Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος Τράπεζας Αττικής

Είναι γνωστές οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι τράπεζες κατά το προηγούμενο

έτος.

Η οικονομική χρήση του 2000 ξεκίνησε για τις τράπεζες με την αντιμετώπιση του

προβλήματος του ιού στα μηχανογραφικά τους συστήματα και έκλεισε με σημαντικές

δαπάνες για την ολοκλήρωση της αρχικής φάσης εφαρμογής του ευρώ.

Ενδιαμέσως προέκυψαν πολλά θέματα με κυριότερο την πτώση του Χρηματιστηρίου

και ως προς την τιμή του Γενικού Δείκτη και ως προς τον όγκο και την αξία των

συναλλαγών. Επίσης σημαντικά ήταν τα προβλήματα από τις συγχωνεύσεις και

εξαγορές στους μεγάλους τραπεζικούς ομίλους της χώρας ενώ αναπτύχθηκε έντονος

ανταγωνισμός σε προϊόντα και υπηρεσίες από όλες τις τράπεζες. Παράλληλα η

σταδιακή εναρμόνιση του ύψους των επιτοκίων με εκείνα των χωρών της Ευρωπαϊκής

Ένωσης στένεψε τα περιθώρια απόδοσης των κεφαλαίων τους.

Όλα τα παραπάνω συνέτειναν στο να περιοριστούν σημαντικά τα έσοδα των

τραπεζών. Από την κεφαλαιαγορά όχι μόνο δεν υπήρξαν ικανοποιητικά κέρδη, όπως

στη χρήση 1999, αλλά αντίθετα δημιουργήθηκαν και αρνητικές υπεραξίες στα

χαρτοφυλάκια των τραπεζών και στα χαρτοφυλάκια των θυγατρικών τους εταιρειών.

Επίσης, πέρα από τη μείωση των περιθωρίων κέρδους από τις παραδοσιακές

εργασίες, σημαντικό ήταν το κόστος της εκλογίκευσης των διαδικασιών, της

οργάνωσης και των επεκτάσεων. Ακόμα οι αποφάσεις για την εναρμόνιση των

λειτουργικών διαδικασιών στις μονάδες των τραπεζών που συγχωνεύτηκαν ή

εξαγοράστηκαν είχαν σχετικά υψηλό κόστος.

Τέλος η δημιουργία της αναγκαίας υποδομής και η χρήση των νέων δυνατοτήτων που

προσφέρει σήμερα η τεχνολογία (πληροφοριακά συστήματα, Internet κ.ά.) για την

καλύτερη εξυπηρέτηση του πελάτη είχε και αυτή το κόστος της.

Από τα παραπάνω προβλήματα, εκείνα που ήταν τεχνικής φύσεως οι τράπεζες τα

αντιμετώπισαν με επιτυχία και με κόστος σχετικά λογικό.

Την έλλειψη όμως εσόδων από τους τομείς που είχαν αυξημένη δραστηριότητα το

1999 έπρεπε να τις αντικαταστήσουν από άλλες πηγές. Έτσι η προσπάθειά τους

στράφηκε στην αύξηση των λειτουργικών εσόδων και στην επέκταση της

δραστηριότητάς τους σε νέους τομείς.

Σημειώνουμε ενδεικτικά ότι ορισμένοι τομείς που μέχρι πρότινος έδειχναν μια

στασιμότητα, όπως το Leasing, το 2000 είχαν εντυπωσιακή ανάπτυξη και

σηματοδοτείται ακόμη πιο εντυπωσιακή συνέχεια με την επέκταση και στο Leasing

Ακινήτων.

Οπωσδήποτε τα θέματα που δημιουργούν η ΟΝΕ και το ευρώ δεν έχουν ξεπεραστεί.

