Περιμένω τις εφημερίδες να έρθουν στο περίπτερο, για τρίτη φορά πηγαίνω. Από
τις δέκα και μισή θα έρχονταν, έχει πάει δώδεκα, τις έχουν αναζητήσει τα
παιδιά τρεις φορές, κάνοντας βόλτες με το ποδήλατο. Και τώρα πια ήρθανε, ο
διανομέας πίνει νερό και ψιλοκουβεντιάζει με την περιπτερού, ανταλλάσσουν
φιλοφρονήσεις, χαμόγελα. Περιμένω ακόμα. Μαζεύονται κι άλλοι δυο τρεις,
βιαστικοί, κυκλώνουν το περίπτερο. Η περιπτερού συνεχίζει να στέλνει
χαιρετίσματα στους γνωστούς της μέσω του διανομέα, να ρωτά για την υγεία τους.
Και τα παιδιά καλά; Φαντάζομαι πόσο μεγάλωσε ο Αντωνάκης, λέει. Οι πελάτες
ανυπομονούν, κουνάνε πόδια, τεντώνουν λαιμούς. Ο Αντωνάκης μεγάλωσε, αλλά οι
εφημερίδες είναι ακόμα με τον σπάγκο, παρατηρεί ένας αυστηρά, κι η γυναίκα
σηκώνει τα μάτια, σαν να μας βλέπει εκείνη μόλις τη στιγμή. Τι βιάζεσαι; λέει
αργά, σε όλους μας, έχετε δουλειές; Είναι ηλικιωμένη, ασπρομάλλα, μιλά αργά,
κινείται αργά, η παρουσία της ολόκληρη αποπνέει βραδύτητα, αποπνέει τόσο
αποφασιστική ηρεμία, που μας επιβάλλεται. Σταματάμε να κουνάμε νευρικά τα
πόδια. Η εξουσία της βιασύνης δεν περνά εδώ, αυτή που παντού κανονίζει τη ζωή
μας. Είναι φανερό, εδώ κυριαρχούν άλλοι νόμοι. Ας παραιτηθούμε, ας
προσαρμοστούμε λοιπόν. Με την φιλοσοφημένη της απάθεια, η περιπτερού στο μικρό
χωριό έγινε αρχόντισσα του χρόνου μας. Κάθε διαμαρτυρία, κάθε νευρικότητα
μοιάζει τώρα άσκοπη και γελοία, για λίγα λεπτά μάς επισκέπτεται η μεγάλη
αλήθεια της φύσης, αυτή που γυρέψαμε, αλλά δεν προλάβαμε να βρούμε. Ώσπου να
διαλέξουμε εφημερίδες, να πληρώσουμε, να φύγουμε και να επιστρέψουμε στις
συνήθειες των διακοπών, που μάταια πασχίζουν να μας χαρίσουν κάτι σαν γαλήνη.