Πέντε λάθη εντοπίζει το υπουργείο Δικαιοσύνης στη μεταγωγή και στη φρούρηση

του επικίνδυνου κακοποιού Κώστα Πάσσαρη, και με βάση αυτές τις διαπιστώσεις

ελήφθη άμεσα και η απόφαση για το «ξήλωμα» του Συμβουλίου Διοίκησης των

Φυλακών Κορυδαλλού.

Την ίδια ώρα η πολιτική ηγεσία του υπουργείου εξετάζει πιθανές αλλαγές στο

νομικό πλαίσιο που αφορά τις μεταγωγές κρατουμένων, αλλά και γενικότερα το

πεδίο διοίκησης μιας φυλακής, αν και, όπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο υπουργός

Δικαιοσύνης Μιχ. Σταθόπουλος, «σπουδαιότερο είναι να εφαρμόζονται οι κανόνες

που ισχύουν και όχι να ζητούμε πάντοτε νομοθετικές αλλαγές…».

Η συγκεκριμένη υπουργική δήλωση είναι, ταυτόχρονα, αποκαλυπτική για τις

εκτιμήσεις που κάνουν επιτελικά στελέχη του υπουργείου Δικαιοσύνης σχετικά με

το μακελειό στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Αθήνας και που όλες συγκλίνουν

στο συμπέρασμα ότι «οι κανόνες δεν εφαρμόστηκαν…».

Σύμφωνα με πληροφορίες, από τον φάκελο της υπόθεσης Πάσσαρη εντοπίζονται, κατά

τα ίδια στελέχη, τουλάχιστον πέντε λάθη αρμοδίων υπαλλήλων που εκμεταλλεύτηκε

ο επικίνδυνος κακοποιός και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν, πέραν των

πειθαρχικών ευθυνών, και στην απόδοση ποινικών ευθυνών στους αρμοδίους, λόγω

πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων.

1. Κατά το υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Πάσσαρης «ήταν ξεκάθαρο ότι

υποδυόταν τον άρρωστο» και αυτό θα έπρεπε να εκτιμηθεί από το τριμελές

Συμβούλιο Διοίκησης των Φυλακών Κορυδαλλού (τον διευθυντή Γ. Μαρινάρο, την

κοινωνική λειτουργό Καλλιόπη Μπελιά και τον εγκληματολόγο Ν. Κουλούρη, οι

οποίοι ετέθησαν από την περασμένη Παρασκευή σε διαθεσιμότητα) και να μην

επιτραπεί η μεταγωγή του στο νοσοκομείο. Κατά τα στελέχη του υπουργείου, από

τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι ο Πάσσαρης είχε άλλες δύο φορές μεταχθεί

για εξετάσεις στο ίδιο νοσοκομείο (τον περασμένο Απρίλιο και Αύγουστο) και τα

αποτελέσματα υπήρξαν και τις δύο φορές αρνητικά.

Ακόμη και το εγκεφαλογράφημα δεν είχε δείξει καμία αλλοίωση που να

δημιουργούσε υπόνοιες για επιληψία, όπως ισχυριζόταν ο Πάσσαρης, ενώ κανείς

από τη διοίκηση, το προσωπικό των φυλακών, αλλά και συγκρατουμένους του δεν

τον είχε δει ποτέ να παθαίνει κρίσεις επιληψίας.

2. Ο γιατρός, παθολόγος Χρ. Δημάκης, που τον εξέτασε και άναψε το

«πράσινο φως» για τη μεταγωγή σε κανένα σημείο της έκθεσής του δεν αναφέρεται

σε δικά του προσωπικά ευρήματα, αλλά επικαλείται συνεχώς όσα υποστήριζε ο

ίδιος ο κρατούμενος για την κατάσταση της υγείας του.

Κι επιπλέον είχε παρακάμψει τα αποτελέσματα των προγενέστερων ιατρικών

εξετάσεων.

3. Το αίτημα μεταγωγής του Πάσσαρη δεν πέρασε ποτέ από την Κεντρική

Επιτροπή Μεταγωγών (υπό τον γενικό γραμματέα του υπουργείο Δικαιοσύνης Πρ.

Ασημιάδη), όπως προβλέπει η σχετική νομοθεσία.

Τα ίδια στελέχη παραδέχονταν ότι η προσφυγή στο ΚΕΜ, για να αποφευχθούν

γραφειοκρατικές καθυστερήσεις στις μεταγωγές, έχει ατονήσει αν όχι

εγκαταλειφθεί και την ευθύνη έγκρισης της μεταγωγής είθισται να αναλαμβάνει η

διοίκηση των φυλακών.

Ωστόσο, στην περίπτωση ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου κακοποιού, όπως ο Πάσσαρης,

θα έπρεπε είχε επιληφθεί η ΚΕΜ.

4. Ο κ. Πάσσαρης, όπως προκύπτει από όλες τις περιγραφές, οδηγήθηκε στο

νοσοκομείο με τα χέρια μπροστά δεμένα με χειροπέδες, σε αντίθεση με τον

κανονισμό μεταγωγής που προβλέπει ότι ο κρατούμενος πρέπει να φορά χειροπέδες

με τα χέρια στην πλάτη. Αν αυτό είχε συμβεί, κατά τα στελέχη του υπουργείου

Δικαιοσύνης, ο Πάσσαρης θα ήταν ουσιαστικά αδύνατο να χρησιμοποιήσει όπλο.

5. Από το Τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας φαίνεται να είχε υποβαθμιστεί το

γεγονός ότι ο Πάσσαρης ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος. Στην επίμαχη μεταγωγή,

μάλιστα, στο διαβιβαστικό προς το αρμόδιο Τμήμα, υπογραμμιζόταν ο

χαρακτηρισμός «επικίνδυνος» δίπλα στα στοιχεία του Πάσσαρη, ωστόσο η συνοδεία

του ήταν η τυπική (σ.σ.: στις μεταγωγές προβλέπεται συνοδευτική φρουρά

τουλάχιστον από δύο ενόπλους αστυνομικούς).

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, ο υπουργός Δικαιοσύνης επικοινώνησε και με τον

εισαγγελέα Εφετών Πειραιά κ. Φλωράτο, ώστε για τη μεταγωγή που οδήγησε στο

μακελειό του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου της Αθήνας να διενεργηθεί και

ποινική προκαταρκτική εξέταση.