Αν κάποιος δεν γνώριζε το ελληνικό ποδόσφαιρο και βρισκόταν το

Σαββατοκύριακο που πέρασε μπροστά στη μικρή οθόνη, μαθαίνοντας για τις

εντυπωσιακές νίκες πέντε φιλοξενούμενων ομάδων, θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι

αυτό το πρωτάθλημα είναι ιδιαίτερα ελκυστικό.

Ωστόσο η αλήθεια είναι διαφορετική. Οι ποδοσφαιρικές διοργανώσεις στην

Ελλάδα έχουν πολλά τρωτά. Ποιος μπορεί να μιλήσει για διοργανώσεις ίσων

ευκαιριών, όταν η ήττα του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο από τον Πανιώνιο και του

ΠΑΟΚ στην Τούμπα από τον ΠΑΣ Γιάννινα χαρακτηρίζονται εκπλήξεις πρώτου

μεγέθους; Πώς μπορεί ένα πρωτάθλημα να είναι ελκυστικό, όταν οι πρωταγωνιστές

είναι ίδιοι και δεν αλλάζουν οι κομπάρσοι;

Όταν φθάσουμε στο σημείο να χτυπούν την πόρτα του τίτλου τουλάχιστον οκτώ

ομάδες και οποιαδήποτε να μπορεί συχνά να μαζεύει βαθμούς εκτός έδρας, τότε ο

δείκτης ενδιαφέροντος θα εκτοξευθεί στα ύψη.

Για να συμβεί αυτό όμως πρέπει να αποκτήσει το ποδόσφαιρό μας το θάρρος να

ομολογήσει τη χρεοκοπία του, να μετρήσει την αναξιοπιστία του και με

σοβαρότητα να αναζητήσει τρόπους αναβάθμισης.

Πώς όμως να αυξηθεί η αισιοδοξία μας ότι το ποδόσφαιρο θα βρει τον δρόμο

του, όταν η ΕΠΟ ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τη φοβερή ΦΙΦΑ, που απειλεί με

βαριές κυρώσεις την Εθνική και τις ομάδες μας, επειδή «κακοί πολιτικοί»

παρακάμπτουν το «ιερό καταστατικό της ομοσπονδίας» και ετοιμάζουν αλλαγές στη

διαιτησία; Αγνοεί η ΕΠΟ ότι ο κλάδος της διαιτησίας νοσεί σοβαρά; Ποιος της

στέρησε το δικαίωμα να μετάσχει στη σύσκεψη για την επιλογή της μεθόδου

θεραπευτικής αγωγής; Η ΦΙΦΑ δεν επεμβαίνει στα εσωτερικά του ποδοσφαίρου των

χωρών-μελών της, εφόσον δεν της ζητηθεί η συνδρομή. Ερωτάται η ΕΠΟ: Οι αλλαγές

που σχεδιάζονται στη διαιτησία κινούνται προς την κατεύθυνση αναβάθμισής της ή

στοχεύουν στην παγίδευσή της και την εξυπηρέτηση ειδικών σκοπιμοτήτων; Αφού θα

έχει τη δυνατότητα να κάνει προτάσεις, γιατί τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα για

να φέρει μπαμπούλα;

Οφ σάιντ η ΕΠΟ.