Την ανωνυμία των δικαστών και των ενόρκων, ιδιαίτερα σε υποθέσεις που

αφορούν το «οργανωμένο έγκλημα», θεωρεί αναγκαία ο προϊστάμενος της

Εισαγγελίας Εφετών της Αθήνας κ. Λάμπρος Καράμπελλας, ο οποίος συνδέει άμεσα

το μέτρο αυτό με την προστασία του Έλληνα δικαστή και τη θωράκιση του κύρους

της Δικαιοσύνης και εισηγείται προς την Ολομέλεια των συναδέλφων του να μη

γνωστοποιούνται τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών που μειοψηφούν.

Λάμπρος Καράμπελλας: Την ανωνυμία της ψήφου περί ενοχής ή αθωότητας του

κατηγορουμένου πρέπει να έχουν οι τακτικοί και οι λαϊκοί δικαστές

Ο κ. Λ. Καράμπελλας θεωρεί ότι την ίδια αντιμετώπιση, δηλαδή της ανωνυμίας της

ψήφου περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου, πρέπει να απολαμβάνουν και

οι ένορκοι που κληρώνονται και μετέχουν στις συνθέσεις των Μεικτών Ορκωτών

Δικαστηρίων και Εφετείων, τα οποία εκδικάζουν τα εγκλήματα κατά της ζωής, και

υποθέσεις «οργανωμένου εγκλήματος», που αποτελούν τα σοβαρότερα κεφάλαια του

Ποινικού Κώδικα.

Και τούτο γιατί, όπως έχει παρατηρήσει από την εμπειρία του, πολλές φορές οι

ένορκοι που κληρώνονται να δικάσουν σοβαρές υποθέσεις, όπως για παράδειγμα

είναι οι συναφείς με την τρομοκρατία, αποφεύγουν να ανέβουν στην έδρα και

ζητούν την εξαίρεσή τους είτε από τον εισαγγελέα είτε από τον συνήγορο της

υπερασπίσεως επικαλούμενοι συχνά «αβάσιμες δικαιολογίες». «Ο λαϊκός δικαστής

αναγκάζεται, επισημαίνει ο κ. Καράμπελλας, από τον νόμο να ασκήσει τα

καθήκοντά του και δεν είναι έτοιμος ψυχικά να αποδεχθεί τον κίνδυνο από τη

θέση που θα πάρει για την εκδίκαση της υπόθεσης».

Στην πολυσέλιδη εισήγησή του ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας των Εφετών θεωρεί

αναγκαία τη νομοθετική ρύθμιση του θέματος αυτού και αναφέρει μεταξύ άλλων

ότι: «Με τα σημερινά δεδομένα ο δικαστής πρέπει να θωρακίζεται κατά την άσκηση

του έργου του με πολλά μέτρα. Ένα από αυτά είναι η μη αναφορά του ονόματός του

όταν μειοψηφεί, ιδίως σε υποθέσεις που έχουν σχέση με το οργανωμένο έγκλημα.

Και αυτό γιατί η κρίση του δικαστή μπορεί να είναι όχι μόνο άστοχη, αλλά και

σκόπιμα αντίθετη από τη φωνή της συνείδησής του, συνεπεία εκφοβισμού του».

Ο εισαγγελικός λειτουργός με βάση τα παραπάνω δεδομένα θεωρεί λοιπόν αναγκαία

την «ανωνυμία» τακτικών και λαϊκών δικαστών για να αποφευχθεί ενδεχόμενος

κίνδυνος απειλών, σωματικών ή άλλων, εις βάρος δικαστών και ενόρκων, οι οποίοι

πρέπει να προστατεύονται κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου.

«Σκόπιμο είναι, προσθέτει ο εισαγγελικός λειτουργός, να μελετηθεί επιστημονικά

πώς επιδρά στον δικαστή και ιδίως στον ένορκο το γεγονός ότι θα αναφερθεί το

όνομά του, αν θα μειοψηφήσει, και αν αυτό μπορεί να επιδράσει στον σχηματισμό

δικανικής του πεποίθησης. Από την πείρα μου έχω διαπιστώσει ότι όχι σπάνια

πάρα πολλά άτομα αποφεύγουν να εκτελέσουν τα καθήκοντα του ενόρκου, φοβούμενα

τις συνέπειες από τη δημοσιοποίηση τυχόν καταδικαστικής του ψήφου, γι’ αυτό

και ζητούν την εξαίρεσή τους».

Επικαλείται μάλιστα αποφάσεις που έχουν λάβει οι διοικητικές Ολομέλειες των

Ανωτάτων Δικαστηρίων τα προηγούμενα χρόνια. Σύμφωνα με τους δικαστές του

Αρείου Πάγου «δεν είναι σκόπιμη η ανακοίνωση των ονομάτων των δικαστών, γιατί

ενδέχεται να επηρεάσει την ελεύθερη δικαστική του συνείδηση σε περιπτώσεις

κινδύνου εκδικήσεως κατά των ιδίων και των μελών των οικογενειών τους». Αλλά

και τα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν τοποθετηθεί γνωμοδοτώντας ότι

η δημοσιοποίηση των ονομάτων των μειοψηφούντων δικαστών θα έχει σαν αποτέλεσμα

να εκτίθενται σε κινδύνους σωματικών προσβολών από εκείνους που θίγονται από

την απόφασή τους.

Αυτό που απομένει είναι να πληροφορηθούμε εάν οι συνάδελφοι του κ. Καράμπελλα

θα συμφωνήσουν με την εισήγησή του και αν αυτό στη συνέχεια θα ακολουθήσει

σχετική νομοθετική ρύθμιση. Μέχρι τότε οι πρόεδροι των δικαστηρίων θα

ανακοινώνουν ονομαστικά την κρίση των δικαστών και ο κάθε κατηγορούμενος έχει

το δικαίωμα να γνωρίζει τόσο την άποψη της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας

εκείνων που αποφασίζουν για τη ζωή του.