Ευκαιρίες για αυξημένα κέρδη αλλά και αυξημένο επενδυτικό κίνδυνο προσφέρουν

οι επενδύσεις σε μετοχές εταιρειών που ανήκουν σε συγκεκριμένους κλάδους του

Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων

που αφορούν στην πορεία των δεικτών, όμως, τα μεγαλύτερα κέρδη είχαν οι

επενδυτές που αγόρασαν μετοχές με μακροχρόνια προοπτική.

Τις υψηλότερες αποδόσεις σε μικρότερα χρονικά διαστήματα, αλλά με αυξημένο

κίνδυνο, παρουσίασαν μετοχές εταιρειών μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης,

όπως είναι η Παράλληλη Αγορά, οι κατασκευές και οι διάφορες εταιρείες.

Αντίθετα, όποιος αγόρασε μετοχές εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης είχε

μεγαλύτερες αποδόσεις σε βάθος χρόνου (τουλάχιστον τριετία).

Πάντως, όλες σχεδόν οι μετοχές εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης, όπως είναι

αυτές που ανήκουν σε πιστωτικά ιδρύματα και σε βιομηχανίες, στο διάστημα των

τελευταίων τριών χρόνων έχουν παρουσιάσει σημαντικές διακυμάνσεις. Για τον

λόγο αυτό επαγγελματίες με πολύχρονη εμπειρία στη χρηματιστηριακή αγορά

συνιστούν τουλάχιστον ένα ποσοστό μετοχών να αγοράζεται με μεσομακροπρόθεσμο

ορίζοντα και να γίνονται ρευστοποιήσεις όταν επιτευχθεί μια προκαθορισμένη

τιμή «στόχος».

Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι όποιος αγόρασε πολλές από τις μετοχές που

βρίσκονταν στο ταμπλό της Σοφοκλέους στο τέλος του 1997 (τουλάχιστον όσες

συμμετέχουν στη διαμόρφωση των βασικών δεικτών) και τις πούλησε στις αρχές του

2001, είχε κέρδη που κυμαίνονται από 120% έως και 385%.

Η Παράλληλη Αγορά

Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων που αφορούν στην εξέλιξη των τιμών

του Γενικού Δείκτη και των επιμέρους δεικτών από το τέλος του 1997 μέχρι και

σήμερα, τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις παρουσιάζει ο δείκτης της Παράλληλης

Αγοράς. Στο διάστημα 1997-1998 ο (νεοσύστατος τότε) δείκτης των εταιρειών

μικρής κεφαλαιοποίησης είχε κέρδη 11%. Στο διάστημα όμως 1998-1999 τα κέρδη

του δείκτη «απογειώθηκαν» φτάνοντας στο 166%, ενώ στο διάστημα 1999-2000

έφτασαν τα επίπεδα ρεκόρ του 689%. Ωστόσο, η βουτιά των τιμών στο

Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μέσα στο 2000 είχε άμεσο αντίκτυπο στις εταιρείες

μικρής κεφαλαιοποίησης, καθώς ο δείκτης της Παράλληλης Αγοράς κατέγραψε τη

μεγαλύτερη πτώση, η οποία ξεπέρασε το 84%. Υπενθυμίζεται ότι μέσα στο 2000 ο

Γενικός Δείκτης τιμών είχε απώλειες 46,5%.

Οι κατασκευαστικές

Παρόμοια ήταν η εικόνα στον κλάδο των κατασκευαστικών εταιρειών. Τα κέρδη του

δείκτη την περίοδο 1997-1998 κυμάνθηκαν στο 10% και έφτασαν στο 14% την

περίοδο 1998-1999. Το 1999 ήταν η χρονιά όπου σημειώθηκε το μεγαλύτερο

αγοραστικό ενδιαφέρον για τις μετοχές των κατασκευαστικών εταιρειών με

αποτέλεσμα ο επιμέρους δείκτης το αντίστοιχο χρονικό διάστημα να σημειώσει

κέρδη ρεκόρ 606%, τα δεύτερα υψηλότερα κέρδη ύστερα από αυτά που κατέγραψε ο

δείκτης της Παράλληλης Αγοράς. Το 2000 οι απώλειες του δείκτη των

κατασκευαστικών εταιρειών έφτασαν το 68%.

Οι τράπεζες

Η εξέλιξη των δεικτών δείχνει ότι οι μετοχές των πιστωτικών ιδρυμάτων

παρουσίασαν τις υψηλότερες αποδόσεις σε βάθος χρόνου, παρά το γεγονός ότι τα

κέρδη του επιμέρους δείκτη στο διάστημα 1997-1999, όταν εκδηλώθηκε επενδυτικός

«πυρετός» στο Χρηματιστήριο, ήταν χαμηλότερα από εκείνα των περισσότερων από

τους υπόλοιπους δείκτες. Στο διάστημα 1997-1998 ο δείκτης των τραπεζών είχε

άνοδο 61,48% και στο διάστημα 1998-1999 άνοδο 165,12%. Το 1999 οι τράπεζες

κέρδισαν 68%, ενώ για το 2000 οι απώλειες ήταν 35%, οι χαμηλότερες ανά κλάδο.

Έτσι, την περίοδο από το τέλος του 1997 μέχρι και τις αρχές του 2001 ο δείκτης

των πιστωτικών ιδρυμάτων είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη απόδοση (μετά τον δείκτη

των εταιρειών holding με 385%) που έφτασε το 363%. Η απόδοση του δείκτη της

Παράλληλης Αγοράς ήταν 271% και των κατασκευαστικών εταιρειών 183%.