Η προθεσμία υποβολής αιτήσεων για το 2000 έληξε στις 15 Σεπτεμβρίου και οι

αξιολογητές έχουν διορία ως τις 15 Δεκεμβρίου για να αποφασίσουν ποιες

επενδύσεις αξίζουν να χρηματοδοτηθούν από το Δημόσιο και ποιο θα είναι το ύψος

της επιχορήγησης. Οι υποψήφιοι επενδυτές έχουν ζητήσει συνολικά επιχορηγήσεις

133 δισ. δρχ.

Η φετινή «σοδειά» των αιτήσεων είναι πλουσιότερη από την αντίστοιχη περυσινή.

Το 1999 είχαν υποβληθεί 670 αιτήσεις, συνολικού ύψους επενδύσεων 324 δισ. δρχ

και αιτούμενων επιχορηγήσεων 121 δισ. δρχ. Από τις αιτήσεις εκείνες εγκρίθηκαν

τελικά επενδύσεις 193,6 δισ. δρχ με επιχορηγήσεις 68,4 δισ. δρχ. Αντίστοιχα

αναμένεται ότι θα είναι και τα αποτελέσματα των φετινών αξιολογήσεων.

Όμως, οι φετινές αιτήσεις δεν περιλαμβάνουν καμία ιδιαιτέρως μεγάλη. Ενώ

πέρυσι είχε εγκριθεί η χρηματοδότηση των μεγάλων επενδύσεων της Glaverbel, για

την κατασκευή εργοστασίου υαλοπινάκων στην Καβάλα και των Σωληνουργείων

Κορίνθου, για την κατασκευή μονάδας τους στη Θήβα, φέτος δεν θα υπάρξει καμιά

έγκριση επένδυσης που να ξεπερνά τα 25 δισ. δρχ.

Τα πρωτεία, μεταξύ των αιτήσεων, έχει και πάλι φέτος ο δευτερογενής τομέας.

Συγκεκριμένα, από τα 401,3 δισ. δρχ των επενδύσεων που αντιπροσωπεύουν οι

αιτήσεις, τα 243,4 δισ. δρχ αφορούν επενδύσεις στη βιομηχανία. Ακολουθούν τα

ξενοδοχεία, με αιτήσεις για επενδύσεις ύψους 106,5 δισ. δρχ και οι άλλες

υπηρεσίες με 41,5 δισ. δρχ. Τέλος, για τη γεωργία, οι αιτήσεις αφορούν

επενδύσεις ύψους 9,8 δισ. δρχ.

Τον προηγούμενο χρόνο, οι αντίστοιχες αιτήσεις για επενδύσεις 324 δισ. δρχ

κατανέμονταν ως εξής: 216,6 δισ. δρχ για τη βιομηχανία, 74,3 δισ. δρχ για

ξενοδοχεία, 47,2 δισ. δρχ τις άλλες υπηρεσίες και 3,8 δισ. δρχ για τη γεωργία.

Τελικά, εγκρίθηκαν επενδύσεις 193,6 δισ. δρχ, από τις οποίες τα 129,4 δισ. δρχ

αφορούν τη βιομηχανία, τα 42,9 δισ. δρχ τα ξενοδοχεία, τα 19,1 δισ. δρχ τις

υπηρεσίες και τα 2 δισ. δρχ τη γεωργία.

Θέσεις εργασίας

Ο αναπτυξιακός νόμος 2601/98 αποδίδει σημασία στη δημιουργία νέων θέσεων

εργασίας, προκειμένου να ενταχθεί μια επένδυση στα κίνητρά του. Σύμφωνα με τις

δηλώσεις των υποψήφιων επενδυτών, οι αιτήσεις που υπέβαλαν φέτος αντιστοιχούν

σε επενδύσεις που θα δημιουργήσουν 8.221 νέες θέσεις εργασίας.

Οι αιτήσεις του 1999 αντιστοιχούσαν στη δημιουργία 7.203 νέων θέσεων εργασίας.

Οι επενδύσεις που τελικά εγκρίθηκαν αναμένεται να οδηγήσουν στη δημιουργία

4.209 νέων θέσεων εργασίας.

Οι περιοχές

Υπάρχουν ορισμένες περιοχές που προτιμούν οι επενδυτές, όπως προκύπτει από τον

αριθμό των αιτήσεων που υποβάλλονται, και αυτές δεν συνδέονται υποχρεωτικά με

τα κίνητρα τα οποία αντιστοιχούν σε κάθε περιοχή. Έτσι, τα πρωτεία κατέχουν η

Κρήτη, η Κεντρική Μακεδονία, η Αθήνα αλλά και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη,

με 70-80 αιτήσεις η καθεμία κατά το 1999. Αντίστοιχα, το 2000, πρωταγωνιστές

του επενδυτικού ενδιαφέροντος είναι και πάλι η Αθήνα, η Κεντρική Μακεδονία, η

Κρήτη, αλλά και η Ήπειρος, που κέρδισε την τέταρτη θέση από την Ανατολική

Μακεδονία και Θράκη.

