Οι έρευνες. Από τον Δημόκριτο θα μελετηθούν οι περιοχές του Αιγαίου όπου

βρίσκονται «βόμβες βυθού» από απεμπλουτισμένο ουράνιο

Βραδυφλεγή βόμβα στον βυθό των ελληνικών θαλασσών αποτελούν τα περίπου 40.000

βλήματα απεμπλουτισμένου ουρανίου (DU), που χρησιμοποιήθηκαν κατά την

τελευταία δεκαετία στο πλαίσιο ασκήσεων του Πολεμικού μας Ναυτικού. Οι Έλληνες

επιστήμονες εμφανίζονται καταρχήν ανήσυχοι για τη συσσώρευση ενός τόσο μεγάλου

αριθμού βλημάτων στον θαλάσσιο πυθμένα, όμως αποφεύγουν να προσδιορίσουν με

ακρίβεια την έκταση του κινδύνου που μπορεί να εγκυμονούν οι ποσότητες του DU

που υπάρχουν σε αυτά. Το ότι δεν είναι γνωστή προς το παρόν η ακριβής

περιεκτικότητα σε απεμπλουτισμένο ουράνιο τού κάθε βλήματος, φαίνεται πως έχει

μικρή σημασία.

Αυτό που λένε οι ειδικοί είναι ότι για να ξεκαθαρίσει το τοπίο χρειάζονται

μακροχρόνιες και σοβαρές επιστημονικές μελέτες οι οποίες θα λάβουν υπόψη τους

τις ιδιαιτερότητες του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Ο καθηγητής Φυσικής της

Ατμόσφαιρας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κ. Χρήστος Ζερεφός,

ξεκαθαρίζει ότι «σαφή εικόνα μπορούμε να αποκτήσουμε μόνο ύστερα από

ερευνητική εργασία ανεξάρτητης διεθνούς ομάδας εμπειρογνωμόνων».

Ορισμένοι Έλληνες επιστήμονες, όπως ο διευθυντής Ερευνών στον Δημόκριτο κ.

Νίκος Κατσαρός, τονίζουν ότι επιπτώσεις από τη διασπορά του DU στον πυθμένα

μπορεί να καταγραφούν και ύστερα από την πάροδο 10 ή 15 χρόνων. Κατά τον κ. Ν.

Κατσαρό αυτό θα οφείλεται στη διάβρωση των μετάλλων από το νερό.

«Αν τα βλήματα έχουν εκραγεί, τότε το πρόβλημα είναι σοβαρό», τονίζει από την

πλευρά του ο αναπληρωτής καθηγητής Φυσικής της Ατμόσφαιρας στο ΕΜΠ κ. Γιάννης

Ζιώμας.

Το σίγουρο πάντως είναι, κατά την έκφραση του αναπληρωτή καθηγητή τού Τομέα

Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθανάσιου

Γερανίου, ότι «το Αιγαίο δεν συνιστά την ασφαλέστερη αποθήκη για τέτοιου

είδους βλήματα».

Μέχρι τώρα, στη χώρα μας, κανένας επιστημονικός φορέας δεν έχει

πραγματοποιήσει κάποια έρευνα για να διαπιστώσει την ύπαρξη ουρανίου στο

Αιγαίο και το Ιόνιο. Ίσως και επειδή δεν υπήρχε κίνητρο για κάτι τέτοιο. Για

τον κ. Αθ. Γεράνιο, τα βλήματα ουρανίου αποτελούν την τρίτη κατά σειρά πιο

σοβαρή αιτία μόλυνσης των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, μετά τα ραδιενεργά

απόβλητα λειτουργούντων πυρηνικών αντιδραστήρων και τις πυρηνικές κεφαλές που

έχουν πέσει στον βυθό ύστερα από κάποιο ατύχημα.

«Είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα», λέει ο κ. Βασίλης Λυκούσης από το Εθνικό Κέντρο

Θαλασσίων Ερευνών και προσθέτει πως για να εκτιμηθεί το μέγεθος του κινδύνου

από το απεμπλουτισμένο ουράνιο, θα πρέπει «να γίνει μια σοβαρή μελέτη που θα

λάβει υπόψη της τον χώρο που έπεσαν τα βλήματα, το βάθος εναπόθεσής τους στον

πυθμένα, τις ενδεχόμενες διαρροές στα ιζήματα όπως επίσης και τα ρεύματα που

περνούν από τα συγκεκριμένα σημεία. Από τη στιγμή που δεν έχουμε στα χέρια μας

αυτά τα δεδομένα, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ασφάλεια τα χαρακτηριστικά

των επιπτώσεων καθώς υπάρχει πάντα η πιθανότητα αυτά να καταγραφούν και ύστερα

από μια δεκαετία».

Η αναγκαιότητα μετρήσεων και μάλιστα μακροχρόνιων βρίσκει σύμφωνη και την

κυρία Ρόζα Βλαστού, πυρηνική φυσικό, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Εθνικό

Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η κυρία Βλαστού λέει ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον 10

χρόνια για να εκτιμηθεί η επίπτωση της δράσης του ουρανίου στη θάλασσα. Η ίδια

προσθέτει ότι «η εμβέλεια του ουρανίου είναι διαφορετική στο νερό απ’ ό,τι

στον αέρα» και πως «είναι σημαντικό να εξακριβωθεί το ενδεχόμενο μόλυνσης των

ψαριών και μέσα από την τροφική αλυσίδα και του ανθρώπου».

Ορισμένοι ειδικοί, όπως ο διευθυντής του Τμήματος Ωκεανογραφίας του

Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (ΙΘΑΒΙΚ) Τάσος Τσελεπίδης, υποστηρίζουν

ότι το ουράνιο ή γενικότερα «κάποιο ραδιενεργό υλικό που εναποτίθεται στα βάθη

της θάλασσας, δεν μένει αδρανές. Οι μελέτες που είχαν γίνει παλαιότερα από

Αμερικανούς ειδικούς σε θαλάσσια περιοχή της Καλιφόρνια, όπου εναποτίθεντο για

πολλά χρόνια ραδιενεργά απόβλητα, έδειξαν ότι η ποσότητα ραδιενέργειας δεν

παρέμενε σταθερή γύρω από την εστία εκπομπής της, αλλά ακολουθώντας το πρότυπο

κυκλοφορίας των υδάτινων μαζών μετακινείτο σε άλλες θαλάσσιες περιοχές».

Απαντήσεις ωστόσο φαίνεται πως μπορούν σύντομα να δοθούν.

Κατά την κυρία Καίτη Σιακαβάρα, ερευνήτρια στο Τμήμα Θαλάσσιας Οικολογίας και

Βιοποικιλότητας του ΙΘΑΒΙΚ, «μια πρώτη εκτίμηση για το πώς έχει η κατάσταση θα

μπορούσε να υπάρξει τις επόμενες εβδομάδες. Στην Ελλάδα υπάρχουν τα μέσα για

να γίνουν δειγματοληψίες νερών και ιζημάτων. Μπορούμε επιπλέον να

αιχμαλωτίσουμε και ψάρια από μεγάλα βάθη και να τα στείλουμε στο Δημόκριτο

ώστε να ανιχνευτούν σε αυτά ­ αν υπάρχουν­ ραδιενεργά ισότοπα».