Στις σύγχρονες δημοκρατίες το μείζον ίσως θεσμικό και πολιτικό πρόβλημα είναι

η λειτουργία της δικαιοσύνης και η σχέση μεταξύ πολιτικών και δικαστικών

οργάνων του κράτους. Ο δικαστής εκδίδει τις αποφάσεις του στο όνομα του

ελληνικού λαού και διεκδικεί έτσι τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση, το θεμέλιο

όμως της δικαστικής εξουσίας είναι ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας του

πολιτεύματός μας που αποκτά πρακτική σημασία όταν περιορίζει τις δυνατότητες

των δημοκρατικά νομιμοποιημένων, δηλαδή των πολιτικών, οργάνων του κράτους.

Από την παραδοσιακή και ούτως ή άλλως σχετική διάκριση των εξουσιών (αφού η

εκτελεστική προέρχεται και εξαρτάται από τη νομοθετική εξουσία στα

κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης), ιδιαίτερη σημασία έχει η ανεξαρτησία

της δικαιοσύνης ως θεσμική όμως εγγύηση της αμεροληψίας της δικαιοσύνης και

όχι ως μοχλός για την επιβολή του πολιτικού της ρόλου. Όλα άλλωστε αυτά

συνδέονται ιστορικά με τον βαθύτερο και αντιφατικό θεσμικό ρόλο της

δικαιοσύνης: Η δικαιοσύνη είναι τμήμα του σκληρού πυρήνα της κρατικής εξουσίας

και διαθέτει τον τελευταίο λόγο για ένα μεγάλο φάσμα κρίσιμων αποφάσεων που

αφορούν την τιμή, τη ζωή και τη περιουσία του πολίτη. Είναι όμως ταυτόχρονα

και θεσμός που προστατεύει και εγγυάται τον πολίτη σε σχέση με τις άλλες όψεις

της πολιτικής αλλά και της κοινωνικής και της οικονομικής εξουσίας.

Οι συνταγματικές ρυθμίσεις για τους δικαστικούς λειτουργούς, την οργάνωση των

δικαστηρίων και τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων είναι από

τα κρισιμότερα αντικείμενα της αναθεωρητικής διαδικασίας για δύο κυρίως

λόγους. Πρώτον, γιατί όλα όσα σχετίζονται με τη δικαιοσύνη αφορούν τη

λειτουργία του κράτους δικαίου και τη θέση του πολίτη απέναντι στην κρατική

εξουσία, δηλαδή τον βαθύτερο πυρήνα τόσο της δημοκρατίας όσο και του κράτους

δικαίου. Δεύτερον, γιατί απευθείας στο Σύνταγμα ρυθμίζονται, συχνά δε με

πολλές λεπτομέρειες, πολλά κρίσιμα ζητήματα σε σχέση με τους δικαστικούς

λειτουργούς και τη δικαιοσύνη. Όλα αυτά τα ζητήματα πρέπει επομένως να

αντιμετωπισθούν με την τροποποίηση, την αντικατάσταση ή την αυθεντική ερμηνεία

των αντίστοιχων διατάξεων μέσα από την αναθεωρητική διαδικασία.

Ιστορικά δεν έχει δοθεί μία πλήρης και οριστική απάντηση στο ερώτημα αν η

απειλή για τον πολίτη και τα δικαιώματά του προέρχεται μόνον από την πολιτική

εξουσία ή και από άλλες όψεις της εξουσίας. Η «καχυποψία» επομένως του

Συντάγματος πρέπει να είναι γενική και πανοπτική. Στρέφεται και κατά του

δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη και κατά της εκτελεστικής εξουσίας και

της διοίκησης αλλά και κατά του δικαστή ιδίως όταν αυτός διολισθαίνει σε

προσβολές των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης. Η

αναθεώρηση του άρθρου 6 παρ. 4 (για τα όρια της προφυλάκισης) ή του άρθρου 19

(για το απόρρητο των επικοινωνιών και τη χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων)

δείχνει καχυποψία απέναντι στον δικαστή που δεν σέβεται πάντοτε τα

συνταγματικά δικαιώματα.

