Η αντιμετώπιση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ αποτελεί μείζον

κοινωνικό πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών. Η επιλογή του κατάλληλου τρόπου

αντιμετώπισης του φαινομένου αποτελεί αντικείμενο αντιπαραθέσεων που

επηρεάζεται από ιστορικούς, επιδημιολογικούς και πολιτιστικούς παράγοντες.

Για μια ακόμη φορά, τυχαία γεγονότα ­ όπως η υπόθεση του κοτέρου της Μυκόνου ­

έδωσαν την ευκαιρία να διαρραγεί η επιδερμική κοινωνική ηρεμία και η μακάρια

κυβερνητική αδιαφορία στο θέμα των ναρκωτικών. Τα ναρκωτικά αποτελούν, από

καιρό, μια συνεχώς διογκούμενη χιονοστιβάδα που κατηφορίζει με μεγάλη ταχύτητα

τις δύο τελευταίες δεκαετίες, χωρίς οι εκάστοτε κυβερνήσεις να έχουν

αντιληφθεί ότι είναι δική τους ευθύνη ­ και όχι κάποιων άλλων ­ η λήψη

συγκεκριμένων και σαφών μέτρων πρόληψης της γιγάντωσης του φαινομένου.

Η υπόθεση του κοτέρου της Μυκόνου έφερε στη δημοσιότητα την αθέατη πλευρά του

φεγγαριού, που αφορά τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από άτομα που ανήκουν στις

ανώτερες κοινωνικές τάξεις και που φυσικά δεν συναντώνται στα γνωστά στέκια

των «χρηστών του δρόμου». Δυστυχώς ακόμη και η χρήση ναρκωτικών ουσιών έχει

ταξικές παραμέτρους. Η ηρωίνη για τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, η

ακριβή κοκαΐνη για τα ανώτερα.

Η Ελλάδα είναι η μοναδική ίσως χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η χρήση των

ναρκωτικών ουσιών έχει τριπλασιαστεί στα τελευταία 15 χρόνια, οι δε θάνατοι

υπερ-δεκαπλασιάστηκαν. Μπορούμε βέβαια να υποθέσουμε ότι έτσι ο στόχος της ΟΝΕ

και της σύγκλισης με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες επιτυγχάνεται! Το 1984 η

εμπειρία χρήσης παράνομων ουσιών ήταν στον γενικό πληθυσμό 4,6%, ενώ το 1998

ανήλθε στο 12,2%. Οι θάνατοι το 1985 ήταν 14, ενώ το 2000 έφθασαν τους 279.

Το μεγάλο ερώτημα που πρέπει φυσικά να απαντηθεί είναι γιατί οι κυβερνήσεις

και οι αρμόδιοι υπουργοί Υγείας και Παιδείας ασχολούνται τόσο συχνά με

διοικητικού χαρακτήρα αλλαγές (π.χ. τρόποι συγκρότησης των Υπηρεσιών Υγείας ή

αλλαγές στα συστήματα πανελλαδικών εξετάσεων) και δεν ασχολούνται με πιο

ουσιαστικά ζητήματα, όπως η πρόληψη στα ναρκωτικά, το AIDS, τα τροχαία

ατυχήματα, η μόλυνση του περιβάλλοντος κ.ά. Θα πείτε βέβαια ότι οι

περιθωριοποιημένοι τοξικομανείς ή οι νεκροί από το AIDS και τα τροχαία

αποτελούν άξιες λόγου ομάδες κοινωνικής πίεσης στην εξουσία; Εύλογο το

ερώτημα.

Είναι, πλέον, ανάγκη η κυβέρνηση να πάρει ουσιαστικά μέτρα καταπολέμησης της

χρήσης και κατάχρησης ουσιών εξάρτησης με μακροπρόθεσμα προγράμματα που θα

αφορούν κυρίαρχα τη μείωση της ζήτησης ουσιών. Μέχρι τώρα το κύριο βάρος

εδίδετο (όπως στις περισσότερες τριτοκοσμικές χώρες) στον μηχανισμό καταστολής

και στις αντιπαραθέσεις για τον σωστό τρόπο θεραπείας. Όμως το κύριο πρόβλημα

ήταν, είναι και θα είναι η ενσυνείδητη απόρριψη της επιλογής χρήσης ουσιών.

Η πρόληψη αποτελεί μια σύνθετη και μακροχρόνια διαδικασία. Το μεγάλο πεδίο

όπου αναμετρώνται θεωρίες και πρακτικές. Κι αυτό γιατί η πρόληψη έχει πιο πολύ

να κάνει με την αλλαγή των στάσεων και των πεποιθήσεων ατόμων και κοινωνιών.

Όπως επίσης και με τη δυνατότητα ελέγχου των βαθύτερων συνειδητών και

ασυνείδητων παρορμήσεων και επιθυμιών του κάθε ατόμου χωριστά.

Τα σχολεία αποτελούν ιδανικούς χώρους εφαρμογής προγραμμάτων πρόληψης κατά των

ναρκωτικών. Η εκπαίδευση των μαθητών για την αντιμετώπιση των κινδύνων που

προκαλούνται από τη χρήση και κατάχρηση οινοπνευματωδών και ναρκωτικών ουσιών

απαιτεί την ανάπτυξη μιας συγκροτημένης και υπεύθυνης προσωπικότητας που θα

έχει τη δύναμη να πει όχι στις σειρήνες που προτείνουν τη λήψη ουσιών.

Η συνεχής εξάπλωση της χρήσης ουσιών εξάρτησης από μεγάλα τμήματα της

ελληνικής κοινωνίας, και ιδιαίτερα τη νεολαία, δημιουργεί αναπόφευκτα την

ανάγκη στην κυβέρνηση να πάρει πρωτοβουλίες όχι στην κατεύθυνση της

αντικατάστασης των εμπόρων με τη χορήγηση ουσιών από κρατικά ιδρύματα, αλλά

κυρίαρχα στην κατάστρωση μακροπρόθεσμων προγραμμάτων πρόληψης στον χώρο της

Εκπαίδευσης που θα αρχίζουν από το Νηπιαγωγείο και θα τελειώνουν στο

Πανεπιστήμιο.

Ο Γιάννης Παπαδάτος είναι ψυχίατρος, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.