Σε όλη τη μεταβατική περίοδο στην Ελλάδα, η οποία θα διαρκέσει ολόκληρο το

2001, θα υπάρχει διπλή αναγραφή των ποσών στα δύο νομίσματα (ευρώ και

δραχμές). Όμως, η δραχμική απεικόνιση θα έχει περισσότερο ψυχολογική παρά

ουσιαστική σημασία.

Για τον λόγο αυτό, το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών σκοπεύει να προσχωρήσει σε

διαδικασία «άμεσης και ολικής μετάβασης» (big bang) σε ευρώ από την 1η

Ιανουαρίου του 2001. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι από την ημερομηνία αυτή και

μετά η διαπραγμάτευση, ο διακανονισμός και η εκκαθάριση των χρηματιστηριακών

συναλλαγών θα διενεργούνται μόνο σε ευρώ.

Όμως, η διπλή αναγραφή στα πινακίδια των ποσών, σε ευρώ και σε δραχμές, καθ’

όλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, δεν θα έχει καμία ουσιαστική

σημασία, παρά μόνο θα διευκολύνει τους επενδυτές στο να συνηθίσουν το νέο

νόμισμα. Για άλλους, η διπλή αναγραφή θα δυσκολέψει το επενδυτικό κοινό να

συνηθίσει το νέο νόμισμα. Εξάλλου, η διπλή αναγραφή για όλες τις άλλες

συναλλαγές (τράπεζες, εμπορικά κέντρα κ.λπ.) θα είναι υποχρεωτική σε όλη τη

μεταβατική περίοδο.

Όμως, για τον χώρο του Χρηματιστηρίου, όπου δεν υπάρχει μεταβατική περίοδος,

υπήρξε σημαντικός προβληματισμός, καθώς η μετατροπή από το ένα νόμισμα στο

άλλο και η στρογγυλοποίηση δημιουργεί λογιστικά προβλήματα. Για τον λόγο αυτό,

πέραν της εισήγησης του Χρηματιστηρίου προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πολλές

χρηματιστηριακές εταιρείες προσανατολίζονται στην υιοθέτηση του ευρώ ως κύριου

νομίσματος και στην αντίστοιχη προσαρμογή των λογιστικών τους συστημάτων από

1/1/2001, καθώς όλες οι λογιστικές εγγραφές θα γίνονται σε ευρώ.

Οι πληρωμές

Όσον αφορά τις πληρωμές, οι οποίες θα γίνονται σε δραχμές, υπάρχουν δύο

σκέψεις. Σύμφωνα με την πρώτη θα μετατρέπεται το ποσό από ευρώ σε δραχμές.

Σύμφωνα με τη δεύτερη, οι χρηματιστηριακές εταιρείες θα τηρούν τραπεζικούς

λογαριασμούς σε ευρώ, ώστε οι πελάτες τους να συναλλάσσονται με αυτές σε ευρώ

και τις συναλλαγματικές διαφορές να τις τακτοποιούν με τις συνεργαζόμενες

τράπεζες. Συνεπώς, κατά τη μεταβατική περίοδο (2001) μόνο τυπικά θα

αναγράφεται και το αντίστοιχο ποσό σε δραχμές, καθώς δεν θα έχει καμία

πρακτική σημασία.

Για τις στρογγυλοποιήσεις και τις τυχόν διαφορές από τη συναλλαγματική

μετατροπή (από ευρώ σε δραχμές) σημειώνεται ότι καθώς το ευρώ καταχωρείται και

εμφανίζεται με 2 δεκαδικά ψηφία, τα λογιστήρια που θα λειτουργούν με βάση τη

δραχμή μπορεί να παρουσιάσουν διαφορά ±1 δραχμή ανά συναλλαγή. Όμως, έχει ήδη

λυθεί το πρόβλημα αυτό με ειδική λογιστική προσαρμογή στα συστήματά μας, ώστε

τα λογιστήρια που λειτουργούν είτε σε ευρώ είτε σε δραχμές να συμφωνούν

απολύτως.