Οι στόχοι της αναθεώρησης των συνταγματικών διατάξεων περί δικαιοσύνης είναι

τρεις: Η θωράκιση της εξωτερικής ανεξαρτησίας της, η ενίσχυση της εσωτερικής

ανεξαρτησίας της, δηλαδή κυρίως η ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής

ανεξαρτησίας των κατώτερων δικαστών, και η διαμόρφωση των συνθηκών που είναι

αναγκαίες για μια δικαιοσύνη φτηνότερη και ταχύτερη, δηλαδή πιο προσιτή για

τον πολίτη. Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι η νέα διατύπωση του

κεφαλαίου περί δικαιοσύνης διαμορφώθηκε στην Επιτροπή Αναθεώρησης με ευρύτατη

πλειοψηφία χωρίς μικροκομματικές τριβές και αντιθέσεις.

Αυτό ήταν άλλωστε αναγκαίο προκειμένου να αρθούν μερικές πολύ διαδεδομένες

παρεξηγήσεις. Η πρώτη από αυτές τις παρεξηγήσεις αφορά τις αρμοδιότητες της

εκτελεστικής εξουσίας ως προς την επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις

κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης. Σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, στις

ΗΠΑ αλλά και σε άλλες θεσμικά δυτικότροπες χώρες η παρέμβαση των πολιτικών

οργάνων του κράτους ως προς τη στελέχωση των ανωτάτων (όπως στις ΗΠΑ) ή των

συνταγματικών (όπως στη Γερμανία) δικαστηρίων ή συμβουλίων (όπως στη Γαλλία)

αλλά και των ανωτάτων συμβουλίων δικαιοσύνης (που υπάρχουν σε χώρες όπως η

Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία κ.λπ.) είναι πολύ μεγάλη.

Αντιθέτως στην Ελλάδα η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό

με την αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης, η δε αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης

ταυτίζεται (υπερβολικά ίσως) με τη διοίκησή της από τους ανώτατους δικαστές

κάθε κλάδου μέσω του θεσμού του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου που έχει τον

πλήρη έλεγχο της υπηρεσιακής κατάστασης και εξέλιξης όλων των δικαστικών

λειτουργών μέχρι και την προαγωγή στον βαθμό του αρεοπαγίτη (ή τους

αντίστοιχους).

Η δεύτερη παρεξήγηση αφορά τη θεωρία της λεγόμενης «ισοτιμίας» των τριών

κρατικών λειτουργιών. Η θεωρία αυτή διαμορφώθηκε από τη νομολογία με αφορμή

την εκδίκαση υποθέσεων σχετικών με το ύψος των αποδοχών των δικαστικών

λειτουργών και με στόχο την επέκταση στους δικαστικούς λειτουργούς ρυθμίσεων

που αφορούσαν άλλα όργανα του κράτους ή εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου

τομέα. Είναι, όμως, ιστορικά εμφανές ότι αυτή η αρχή της ισοτιμίας των

εξουσιών δεν ίσχυσε ούτε ισχύει πουθενά καθώς η νομοθετική εξουσία, όπως

ασκείται από τα αντιπροσωπευτικά σώματα, υπερέχει των άλλων που καλούνται να

εφαρμόσουν τους νόμους του κράτους. Υπέρτατη δε εκδήλωση της υπεροχής αυτής

είναι το γεγονός ότι φορέας της συντακτικής εξουσίας (πρωτογενούς ή

αναθεωρητικής) είναι η Βουλή.

