Μοιάζει να «σώθηκαν» οι καλοί. Μπορεί και να κρύφτηκαν. Το βέβαιο είναι πως

δεν πρωταγωνιστούν στο σημερινό γεωπολιτικό σκηνικό. Σε παγκόσμιο επίπεδο η

σύγκρουση γίνεται μεταξύ διαφορετικών δυνάμεων του «Κακού».

Νικητής του πολέμου δεν υπάρχει /κανένας

ηττημένοι μονάχα μ’ άλλον τρόπο καθένας

Χρ. Δ. Στρατηγόπουλου, Δρόμοι δόξας χαραγμένοι από μικρούς

Το «Καλό» συνήθως αναφέρεται ως πρόσχημα ή ως σκοπός, αλλά σε καμία περίπτωση

δεν αφορά τα πραγματικά κίνητρα, ούτε καλύπτει τις ακολουθούμενες μεθόδους και

διαδικασίες.

Στο σύνδρομο των τρελών αγελάδων η ζωική φύση εκδικείται (με την αρρώστια και

τον θάνατο) την προσπάθεια των κερδοσκόπων ανθρώπων να υπερβούν τη βιολογική

δομή και λειτουργία των υπολοίπων πλασμάτων. Στο σύνδρομο των Βαλκανίων άλλα

στοιχεία της φύσης, όπως η γη και ο αέρας, εκδικούνται (με την αρρώστια και

τον θάνατο) τον παραλογισμό των κατακτητών ανθρώπων να υποτάξουν συν-ανθρώπους

τους.

Στο σύνδρομο της Κίνας (ή του Τσερνόμπιλ) η πλανητική φύση εκδικείται (με την

αρρώστια και τον θάνατο) την Ύβριν των «ισόθεων» ανθρώπων ν’ αφανίσουν αυτό

που δεν δημιούργησαν. Κοινός παρονομαστής: Θάνατος και καταστροφή κατά θανάτου

και καταστροφής.

Αν τα παραπάνω σύνδρομα αφορούν όλο τον κόσμο υπάρχουν δυστυχώς και αμιγή

ελληνικά σύνδρομα, εξίσου αυτο-καταλυτικά, όπου πάλι διαπιστώνουμε να

αντιπαλεύουν δυνάμεις του κακού.

* Σύνδρομο της αυτο-δικαίωσης.

Είτε πρόκειται για πολιτικό παιχνίδι είτε για κοινωνική πρακτική ο κάθε

Έλληνας επιλέγει ένα «προσωπείο-τύπο» (ανάλογο με τον ρόλο που έχει αναλάβει ή

αναθέσει στον εαυτό του) και επιχειρεί να πείσει τους άλλους για το «ποιος

είναι». Με νοοτροπία αυτομορφισμού (όπου ο «προβάλλων» ζει σ’ έναν φανταστικό

κόσμο, στον οποίο οι αντίπαλοί του έχουν τα δικά του ελαττώματα) ο Νεοέλληνας

απωθεί την αυτοκριτική και τη μεταβιβάζει στον λογαριασμό των άλλων.

Η αυτοδικαίωση, δηλαδή η δικαιολόγηση με ευλογοφανείς και κοινωνικά correct

εξηγήσεις και δηλώσεις, συνοδεύεται πάντα και από την προβολή/απόδοση στους

τρίτους χαρακτηριστικών που έχουμε. Έτσι εκείνος που έχει τάση για κλοπή,

νομίζει ότι όλοι κλέβουν ή έχει την ψευδαίσθηση πως αναγνωρίζει τον

«συνάδελφο» που κλέβει.

Λανθάνοντες φόβοι, ιδεολογήματα και προκαταλήψεις μάς επιφυλάσσουν μια

«προσαρμογή της στρουθοκαμήλου» που σου επιτρέπει να ζεις «μέρα με τη μέρα»,

αλλά όχι να προ-βλέπεις τους αιώνες που έρχονται.

Στο κακό των πραγματικών κινδύνων αντιπαραθέτουμε το εξίσου κακό της

αυτοαναλισκόμενης υπεκφυγής.

* Σύνδρομο των «δικών μας» ή και των «κοινής αποδοχής».

Οι πρώτοι συγκροτούν τις γνωστές/άγνωστες παρεούλες που ασκούν (εμφανώς ή

αφανώς) πολιτικό ή παραπολιτικό έργο.

Οι παρεούλες φέρουν συνήθως το όνομα του αρχηγού ή του συνδέσμου με την

εξουσία· είναι δηλαδή ονομαστικ(οποιημέν)ες. Δεν υπάρχει ιδεολογική

ομοιογένεια ή κοινό πολιτικό όραμα και σχέδιο. Απλώς η ένταξη στην παρεούλα

αφ’ ενός συνιστά απαραίτητο όρο για την είσοδο κάποιου στον μαγευτικό κόσμο

της κυβερνητικής εξουσίας και αφ’ ετέρου, παρέχει κάλυψη όταν τα μέλη της

παρανομούν, πλάι τους ­ και όχι απέναντί τους όπως πιστεύουν ορισμένοι

εκπρόσωποι της εκσυγχρονιστικής αφέλειας ­ στέκουν οι ενδιάμεσοι. Αυτοί κι αν

είναι πονηροί. Επωφελούνται από τις αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις και

παρουσιάζονται ως οι άφθαρτοι, οι συναινετικοί, οι μη εμπαθείς, οι

τεχνοκράτες. Στην ουσία πρόκειται για τους μαέστρους play mallers της

διαπλοκής, δηλαδή γι’ αυτούς που μοιράζουν παιχνίδι χωρίς να εμπλέκονται σε

κόμματα ή σε ομάδες. Παίζουν μόνοι τους, παίζουν υπεράνω και κερδίζουν

μονά-ζυγά. Αυτοί οι επονομαζόμενοι και «προσωπικότητες κοινής αποδοχής» είναι

οι πλέον επικίνδυνοι, καθώς κινούν σχεδόν αόρατα τα νήματα της (όποιας)

εκτροπής.

Στο κακό των μανιχαϊσμών αντιπαραθέτουν το εξίσου κακό της οσφυοκαμψίας,

ευελιξίας και ιδεολογικής στήριξης του (όποιου) νικητή.

* Και οι καλοί πού να βρίσκονται άραγε; Τι να πράττουν και τι να νιώθουν;

Χωράνε σ’ αυτό τον κόσμο των συνδρόμων και σ’ αυτή την πολιτική των διαδρόμων;

Ίσως να μη μπορούν να επιζήσουν σε μια κοινωνία των 2/3, όπου στους τρεις οι

δύο είναι κακοί. Ίσως κάτι να ετοιμάζουν, αλλά να φοβούνται να το ψιθυρίσουν

στον πλαϊνό τους.

Νομίζω πως όλος ο 21ος αιώνας θα περάσει χωρίς να μας δώσει σήμα, μήνυμα ή

απάντηση σ’ αυτό το κρίσιμο ερώτημα: υπάρχει κόλαση και παράδεισος ή μήπως

υπάρχει κόλαση πολλών και διαφορετικών επιπέδων;

Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής της Εγκληματολογίας στο Τμήμα

Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.