Με απόφαση της πλειοψηφίας των βουλευτών της Αναθεωρητικής Επιτροπής της

Βουλής για το Σύνταγμα, κυρίως του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, έγινε

αποδεκτή η πρόταση του εισηγητή της πλειοψηφίας καθηγητή του Συνταγματικού

Δικαίου κ. Ευάγγελου Βενιζέλου και στο άρθρο 88 παρ. 2 ορίστηκε:

«Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους.

Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε

είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών εκδικάζονται από

το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 99 (κακοδικίας), το οποίο συγκροτείται στις

περιπτώσεις αυτές με την συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή νομικών

μαθημάτων των νομικών σχολών των Πανεπιστημίων της χώρας και ενός επιπλέον

δικηγόρου, μέλους του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, που

ορίζονται με κλήρωση, όπως ο νόμος ορίζει».

Αυτό έχει συναποφασισθεί από τα κόμματα από τον Μάρτιο του 2000, που έγινε το

πρώτο στάδιο των εργασιών της αναθεώρησης.

Δηλαδή, για τη δικαστική προστασία των δικαστών, κατά παράβαση της αρχής του

φυσικού δικαστή, συγκροτείται ένα Ειδικό Δικαστήριο, που το στελεχώνουν 3

καθηγητές, 3 δικηγόροι και 3 ανώτατοι δικαστές, ενώ Ειδικό Δικαστήριο δεν

υπάρχει για καμία άλλη κατηγορία εργαζομένων.

Η ρύθμιση αυτή, εκδηλώνει υπερβολική και απαράδεκτη δυσπιστία των πολιτικών

κατά της αμεροληψίας της Δικαιοσύνης της χώρας μας, προσβολή των δικαστικών

λειτουργών, συνταγματική οπισθοδρόμηση, όταν οραματιζόμαστε μία νέα σύγχρονη

Ελλάδα, πέραν του ότι ενδεχομένως να δημιουργηθούν επιπλοκές κατά την απονομή

της δικαιοσύνης.

Οι δικαστές και όταν ακόμη αναγκάστηκαν να κρίνουν τις αγωγές τους

προηγουμένως εξάντλησαν κάθε μέσο αναφοράς και πίεσης για μισθούς ανάλογους

προς το λειτούργημά τους και ποτέ δεν καταχράστηκαν την εξουσία τους.

Η πολιτεία, αν πραγματικά θέλει να διασφαλίσει, κυρίως την ανεξαρτησία των

δικαστικών λειτουργών, οφείλει να παρέχει, όπως άλλωστε όλα τα ευρωπαϊκά

κράτη, τους ανάλογους υψηλούς μισθούς, προστατεύοντας το κύρος τους και έτσι

δεν θα χρειαστεί στο μέλλον Ειδικό Δικαστήριο ή κοινό δικαστήριο για αγωγές

δικαστών.

Άλλωστε, ένα τέτοιο δικαστήριο πρακτικά θα είναι αδύνατον να εκδικάσει σωρεία

τυχόν αγωγών μας, που ενδεχομένως θα υποχρεωθούμε να ασκήσουμε στο μέλλον κατά

της πολιτείας και έτσι θα φθάσουμε σε αρνησιδικία.

Η πρόταση της Αναθεωρητικής Επιτροπής για σύσταση αυτού του Ειδικού

Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα παραπάνω, ισοδυναμεί με έκφραση δυσπιστίας από τα

κόμματα στους δικαστές, πλήττει τον θεσμό της Δικαιοσύνης, προσβάλλει το

σύνολο του δικαστικού σώματος και γι’ αυτό δεν πρέπει να υιοθετηθεί από την

Ολομέλεια της Βουλής.

Η Ελένη Γουλή είναι πρόεδρος Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών