Ο μπαμπάς μου…

… ήταν «σειρά 28». Όμως, εγώ ποιος είμαι; Ο Ντόρον Μπλέικ, που ρωτάει, ήταν

ένα από τα πρώτα «προσχεδιασμένα μωρά» της Αμερικής ­ από εκείνα που η σύλληψή

τους έγινε με επιλεγμένο σπέρμα, ώστε να έχουν δείκτη νοημοσύνης επιπέδου

Μένσας και υψηλές επιδόσεις στις επιστήμες και τις τέχνες. Τώρα που ο Ντόρον

ετοιμάζεται να περάσει το κατώφλι που οδηγεί από την εφηβεία στην ωριμότητα,

μπορεί να πει κανείς με σχετική σιγουριά πως εν πολλοίς αυτές οι «υποσχέσεις»

βγήκαν αληθινές. Στις εξετάσεις έπιασε άριστα στα μαθηματικά, παίζει πιάνο,

κιθάρα και σιτάρ. Παρ’ όλα αυτά, σε τίποτα δεν μοιάζει με τον νιτσεϊκό

Υπεράνθρωπο. Το φέρσιμό του είναι άτολμο και παλεύει συνεχώς να ξεπεράσει τη

βραδυγλωσσία του. Βρίσκει τις επιστήμες βαρετές και απεχθάνεται τα

ανταγωνιστικά αθλήματα. Σπουδάζει συγκριτική θρησκειολογία.

Στην τράπεζα…

… σπέρματος για ιδιοφυΐες, ο «πατέρας» του Ντόρον ήταν γνωστός ως «σειρά 28»

­ έτσι τον γνώρισε και η μητέρα του. Φιλοδοξία του ιδρυτή αυτής της

αμερικανικής τράπεζας Ρόμπερτ Γκραμ ήταν να μαζέψει σπέρμα από τα πιο φωτεινά

μυαλά του κόσμου ­ νομπελίστες, καθηγητές, μεγάλους καλλιτέχνες ­ και να το

διαθέσει σε γυναίκες που ενδιαφέρονταν να φέρουν στον κόσμο ιδιοφυΐες. Από την

αρχή, αυτό το πρόγραμμα συγκαλυμμένης ευγονικής είχε προκαλέσει αντιδράσεις. Ο

Γκραμ, που πέθανε πριν από τρία χρόνια, δεν παραδέχτηκε ποτέ πως σκόπευε να

δημιουργήσει μια ανώτερη φυλή. Και αν από την τράπεζά του έβγαινε ο

επιστήμονας που θα νικούσε τον καρκίνο; έθετε το ερώτημα και πίστευε πως αυτή

θα ήταν η δικαίωσή του.

Η μητέρα…

… του Ντόρον ήταν από τους πρώτους πελάτες του Γκραμ και ο γιος της το

δεύτερο από τα 230 μωρά που βγήκαν μέσα από τους δοκιμαστικούς του σωλήνες.

Έμαθε για την προέλευσή του από τότε που ήταν πέντε χρονών ­ τότε που ο

δείκτης νοημοσύνης του έσπασε τη «βελόνα», φτάνοντας στα 180. «Δεν πιστεύω σε

αυτά τα τεστ», λέει τώρα. «Θέλω να γίνω ένας καλός και ευαίσθητος άνθρωπος. Αν

είσαι έξυπνος και κακός, καταντάς σαν τον Χίτλερ». Στα δεκαοκτώ του, νιώθει

πως η υψηλή ευφυΐα του δεν συμβαδίζει με τα συναισθήματά του. «Αν βρίσκω

ενδιαφέρον στη θρησκεία, είναι γιατί δεν είμαι βέβαιος ποιος είμαι και ποιος

είναι ο προορισμός μου».

Ο Ντόρον…

… λέει πως δεν είναι ευτυχισμένος. Το φοιτητικό του δωμάτιο θυμίζει έντονα

τη συναισθηματική δεκαετία του 1960: αρωματικά κεριά, ινδιάνικες στάμπες στους

τοίχους και στα παράθυρα και μόνο ένα κομπιούτερ γεφυρώνει το χάσμα του

χρόνου. Σίγουρα ο δρ Γκραμ θα ενδιαφερόταν να μάθει πως το παιδί που προέκυψε

από τη «σειρά 28» βασανίζεται και αυτό από τα προβλήματα της εφηβείας, όπως

κάθε άλλο παιδί της ηλικίας του. Αγαπάει την Έμμα. Αγαπάει και την οικογένειά

της. «Νιώθω πως βρίσκομαι σε μια φυσιολογική οικογένεια. Η μητέρα της δεν

είναι τόσο «ανοιχτόμυαλη» σαν τη δικιά μου. Μας βάζει να πλένουμε τα πιάτα.

Έχει κανόνες. Και κανείς εκεί μέσα δεν νιώθει ξεχωριστός. Αυτό θέλω. Μια

μητέρα που να μου δίνει κάπου κάπου και μια κλωτσιά στον κώλο». Μπορεί η

ευγονική να είναι σήμερα σε θέση να εμπλουτίσει τη νοημοσύνη, αλλά σίγουρα

δυσκολεύεται πολύ να εμπλουτίσει τα συναισθήματα.