Η εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης

Με την αναθεώρηση του Συντάγματος η εσωτερική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και

η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των λειτουργών της ενισχύεται με δύο

πολύ κρίσιμες μεταβολές: Πρώτον, στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο κάθε κλάδου

(πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, διοικητικής δικαιοσύνης, Ελεγκτικού

Συνεδρίου) προβλέπεται να μετέχουν και δύο δικαστές κατώτερου βαθμού (εφέτη ή

αντίστοιχου) που θα κληρώνονται μεταξύ των συναδέλφων τους και με πλήρη

δικαιώματα συμμετοχής πλην της ψήφου. Δεύτερον, η δυνατότητα προσφυγής του

κάθε δικαστικού λειτουργού στην Ολομέλεια του αντίστοιχου ανωτάτου δικαστηρίου

κατά των αποφάσεων του ΑΔΣ διασφαλίζεται όχι μόνο σε περιπτώσεις παράληψης από

προαγωγή αλλά ­ υπό προϋποθέσεις ­ και όταν πρόκειται για άλλες σοβαρές

υπηρεσιακές μεταβολές (π.χ. δυσμενής μετάθεση).

Οι εισαγγελείς

Με την αναθεώρηση εισάγεται επίσης μια δέσμη διατάξεων που αναβαθμίζει και

χειραφετεί τον εισαγγελικό κλάδο. Καταργείται, πρώτον, η δυνατότητα μετάταξης

λειτουργών της «καθημένης» δικαιοσύνης σε θέσεις αντεισαγγελέων του Αρείου

Πάγου. Προβλέπεται, δεύτερον, ότι ο εισαγγελέας του Α.Π. θα επιλέγεται μεταξύ

των αντεισαγγελέων του. Διασφαλίζεται, τρίτον, η συμμετοχή δύο αντεισαγγελέων

του Α.Π. στο ΑΔΣ και όλων των αντεισαγγελέων του Α.Π. στην Ολομέλεια του Α.Π.

όταν αυτή καλείται να κρίνει αποφάσεις του ΑΔΣ.

Η υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών

Με την αναθεώρηση τέμνεται ­ με δίκαιο και λειτουργικό τρόπο ­ το περιβόητο

ζήτημα της εξέλιξης των διοικητικών δικαστών στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Προβλέπεται η δυνατότητα προαγωγής των εφετών ή προέδρων Εφετών των

διοικητικών δικαστηρίων στον βαθμό του συμβούλου της επικρατείας και στο ένα

πέμπτο των θέσεων. Ταυτόχρονα όλα τα κόμματα συμφώνησαν στην ανάγκη λογικής

αύξησης των θέσεων των συμβούλων της επικρατείας ώστε να μην παρακωλυθεί στην

πράξη η εξέλιξη των υπηρετούντων εισηγητών και παρέδρων. Κατά την ίδια λογική

καταργείται η ισχύουσα ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 88, καταργείται δηλαδή

η δυνατότητα εισόδου δικαστικών λειτουργών άλλων κλάδων στο Ελεγκτικό Συνέδριο

και διασφαλίζεται η οργανωτική δομή του δικαστηρίου και η εξέλιξη των

λειτουργών του (εισηγητών, παρέδρων) που τώρα προέρχονται από την Εθνική Σχολή

Δικαστών. Προβλέπεται, τέλος, (με ερμηνευτική δήλωση) η δυνατότητα ενοποίησης

του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, δηλαδή η δυνατότητα

κατάργησης των ειρηνοδικείων και ρύθμισης της υπηρεσιακής κατάστασης των

λειτουργών τους με διαδικασίες όμως σοβαρής και έγκυρης κρίσης και

αξιολόγησης.

Οι αποδοχές των δικαστικών

Η προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών συναντάται πολύ συχνά με

τρία σημεία τριβής. Την εκδίκαση των διαφορών σε σχέση με τις αποδοχές και

συντάξεις των ίδιων των δικαστικών λειτουργών, με την ανάθεση διοικητικών

καθηκόντων και με τις διαιτησίες.