Όμως τα απολογιστικά στοιχεία του 2000 και οι σημερινές συνθήκες αναδεικνύουν

τις θετικές προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Από τα στοιχεία που μέχρι σήμερα έχουν δημοσιοποιηθεί, φαίνεται ότι το

ελληνικό τραπεζικό σύστημα απέδειξε ικανότητα προσαρμογής στα νέα δεδομένα της

εποχής ευρώ, αφού οι περισσότερες τράπεζες εμφανίζουν σημαντική αύξηση στα

βασικά τους μεγέθη, αύξηση των οργανικών τους εσόδων και ικανοποιητικά κέρδη

παρά τη σημαντική μείωση των «χρηματοοικονομικών εσόδων» τα οποία κυρίως

προέρχονται από χρηματιστηριακές πράξεις.

Οι ελληνικές τράπεζες παράλληλα με την επιδίωξή τους να μην υστερήσουν κατά

πολύ από τα αποτελέσματα του 1999, πράγμα που σε γενικές γραμμές το πέτυχαν,

δημιούργησαν, με τις προσπάθειές τους στο χρόνο που μας πέρασε, νέες

προοπτικές για το μέλλον με τη δημιουργία σύγχρονης υποδομής και κυρίως με την

επέκτασή τους στα Βαλκάνια και την ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών.

Ακόμα με στρατηγικής φύσεως συνεργασίες με εταιρείες που δραστηριοποιούνται

στους αναπτυσσόμενους κλάδους (πληροφορική, τεχνικός τομέας κ.λπ.). Η ανάπτυξη

αυτή των ελληνικών τραπεζών σε όλους τους κρίσιμους τομείς και η καλή

λειτουργία του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας αποτρέπουν, μέχρι στιγμής,

τη σκέψη των ξένων τραπεζικών ομίλων να δημιουργήσουν δίκτυο καταστημάτων στην

Ελλάδα.

Αντίθετα επιζητούν συνεργασίες είτε με αγορά πακέτων μετοχών (Εμπορική –

Credit Agricole κ.ά.) είτε με κοινές εταιρείες να προωθήσουν οι ξένες τράπεζες

τα προϊόντα τους στην ελληνική αγορά χωρίς μεγάλο κόστος ή ρίσκο ώστε να

αποκομίσουν άμεσα οφέλη.

Το μέλλον και οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών φαίνεται να προδιαγράφονται

ευοίωνα αρκεί οι ίδιες να συνεχίσουν τις έντονες προσπάθειές τους για

επέκταση, εκσυγχρονισμό, υποδομή, νέα προϊόντα και να προβλέπουν από πριν ή

τουλάχιστον να ανταποκρίνονται άμεσα στις προκλήσεις που παρουσιάζονται, οι

οποίες είναι παράλληλα ευκαιρίες για κέρδη και ανάπτυξη.

Στην περίπτωση της Τράπεζας Αττικής, τα ικανοποιητικά αποτελέσματα και η

σημαντική αύξηση των μεγεθών στη χρήση του 2000, παράλληλα με τη σημαντική

κεφαλαιακή βάση της τράπεζας δημιουργούν συνθήκες όχι μόνο για τη θετική

αντιμετώπιση του ανταγωνισμού αλλά και για διεύρυνση των μεριδίων αγοράς μέσω

της δημιουργίας ενός μικρού, ευέλικτου και αποτελεσματικού χρηματοοικονομικού

ομίλου. Πράγματι, πέρα από την εξαγορά του 51% της «Αττικής Κερδώος Ερμής

ΑΧΕΠΕΥ», η τράπεζα ενεργοποιήθηκε ως Γενικός Εκκαθαριστής και Τράπεζα

Περιθωρίου στο Χρηματιστήριο Παραγώγων ενώ ήδη έχουν κατατεθεί στην Επιτροπή

Κεφαλαιαγοράς οι αιτήσεις για την ίδρυση της «Αττικής ΑΕΔΑΚ» και της «Αττικής

Επενδυτική», ολοκληρώνονται οι νομικές διαδικασίες για την ίδρυση εταιρείας

Leasing και Μονάδας Factoring και παράλληλα διευρύνεται το δίκτυό της και

εκσυγχρονίζονται τα πληροφοριακά και λειτουργικά της συστήματα.