Οι ειδικοί του χώρου προτείνουν όλα τα λογιστήρια από 1/1/2001 να λειτουργούν

με βάση το ευρώ ως κύριο νόμισμα, καθώς η διπλή λειτουργία και η διπλή

αναγραφή (σε ευρώ και σε δραχμές) αποδυναμώνει την προσπάθεια να συνηθίσουν οι

επενδυτές το νέο εθνικό νόμισμα που είναι το ευρώ, καθώς στο Χρηματιστήριο οι

συναλλαγές θα γίνονται μόνο σε αυτό το νόμισμα.

Αν και όλα λύνονται λογιστικά, οι ειδικοί του χρηματιστηριακού χώρου συστήνουν

στους επενδυτές να πάψουν να σκέφτονται «δραχμικά» από την 1/1/2001. Κι αυτό,

διότι κανείς δεν θα έχει αντίληψη της δραχμικής αποτίμησης των μετοχών. Ο

χρηματιστής και ο αντικρυστής θα βλέπει τις τιμές των μετοχών σε ευρώ και ο

πελάτης θα πρέπει να συνηθίσει να δίνει τις εντολές σε ευρώ, αλλά και να

καταλαβαίνει τις διακυμάνσεις των μετοχών σε ευρώ.

Βέβαια, δεν απαγορεύεται να δίνονται οι εντολές σε δραχμές (όπως δεν

απαγορεύεται να δίνονται σε δολάρια ή σε νόμισμα της Ουγκάντας), αφού με βάση

την ισοτιμία όλες οι τιμές μπορούν να μετατραπούν σε ευρώ. Όμως, αυτό δεν

είναι πρακτικό ούτε ουσιαστικό.

Ενδεικτικό για το πόσο σημαντικό είναι οι επενδυτές να μάθουν να

αντιλαμβάνονται τις τιμές των μετοχών σε ευρώ και να λαμβάνουν τις αποφάσεις

τους σκεπτόμενοι σε ευρώ είναι το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Έστω ότι η τιμή μιας μετοχής είναι 100 ευρώ και πέσει κατά ένα ευρώ και στο

ταμπλό του Χρηματιστηρίου εμφανίζεται η τιμή 99 ευρώ. Η ποσοστιαία πτώση είναι

1% και η πτώση σε δραχμές είναι 340,75. Αν υποθέσουμε ότι ο επενδυτής αυτός

σκέπτεται σε δραχμές, τότε η τιμή της μετοχής ήταν αρχικά 34.075 δραχμές και η

πτώση κατά 1% θα υπήρχε μόνο αν έπεφτε στις 33.374 δραχμές. Αν όμως πέσει κατά

μία δραχμή (όπως έπεσε ένα ευρώ στο αρχικό παράδειγμα), η δραχμική ποσοστιαία

μεταβολή είναι σχεδόν μηδενική. Επιπλέον, οι φόροι, οι παρακρατήσεις, τα έξοδα

ΧΑΑ που εφαρμόζονται στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, είτε ως ποσοστά είτε ως

πάγια ποσά, θα υπολογίζονται στις τιμές των μετοχών σε ευρώ και όχι σε

δραχμές.

Για τον λόγο αυτό οι ειδικοί του χρηματιστηριακού χώρου συστήνουν στους

επενδυτές να προσπαθήσουν να συνηθίσουν πάραυτα να κάνουν συναλλαγές σε ευρώ,

αλλά και να πληρώνουν και να πληρώνονται σε ευρώ. Σε όσες χρηματιστηριακές

εταιρείες δεν μετατραπούν τα λογιστήριά τους ώστε να δουλεύουν μόνο σε ευρώ

και δεν ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς σε ευρώ, τα ίδια στελέχη συστήνουν

στους επενδυτές να ανοίξουν οι ίδιοι τραπεζικούς λογαριασμούς στο ευρωπαϊκό

νόμισμα, ώστε να κάνουν τις πληρωμές τους με τη χρηματιστηριακή εταιρεία μέσω

του συγκεκριμένου λογαριασμού. Έτσι, δεν θα υπάρξει ο παραμικρός κίνδυνος (ή

καλύτερα αμφιβολία, διότι έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει κίνδυνος) να υπάρξουν

διαφορές μεταξύ χρηματιστηριακών εταιρειών και πελατών για τις

στρογγυλοποιήσεις και για «χαμένες δραχμές» από τη συναλλαγματική μετατροπή.