Με την αναθεώρηση και κατά παρέκκλιση από άλλες συνταγματικές διατάξεις που

τελούν και αυτές υπό αναθεώρηση (άρθρα 94, 95, 98) οι διαφορές οι σχετικές με

αποδοχές ή συντάξεις δικαστικών λειτουργών θα εκδικάζονται από το δικαστήριο

του άρθρου 99 (δικαστήριο αγωγών κακοδικίας) το οποίο στις περιπτώσεις αυτές

θα συγκροτείται από εννέα μέλη (τρεις ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς: ο

Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ένας αρεοπαγίτης ή ένας σύμβουλος του

Ελεγκτικού Συνεδρίου, τρεις καθηγητές και τρεις δικηγόροι). Κατά τον τρόπο

αυτό απαλλάσσονται οι δικαστές από το βάρος να αποφαίνονται μόνοι τους για τις

δικές τους αποδοχές και θωρακίζονται απέναντι στην οξεία κριτική που έχει

ασκηθεί επιστημονικά και κοινωνικά για το ζήτημα αυτό.

Τα διοικητικά καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών περιορίζονται μόνο σ’ αυτά

που έχουν άμεση συνάφεια με το λειτούργημά τους (νομοπαρασκευαστικές επιτροπές

και συμβούλια πειθαρχικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα). Τέλος, οι διαιτησίες

μπορούν να ενεργούνται από δικαστές μόνον ως τμήμα των υπηρεσιακών τους

καθηκόντων.

Η επιλογή στις κορυφαίες θέσεις

Το πιο διάσημο ίσως ζήτημα από αυτά που καλείται να αντιμετωπίσει η αναθεώρηση

στο κεφάλαιο περί δικαιοσύνης είναι η διαδικασία επιλογής των προσώπων που

στελεχώνουν τις κορυφαίες θέσεις των προέδρων και των αντιπροέδρων των

ανωτάτων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Α.Π. και του Γενικού Επιτρόπου των

διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου (η συνταγματική θέση των

οποίων κατοχυρώνεται πλέον συνταγματικά).

Υπήρξε εξαρχής ευρεία συναίνεση γύρω από τη θέση ότι η τελική επιλογή πρέπει

σε κάθε περίπτωση να ανήκει (όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες) σε ένα

υπεύθυνο και υψηλό πολιτικό όργανο, δηλαδή στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο

αναλαμβάνει και τη σχετική πολιτική ευθύνη.

Ο προβληματισμός εστιάστηκε στη δυνατότητα να εισαχθεί μία φάση προεπιλογής

προσώπων μεταξύ των οποίων θα κάνει την τελική επιλογή το Υπουργικό Συμβούλιο.

Προτάθηκαν δύο κατά βάση λύσεις: Η προεπιλογή να γίνεται από την ολομέλεια του

οικείου ανωτάτου δικαστηρίου η οποία ή θα επιλέγει κυριαρχικά τους

αντιπροέδρους και μεταξύ αυτών θα επιλέγεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ο

Πρόεδρος ή θα προεπιλέγει τριπλάσιο αριθμό προσώπων μεταξύ δε αυτών θα

επιλέγει τελικά το Υπουργικό Συμβούλιο. Η άλλη πρόταση ήταν η προεπιλογή να

γίνεται από πολυμελές ειδικό ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, τα 2/3 των μελών του

οποίου θα είναι δικαστές (από αυτούς δε τα 2/3 ανώτατοι δικαστές) και το 1/3

εκπρόσωποι των άλλων μεγάλων σωμάτων της νομικής οικογένειας που μετέχουν σε

άλλα συνταγματικά όργανα όπως το ΑΕΔ, το δικαστήριο κακοδικίας ή το Ανώτατο

Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικαστικών Λειτουργών, δηλαδή καθηγητές των νομικών

σχολών και δικηγόροι.

