Οι προθέσεις…

… έστω και όταν είναι καλές, μπορεί μερικές φορές να έχουν

ανεπιθύμητες συνέπειες. Τέτοιες ήταν οι προθέσεις του Γερμανού υπουργού

Εσωτερικών Όττο Σίλι ­ ανάλογες είναι και οι συνέπειές τους, όπως τώρα ο ίδιος

διαπιστώνει. Γιατί ποιος είναι εκείνος που μπορεί να πιστεύει στα σοβαρά πως

με την απαγόρευση του φιλοναζιστικού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος μπορεί να

λυθεί το πρόβλημα της βίας η οποία αποδίδεται στους ακροδεξιούς εξτρεμιστές; Η

γερμανική εφημερίδα «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ» δεν χαρίζεται στον

υπουργό. Γράφει: «Φαίνεται πως όταν η αγανάκτηση της κοινής γνώμης για την

Ακροδεξιά εκφράστηκε με απροσδόκητη ένταση το περασμένο καλοκαίρι, οι

πολιτικοί παράγοντες δεν κατόρθωσαν να διατηρηθούν ψύχραιμοι: υπέκυψαν στην

πίεση και κατέφυγαν στην πολιτική των συμβολικών ενεργειών».

Ο Σίλι…

… που για άλλους τον βαρύνει και για άλλους τον τιμά ένα παρελθόν κατά

το οποίο είχε θητεύσει στην γερμανική εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, δεν μας

είχε συνηθίσει να εμφανίζεται ως διαπρύσιος κήρυκας της απαγόρευσης πολιτικών

κομμάτων. Μάλιστα, σε αυτό του το κάλεσμα βρήκε έναν «αταίριαστο σύμμαχο» στο

πρόσωπο του Βαυαρού ομολόγου του Γκίντερ Μπεκστάιν. Καθένας τους προσπαθεί να

υπερακοντίσει τον άλλο σε αποφασιστικότητα γα την υπεράσπιση της δημοκρατίας.

Ο ένας για να ξεπλύνει από πάνω του τη «ρετσινιά» πως δεν είναι και τόσο

ένθερμος υποστηρικτής της κατεστημένης συνταγματικής τάξης και ο άλλος για μη

φανεί πως υπολείπεται στην υπεράσπιση της δημοκρατικής νομιμότητας από έναν

«παλιοσοσιαλιστή».

Έτσι ελαφρά…

… και αβασάνιστα πάρθηκε η απόφαση να ζητηθεί ­ για πρώτη φορά από το

1956 ­ η απαγόρευση της λειτουργίας ενός πολιτικού κόμματος στη Γερμανία.

Γρήγορα το πράγμα απέκτησε μια δική του δυναμική: όποιος ένιωθε πως έπρεπε να

μιλήσει κατά της απαγόρευσης, χρειαζόταν να το σκεφτεί δυο φορές, αφού

κινδύνευε να κατηγορηθεί ότι δεν αναγνώριζε τον «ακροδεξιό κίνδυνο» ή ­ ακόμη

χειρότερα ­ ότι με τη στάση του επικύρωνε τον ακροδεξιό εξτρεμισμό. Ώσπου ο

Όττο Σίλι και οι «συναγωνιστές» του πήραν τα όπλα.

Η απαγόρευση…

… της λειτουργίας ενός κόμματος μπορεί άραγε να είναι νόμιμο «όπλο»

σε μια δημοκρατική κοινωνία; Ίσως, αλλά μόνο αν αυτή η κοινωνία είναι

στριμωγμένη στον τοίχο. Περίπου δέκα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους και τη

γερμανική επανένωση μπορεί η Γερμανία να αισθάνεται σήμερα στριμωγμένη; Τα

κόμματα σπεύδουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από την πρωτοβουλία

Μπεκστάιν-Σίλι. «Είναι ατυχής», λέει η «Συμμαχία 90/Πράσινοι». «Δεν είναι

δικός μας, είναι Χριστιανοκοινωνιστής», λένε οι Χριστιανοδημοκράτες για τον

Μπεκστάιν. Είτε όμως είναι υπέρ είτε κατά της απαγόρευσης, δεν παύουν να

υπεκφεύγουν από τα προβλήματα που γέννησε η επανένωση των δύο Γερμανιών. Στο

κάτω-κάτω, ο νεοναζισμός είναι ένα ανατολικογερμανικό πρόβλημα που συντηρείται

από την χρονίζουσα ανισομερή ανάπτυξη των δύο τμημάτων της χώρας. Σίγουρα,

όταν ο αρχιτέκτονας της νέας Γερμανίας Χέλμουτ Κολ υπέγραφε πριν από δέκα

χρόνια την ιδρυτική της πράξη, δεν φανταζόταν πόσο λίγο αντάξιοί του θα

φαίνονταν οι επίγονοί του. Και πόσο μικρόψυχοι, αφού τον άφησαν στο περιθώριο

των πρόσφατων εορτασμών της δεκάτης επετείου.