Δεν ξέρω πώς γίνεται λεφτά να μην έχουμε και όλη η Ευρώπη να μας ζηλεύει για

τη ζωή που ζούμε. Για τις συχνές εξόδους σε ταβέρνες, λόγου χάριν. Όπου πια

και σ’ αυτήν της γειτονιάς χρειάζεται πρώτα να κλείσεις τραπέζι. Δεν ξέρω πώς

γίνεται οι πιατέλες να πηγαίνουν και να έρχονται και πιάτα να οδεύουν

μισογεμάτα προς την κουζίνα και τον σκουπιδοτενεκέ. Δεν ξέρω πώς γίνεται,

επίσης, να δεχόμαστε ­ συχνά, πυκνά ­ ένα ταπεινωτικό σερβίρισμα και να μην

βγάζουμε άχνα, ευχαριστημένοι που κάναμε την έξοδό μας. Το εμφιαλωμένο νερό

έρχεται στο τραπέζι χωρίς να το παραγγείλεις και αποσφραγίζεται εν ριπή

οφθαλμού, πριν προλάβεις να ζητήσεις της βρύσης. Ή ζητάς καράφα και πάλι το

πλαστικό μπουκάλι με το εμφιαλωμένο έρχεται. Στα κατάμεστα μαγαζιά είναι

φανερό ότι το προσωπικό δεν επαρκεί. Τρέχουν, ιδρώνουν οι σερβιτόροι, μια ώρα

για να εξυπηρετηθείς, στο τέλος σου πετάνε την παραγγελία με το πιάτο

πασαλειμμένο σάλτσες για να διαπιστώσεις σε λίγο πως και τα μαχαιροπίρουνα δεν

είναι καλοπλυμένα, ούτε και τα ποτήρια. Και αντί να βάλουμε τις φωνές,

καταπιανόμαστε με τον καθαρισμό τους φυσικά με τη χαρτοπετσέτα… Κι έρχεται

κι ο καφές ­ άλλη ιστορία αυτή ­ σε φλιτζάνι χωρίς πιατάκι. Πίνουμε

αδιαμαρτύρητα το νεροζούμι και όταν φεύγουμε αφήνουμε ­ είμαστε κουβαρντάδες

οι Έλληνες ­ κι ένα καλό φιλοδώρημα, για την… περιποίηση. Και κάθε φορά

νοσταλγώ το φαγάκι στο σπίτι μου, την πετσετούλα μου και την κανάτα με το

δροσερό νερό που άφησα πίσω για να «βγω», χωρίς και να ευχαριστηθώ τη

συντροφιά της παρέας μου γιατί η «μουσική» στη διαπασών ­ όπου κι αν πας πια ­

δεν σ’ αφήνει να πεις δυο κουβέντες…