Επεκράτησε, τελικά, με ευρύτατη πλειοψηφία, η θέση πως η φάση της προεπιλογής

μπορεί να προκαλέσει προβλήματα περισσότερα από όσα επιδιώκει να λύσει. Για

τον λόγο αυτό η Επιτροπή Αναθεώρησης κατέληξε στη θέση πως το σημερινό σύστημα

είναι ίσως το προσφορότερο, εφόσον όμως τεθεί ανώτατο χρονικό όριο παραμονής

στον βαθμό του προέδρου του Α.Π., του ΣτΕ, καθώς και του Ε.Σ. καθώς και του

εισαγγελέα του Α.Π. Το ανώτατο αυτό όριο προτείνεται να είναι τα τέσσερα

χρόνια με διασφαλισμένη την πλήρη σύνταξη των προέδρων των ανωτάτων

δικαστηρίων και των εισαγγελέων του Α.Π. που αποχωρούν έτσι από τη θέση τους

χωρίς ενδεχομένως να έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους.

Το ανώτατο χρονικό όριο είναι προφανές ότι επηρεάζει τα κριτήρια επιλογής,

περιορίζει τις αποκλίσεις από την αρχαιότητα και οριοθετεί τον ρόλο των

Προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων στη διοίκηση των οικείων δικαστηρίων αλλά

και των αντίστοιχων δικαιοδοτικών κλάδων.

Οι δικαστικοί υπάλληλοι

Η αναθεώρηση μεριμνά όμως και για τη θέση των δικαστικών υπαλλήλων που

αποκτούν πλέον δικαίωμα συμμετοχής στα υπηρεσιακά συμβούλια του κλάδου τους,

τα οποία θα συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς.

Πειθαρχικοί προϊστάμενοι των δικαστικών υπαλλήλων εκτός από τους προϊσταμένους

των δικαστηρίων και των εισαγγελιών θα είναι πλέον και οι προϊστάμενοι των

αντίστοιχων γραμματειών.

Ζητήματα δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας

Ακόμη πιο κρίσιμες για τον πολίτη και για την ποιότητα και την ταχύτητα της

δικαιοδοτικής λειτουργίας είναι οι τομές που επέρχονται με την αναθεώρηση στα

ζητήματα της δικαιοδοσίας και της αρμοδιότητας των δικαστηρίων.

Με την αναθεώρηση του άρθρου 94 παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να

προσδιορίζει και να εξειδικεύει τις νομικές έννοιες της διοικητικής διαφοράς

(ουσιαστικής και ακυρωτικής) και της ιδιωτικής διαφοράς. Προβλέπεται επίσης ­

όπως είχε προτείνει και η Ολομέλεια του ΣτΕ ­ σε ειδικές περιπτώσεις και

προκειμένου να διασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας (π.χ. περί

δημοσίων έργων) η δυνατότητα υπαγωγής ορισμένων ιδιωτικών διαφορών στα

διοικητικά δικαστήρια και το αντίστροφο.

Με το άρθρο 94 παρ. 1 ενοποιείται η δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας

και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως προς την εκδίκαση των διοικητικών

διαφορών (ουσιαστικών και ακυρωτικών). Διασφαλίζεται παράλληλα, με το άρθρο

95, η ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία

υπάγονται οι αιτήσεις ακυρώσεως σε όσες περιπτώσεις ο νόμος προβλέπει την

απευθείας υπαγωγή στο ανώτατο δικαστήριο και σ’ όσες περιπτώσεις δεν ορίζεται

από τον νόμο άλλο αρμόδιο δικαστήριο (τεκμήριο αρμοδιότητας). Ο δευτεροβάθμιος

ακυρωτικός έλεγχος θα ασκείται (όπως προτείνει και η Ολομέλεια του ΣτΕ) από το

Συμβούλιο της Επικρατείας ή τα διοικητικά δικαστήρια, όπως ο νόμος ορίζει.

Προβλέπεται εξάλλου η δυνατότητα «διήθησης» των αιτήσεων αναιρέσεως ενώπιον

του ΣτΕ (όπως προτείνει και ζητά το ίδιο το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο).

