Το 2000 ήταν μία από τις χειρότερες χρονιές στην ιστορία του Χρηματιστηρίου

Αξιών Αθηνών όσον αφορά τις αποδόσεις των μετοχών των εισηγμένων εταιρειών. Ο

Γενικός Δείκτης μέσα στο έτος υποχώρησε κατά 41,5%, ενώ οι απώλειες του δείκτη

των εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης έφθασαν το 35,40%.

Πολύ μεγαλύτερες ωστόσο ήταν οι απώλειες που κατεγράφησαν στις τιμές των

μετοχών που ανήκουν σε εταιρείες μικρής κεφαλαιοποίησης. Είναι ενδεικτικό ότι

ο δείκτης της Παράλληλης Αγοράς από τις 3 Ιανουαρίου που πραγματοποιήθηκε η

πρώτη συνεδρίαση του 2000 μέχρι και την τελευταία συνεδρίαση της χρονιάς (29

Δεκεμβρίου) υποχώρησε από τις 1.704 στις 319 μονάδες σημειώνοντας πτώση-ρεκόρ

που έφθασε το 81%.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση που σημείωσε κλαδικός δείκτης στο ΧΑΑ μέσα

στο παραπάνω διάστημα.

Ο δείκτης των πιστωτικών ιδρυμάτων, ο οποίος διαμορφώνεται από μετοχές

τραπεζών οι οποίες συμμετέχουν με μεγάλη βαρύτητα και στη διαμόρφωση του

γενικού δείκτη τιμών, μέσα στο 2000 υποχώρησε από τις 10.506 στις 7.306

μονάδες, απώλειες που μεταφράζονται σε 30,45%.

Χρηματιστηριακοί αναλυτές και θεσμικοί παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι

η πτωτική πορεία που ακολούθησε η Σοφοκλέους την προηγούμενη χρονιά μπορεί εν

μέρει να δικαιολογηθεί εάν αναλογιστεί κανείς τη μεγάλη άνοδο που σημείωσαν οι

τιμές των μετοχών μέσα στο 1999. Την άνοδο αυτή μάλιστα αρκετοί δεν παρέλειψαν

να τη χαρακτηρίσουν υπερβολική, εκφράζοντας παράλληλα την αισιοδοξία τους ότι

το νέο έτος η αγορά έχει τις προοπτικές να ανακάμψει. Η αισιοδοξία αυτή

βασίζεται στο γεγονός ότι αρκετοί αποταμιευτές μετά τη μείωση στα επιτόκια από

την Τράπεζα της Ελλάδος και τις εμπορικές τράπεζες αναμένεται να αναζητήσουν

εναλλακτικούς τρόπους αποταμίευσης. Εξάλλου, πολλές μετοχές θεωρείται ότι

προσφέρονται σε ελκυστικές τιμές και αναμένεται να προσελκύσουν το ενδιαφέρον

του επενδυτικού κοινού.