«Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, αν κρίνει κανείς από την έκταση του

εγχειρήματος, η επιχειρούμενη αναθεώρηση είναι ασφαλώς η πιο φιλόδοξη

προσπάθεια για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας που έχει αναληφθεί από το

1975. Οι μισές περίπου διατάξεις του Συντάγματος αναμένεται να αλλάξουν,

σπανίως με φαντασία, συχνότερα με δισταγμό, και κάποτε με οπισθοχώρηση ως προς

τα minima που ο ιστορικός των συνταγματικών μας θεσμών θα θεωρούσε ως

«κεκτημένα» της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας. Ενόσω εξαγγέλλονται ως

εκσυγχρονιστικοί, οι στόχοι της αναθεώρησης παραμένουν ασαφείς, καθώς πολλές

από τις ρυθμίσεις που προτείνονται δεν τους επιβεβαιώνουν αλλά απεναντίας τους

αναιρούν. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι, από τη δημοσιοποίηση της εισήγησης της

πλειοψηφίας, τον Αύγουστο του 2000, άρχισε μια ζωντανή συζήτηση για τα καλά

και τα τρωτά της αναθεώρησης, η οποία, εξ όσων γνωρίζω δεν έχει προηγούμενο

στα πολιτικά χρονικά της χώρας. Είναι κι αυτό μια κατάκτηση της δημοκρατίας

μας, η οποία θα πρέπει να χαιρετισθεί ως ένδειξη μιας αυξανόμενης

ευαισθητοποίησης και των μη επαγγελματιών του είδους για το πολιτικό παιχνίδι

και τους κανόνες του. Στη συζήτηση αυτή θέλει να συμβάλει και το παρόν βιβλίο.

Τον Αύγουστο του 2000, σε μιαν από τις πρώτες συνεδριάσεις της Επιτροπής

Αναθεωρήσεως του Συντάγματος της Αναθεωρητικής Βουλής, νεοεκλεγείς βουλευτής

της συμπολίτευσης, θεράπων του συνταγματικού δικαίου σε αθηναϊκό πανεπιστήμιο

ως λίγο πριν από την εκλογή του, έσπευσε να αρνηθεί το παρελθόν του. Χωρίς να

έχει προκληθεί από κανέναν, υποστήριξε ότι ο ρόλος της επιστήμης εξαντλείται

στην «ανεπίσημη» και «εκ των υστέρων» μόνον ερμηνεία του Συντάγματος· σε

τίποτε άλλο πέραν αυτού. Το ίδιο θέμα έθιξε αμέσως κατόπιν και ο Κωνστ.

Μητσοτάκης, ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αναθεώρησης, όπως

γρήγορα φάνηκε. Αφού διευκρίνισε ότι «δεν θέλ[ει] να θίξ[ει] τους καθηγητές»,

­ «καθηγητάδες» τους είχε προηγουμένως αποκαλέσει ο Ιω. Βαρβιτσιώτης ­ ο πρώην

πρωθυπουργός υπενθύμισε και αυτός τη γνωστή ρήση του Κωνστ. Καραμανλή ότι «οι

πολιτικοί κάνουν τα συντάγματα και οι καθηγητές τα ερμηνεύουν». Και κάλεσε

τους συναδέλφους του να δουν την αναθεώρηση «πολιτικά». «Το Σύνταγμα»,

συνέχισε, «δεν το κάνουμε θεωρητικά. Το κάνουμε πρακτικά. Το Σύνταγμα είναι

κατ’ εξοχήν ο νόμος εκείνος [που] μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα [που]

μας ταλανίζουν».

Δεν προτίθεμαι, ασφαλώς, να αμφισβητήσω τον πυρήνα αυτής της θέσης. Η σοφία

της είναι προφανής. Το μόνο που θέλω να υποστηρίξω είναι ότι η κατάρτιση ενός

Συντάγματος έχει και νομικές διαστάσεις. Σε μια κοινότητα εθνών με παράλληλες

συνταγματικές παραδόσεις και, κυρίως, με φιλοδοξία να διαμορφώσουν έναν κοινό

συνταγματικό πολιτισμό, κανένας εθνικός συντακτικός νομοθέτης δεν είναι

πολιτικά αδέσμευτος.

Αν αυτό ισχύει για την πρωτογενή συντακτική εξουσία, ισχύει πολύ περισσότερο

για την παραγωγή, δηλαδή την αναθεωρητική, η οποία εξ ορισμού δεν ασκείται σε

κενό δικαίου. Σε μας, την κρίσιμη αυτή διάσταση του αναθεωρητικού εγχειρήματος

δίνει η παράγραφος 1 του άρθρου 110 του Συντάγματος, που ορίζει ποιες

διατάξεις του και ποιες αρχές του δεν αναθεωρούνται σε καμία περίπτωση, από

καμία πλειοψηφία.

Στη συζήτηση αυτή για τα όρια και τη σημασία της αναθεώρησης νομίζω ότι οι

συνταγματολόγοι έχουν κάποιο λόγο. Αρκεί βεβαίως να μην πιστέψουν ότι έχουν

τον πρωτεύοντα λόγο. Αποστολή τους είναι να αποσαφηνίζουν τα πράγματα, να

αναδεικνύουν τυχόν αντιφάσεις και να υποδεικνύουν πιθανά σφάλματα, βάσει μιας

συσσωρευμένης γνώσης, που ενδέχεται οι πολιτικοί να μη διαθέτουν πρόχειρη.

Νομιμοποιούνται ακόμη να προβάλλουν κάποτε και κάποιες ιδέες για λύσεις, που

άλλοι αρμοδιότεροι δεν σκέφθηκαν. Εν πάση περιπτώσει, δικαιούνται να

αξιολογούν και να κρίνουν».

Το κείμενο αυτό είναι από τα προλεγόμενα στο βιβλίο του καθηγητή κ.

Νίκου Αλιβιζάτου «Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική

αναθεώρηση» που κυκλοφορεί αύριο.