναντι 25% της Ν.Δ. δήλωνε

ότι «ζει άνετα»), το οποίο είχαν επενδύσει σε μετοχές (48%, έναντι 42% της

Ν.Δ.), αισθάνονταν «ασφαλείς για το μέλλον τους» (56%, έναντι 24% της Ν.Δ.).

Μισθωτοί και μεσαίοι

Σε αυτόν τον κοινωνικό συνασπισμό εξακολούθησαν να εντάσσονται προνομιακά τα

μισθωτά στρώματα του Δημοσίου (49%) και του ιδιωτικού τομέα (40%), όπου το

ΠΑΣΟΚ λόγω της απορρόφησης της Αριστεράς έδειξε να επανακτά την κοινωνική

ηγεμονία της δεκαετίας του ’80, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα των μεσαίων

στρωμάτων ­ ανώτερα στελέχη (43%), επιστήμονες (42%), τεχνικοί (43% – βλέπε

πίνακα). Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη από τις εκλογές του 2000 τα ανώτερα

μεσαία στρώματα (ελεύθερα επαγγέλματα, ανώτερα στρώματα των μισθωτών του

ιδιωτικού τομέα) είχαν εμφανισθεί πολιτικά διχοτομημένα. Σε αυτά η Ν.Δ., όπως

συνέβη και με τα παραδοσιακά αστικά στρώματα, κατόρθωσε να ενισχύσει τη θέση

της ανακόπτοντας το «φιλοσημιτικό» ρεύμα των εκλογών του 1996.

Από την άλλη πλευρά, στην εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας αναγνωρίσθηκαν σε

συγκριτικά μεγαλύτερο βαθμό οι κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες που η

διαδικασία του οικονομικού και κοινωνικού «εκσυγχρονισμού» τείνει να

περιθωριοποιεί: άνεργοι, ιδίως οι νέοι, αγρότες, καθώς και τα πολυάριθμα και

ευάλωτα τμήματα του μη ενεργού πληθυσμού (συνταξιούχοι – νοικοκυρές) και της

υπαίθρου, που εγκατέλειψαν ιδεολογικά και εκλογικά το ΠΑΣΟΚ. Το κοινωνικό και

ιδεολογικό προφίλ αυτού του πόλου ήταν αποκαλυπτικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία

του exit poll της V. PRC για τα «ΝΕΑ», επρόκειτο για στρώματα των οποίων η

οικονομική κατάσταση χειροτέρευσε τα τελευταία χρόνια (σε αυτή την κατηγορία η

Ν.Δ. εισέπραττε το 67%, έναντι 15% του ΠΑΣΟΚ), το εισόδημά τους είχε

συμπιεσθεί αισθητά (58%, έναντι μόλις 20% του ΠΑΣΟΚ), που αισθάνονταν

«ανασφαλείς για το μέλλον» (45% της κατηγορίας ψήφισαν Ν.Δ., έναντι 35% ΠΑΣΟΚ)

και «αδικημένοι από την κοινωνία» (51%, έναντι 30% του ΠΑΣΟΚ).

Η μεταστροφή των μεσαίων στρωμάτων

Σήμερα, ύστερα από δεκαοκτώ μήνες νέας διακυβέρνησης και στον απόηχο της

τραυματικής εμπειρίας που προκάλεσε η κοινωνική σύγκρουση για το Ασφαλιστικό,

η εκλογική κοινωνιολογία του κόμματος, σύμφωνα με την έρευνα των «ΝΕΩΝ»,

εμφανίζεται αρκετά διαφοροποιημένη (βλέπε πίνακα). Οι διαρροές του ΠΑΣΟΚ

υποδηλώνουν με σαφήνεια μια συντηρητική μεταστροφή δυναμικών κοινωνικών

στρωμάτων, μισθωτών και μεσαίων, που κατευθύνονται σχεδόν ισοδύναμα προς τη

Ν.Δ. και το «κόμμα» του κ. Αβραμόπουλου. Οι κοινωνικές διαρροές εντοπίζονται

ιδιαίτερα σε δυναμικές ηλικιακές ομάδες (25-44 ετών), στις αστικές περιοχές

και περισσότερο στην πρωτεύουσα, στους μισθωτούς του δημοσίου τομέα και στα

μεσαία στρώματα. Η κρίση φαίνεται ότι πλήττει πλέον και στρώματα υψηλού

οικογενειακού εισοδήματος (με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα πάνω από 500.000

δρχ. ­ η πτώση του ΠΑΣΟΚ σε αυτή την κατηγορία ανέρχεται σε 14%, βλέπε

πίνακα), που μέχρι σήμερα αισθάνονταν ότι «ζουν άνετα» (-26%) ή ότι τα

«κατάφερναν» (-16%), που πριν από ενάμιση χρόνο δήλωναν ότι η οικονομική τους

κατάσταση «βελτιώθηκε» (σε αυτή την κατηγορία η επιρροή του ΠΑΣΟΚ μειώνεται

κατά 21% σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2000), αλλά και τους «εξασφαλισμένους»

για το μέλλον (-16%).

Η επιδείνωση της οικονομίας

Αυτές οι διαπιστώσεις που καταγράφονται (πρόσκαιρα;) στις δημοσκοπήσεις της

τρέχουσας περιόδου θα πρέπει να συνδυασθούν με δύο επιπλέον παραμέτρους: α) τη

ραγδαία αλλαγή της σημερινής συγκυρίας που χαρακτηρίζεται από την επιδείνωση

του οικονομικού αλλά και του κοινωνικού κλίματος, σε συνδυασμό με το νέο

αποσταθεροποιούμενο διεθνές περιβάλλον και β) μια αργόσυρτη (συντηρητική)

ιδεολογική μεταστροφή που συντελείται στο εκλογικό σώμα με έντονα φοβικά

σύνδρομα, χαρακτηριστικές ενδείξεις της οποίας είναι ­ παρά τα λεγόμενα ­ η

ενίσχυση της Εκκλησίας και της ξενοφοβίας. Οι τάσεις αυτές προκαλούν

αναγκαστικά αναδιάταξη της «ατζέντας της διακυβέρνησης», αναδεικνύοντας ως

κυρίαρχα τα θέματα ενός παραδοσιακά συντηρητικού λόγου (ασφάλεια, νόμος και

τάξη). Είναι πιθανόν ότι εδώ ακριβώς θα κριθεί και η μάχη για την ιδεολογική

εκπροσώπηση αυτών των στρωμάτων.

Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph. D και διευθύνων

σύμβουλος του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων V. PRC