Με την αναθεώρηση του Συντάγματος ενισχύονται και αποσαφηνίζονται οι

ελεγκτικές, γνωμοδοτικές και δικαστικές αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου

(άρθρο 98) ενώ οριοθετούνται οι αρμοδιότητες των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων

σε σχέση με τα εφετεία κακουργημάτων στα οποία μπορούν να μεταφερθούν

κακουργήματα μόνο σε τελείως εξαιρετικές περιπτώσεις. Συναφής είναι και η

υποχρέωση απαγγελίας της συνοπτικής έστω αιτιολογίας των αποφάσεων των

ποινικών δικαστηρίων από την έδρα.

Σ’ αυτή τη δέσμη διατάξεων εντάσσεται και η συνταγματική κατοχύρωση της θέσης

και των αρμοδιοτήτων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και των λειτουργών του

(άρθρο 101 Α).

Η υποχρέωση συμμόρφωσης στις δικαστικές αποφάσεις

Μια από τις πιο σημαντικές καινοτομίες της αναθεώρησης είναι η επιβολή της

υποχρέωσης του κράτους (άρθρο 95) να συμμορφώνεται όχι μόνον προς τις

ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ (όπως ισχύει τώρα) αλλά προς όλες τις αμετάκλητες

αλλά και τις τελεσίδικες αποφάσεις όλων των δικαστηρίων, εφόσον βέβαια η

εκτέλεσή τους δεν έχει ανασταλεί νόμιμα.

Κατά την ίδια λογική αίρονται τα πιο σημαντικά ίσως δικονομικά προνόμια του

δημοσίου καθώς προβλέπεται ρητά (άρθρο 94) η δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης

κατά του δημοσίου και των ν.π.δ.δ. Προκειμένου μάλιστα να αποκτήσει ουσιαστικό

περιεχόμενο η συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, η

δυνατότητας υπόδειξης του τρόπου συμμόρφωσης περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητες

των δικαστηρίων (άρθρο 94 παρ. 4).

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας

Μεγάλη πρακτική σημασία για την ποιότητα και την ενότητα του δικαστικού

ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (που δεν παύει να ασκείται κατά τρόπο

διάχυτο, παρεμπίπτοντα και συγκεκριμένο) έχει η παράγραφος που προστίθεται στο

άρθρο 100. Με τη νέα αυτή διάταξη καθιερώνεται εκ του Συντάγματος (αυτό έχει

ήδη γίνει με νόμο) η αρμοδιότητα της ολομέλειας, ως δικαστικού σχηματισμού, να

αποφαίνεται οριστικά και αμετάκλητα για τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας

διάταξης νόμου που άγονται σε ένα από τα τρία ανώτατα δικαστήρια.

Τα Τμήματα έχουν συνεπώς υποχρέωση παραπομπής στην αντίστοιχη Ολομέλεια εφόσον

άγονται σε διάγνωση αντισυνταγματικότητας και όχι σε κατάφαση της

συνταγματικότητας και εφόσον το ζήτημα δεν έχει ήδη κριθεί από την Ολομέλεια.

Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη περί αντισυνταγματικότητας οργανώνεται με

ειδικές εγγυήσεις δημοσιότητας, και δικαστικής παράστασης και προβολής των

εκατέρωθεν απόψεων. Η αρμοδιότητα αυτή της Ολομέλειας καθιερώνεται ως προς το

ΣτΕ και στο πλαίσιο της επεξεργασίας των σχεδίων των κανονιστικών προεδρικών

διαταγμάτων (άρθρα 95 παρ. 1 περ. δ’ και 100 παρ. 5).

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι βουλευτής Θεσσαλονίκης και μέλος του Ε.Γ.

του ΠΑΣΟΚ ­ Γενικός Εισηγητής της αναθεώρησης του Συντάγματος ­ Καθηγητής του

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.