Τελικά, πάντως, οι επιλογές των αξιολογητών τείνουν να αλλάζουν τον

συσχετισμό, κυρίως μέσω των περικοπών που αποφασίζει η κεντρική υπηρεσία.

Έτσι, στις περυσινές εγκρίσεις, την πρώτη θέση έλαβε η Κεντρική Μακεδονία και

ακολούθησαν η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, η Κρήτη και η Ήπειρος.

Αμφίβολη ποιότητα

Όμως, πέρα από το ύψος των επενδύσεων, υπάρχει και το θέμα της ποιότητάς τους

και γι’ αυτήν υπάρχουν πολλά ερωτηματικά. Το γεγονός ότι το 60% των επενδυτών

που απευθύνθηκε φέτος στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Εθνικής

Οικονομίας, υπέβαλε τις αιτήσεις του την τελευταία ημέρα της 9μηνης περιόδου

υποβολής δεν είναι, ασφαλώς, ενθαρρυντικό. Οι αιτήσεις της τελευταίας στιγμής

κρύβουν προχειρότητα και στο περιεχόμενό τους, σε μεγάλο βαθμό. Προφανώς,

αντίστοιχης ποιότητας θα είναι και η αξιολόγησή τους, λόγω της πίεσης του

χρόνου. Αλλά αυτό το φαινόμενο παρατηρείται φέτος για πρώτη φορά και έτσι ίσως

εξηγείται η στωικότητα, με την οποία το αντιμετωπίζουν στο υπουργείο Εθνικής

Οικονομίας.

Αρμόδια στελέχη του ΥΠΕΘΟ αναγνωρίζουν ότι το όλο σύστημα του αναπτυξιακού

νόμου πάσχει από πολλές πλευρές. Όπως υποστηρίζουν, οι προτάσεις είναι σε

πολλές περιπτώσεις κακές, οι μελέτες ανεπαρκείς και πρόχειρες, αλλά και τα

αποτελέσματα όσων επενδύσεων εγκρίνονται είναι αμφίβολα. Μιλούν χαρακτηριστικά

για επενδύσεις που δεν έγιναν ποτέ, ενώ είχαν εισπραχθεί τεράστια ποσά με

προχρονολογημένα τιμολόγια. Κάποιες από αυτές, μάλιστα, είχαν θεωρηθεί και

ευκαιρίες και για την έγκρισή τους είχαν παρέμβει ακόμη και πρεσβείες μεγάλων

χωρών. Στα πιο αθώα περιστατικά ανήκουν αυτά που αφορούν μελετητές οι οποίοι

«ξεχνούν» μελέτες, τις οποίες έχουν υποβάλει πριν από λίγες ημέρες, προφανώς

γιατί δεν είχαν ποτέ ασχοληθεί με αυτές και περιορίσθηκαν να τις υπογράψουν

για να εισπράξουν την αμοιβή.

Άλλες πηγές από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας σημειώνουν ότι η επιβολή

απολύτως δεσμευτικού πλαισίου για τις αξιολογήσεις από τον αναπτυξιακό νόμο,

οδηγεί τελικά σε εγκρίσεις κακών προτάσεων. Με άλλα λόγια, για να αποφύγει ο

αναπτυξιακός νόμος τις παρατυπίες, οδηγεί σε αφαίρεση κάθε πρωτοβουλίας για

μια ουσιαστική αξιολόγηση.

Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, ο νομοθέτης επέβαλε την αυστηρότητα αυτή όχι

τυχαία, αλλά για να καταπολεμήσει φαινόμενα διαφθοράς, για τα οποία έχουν

συχνά γίνει καταγγελίες.

Το θέμα της ποιότητας των επενδύσεων σε συνδυασμό με το όλο κύκλωμα που

περιστρέφεται γύρω από τον αναπτυξιακό νόμο απαιτεί τομές, υποστηρίζουν πηγές

που ασχολούνται χρόνια με το θέμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το υφιστάμενο

σύστημα διαιωνίζεται, γιατί εξυπηρετούνται πολλοί απ’ όλες τις πλευρές. Όμως,

στον βαθμό που τα κεφάλαια δεν επενδύονται παραγωγικά, δεν εξυπηρετείται

προφανώς ο στόχος του νομοθέτη και τελικά του ίδιου του Έλληνα φορολογούμενου,

που επιχορηγεί τις επενδύσεις.

Ο αναπτυξιακός νόμος τροποποιήθηκε το 1998 σε σωστή κατεύθυνση, μειώνοντας ­

μεταξύ άλλων ­ τη στήριξη με επιχορηγήσεις και μετατοπίζοντάς την στις

φοροαπαλλαγές. Στα δύο χρόνια που πέρασαν έχουν, ήδη, διαπιστωθεί νέες

αδυναμίες. Ίσως κάποιες από αυτές μπορούν να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο της

αναμόρφωσης του νόμου, την οποία έχει αναγγείλει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας

Γιάννος Παπαντωνίου.