Μετά το ατυχές δημοψήφισμα του 1992, οι πολιτικές ελίτ της δανικής κοινωνίας,

πεπεισμένες για την ορθότητα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού τους, θεωρούσαν

πάντοτε ότι ήταν θέμα χρόνου το εκλογικό σώμα να υιοθετήσει και αυτό τη δική

τους ευρωπαϊκή επιλογή. Ωστόσο, όπως έδειξε το πρόσφατο δημοψήφισμα, το δανικό

εκλογικό σώμα δεν επωφελήθηκε του χρόνου και δεν «ωρίμασε». Ανώριμο, λοιπόν,

εκλογικό σώμα; Οι ποιοτικές έρευνες με αντικείμενο τα δημοψηφίσματα του 1992

και του 2000 έδειξαν ότι το «όχι» των Δανών υπήρξε η επιλογή ενός καλά

ενημερωμένου εκλογικού σώματος. Ήταν «an informed ΝΟ», όπως έγραψε ο

πανεπιστημιακός Karen Siune.

Στη Δανία, όπως και στη γειτονική Νορβηγία, ένα ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα

επιβεβαιώνει συστηματικά τον ρόλο και την ισχύ του εδώ και τουλάχιστον 30

χρόνια. Όλα τα δημοψηφίσματα που έλαβαν χώρα (1972, 1986, 1992, 1993, 2000),

ανεξαρτήτως της έκβασής τους, κατέγραψαν την παρουσία αυτού του ρεύματος. Ένα

σημαντικό τμήμα των Δανών ψηφοφόρων συμπεριφέρεται κατά επαναληπτικό, δηλαδή

συστηματικό, τρόπο διαφορετικά στις εθνικές εκλογές και διαφορετικά στις

ευρωπαϊκές εκλογές ή στα δημοψηφίσματα με αντικείμενο την Ευρώπη. Αυτή η

επίμονη και σταθερή διαφοροποίηση δημιουργεί δύο συστήματα εκλογικής

συμπεριφοράς: εκείνο που χαρακτηρίζει τις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις και

ένα δεύτερο που εμφανίζεται στα δημοψηφίσματα και στις ευρωπαϊκές εκλογές.

Αυτά τα δύο δυσχερώς συμβιβάσιμα «συστήματα» εγκλωβίζουν τη δυναμική των

δανικών κομμάτων και ιδίως του Σοσιαλδημοκρατικού, καθώς συστηματικά, στην

περίπτωση δημοψηφίσματος ή ευρωπαϊκών εκλογών, ένα τμήμα των σοσιαλδημοκρατών

εκλογέων εγκαταλείπει προσωρινά το κόμμα του για να αναζητήσει αλλού την

εκλογική του στέγη.

Αυτή η μετακίνηση δημιουργεί μια ιδιότυπη διαίρεση μεταξύ «λαού» και

«κατεστημένου». Ένα σημαντικότατο τμήμα της «λαϊκής» Δανίας, της Δανίας των μη

προνομιούχων στρωμάτων, απορρίπτει το ευρωπαϊκό μοντέλο, σε αντίθεση με τη

συντριπτική πλειοψηφία του Δανικού establishment που το υιοθετεί και το

στηρίζει. Η μεγάλη πλειοψηφία των εκλογέων που ψηφίζουν «όχι» προέρχεται είτε

από τον χώρο του Κόμματος των Λαϊκών Σοσιαλιστών (κόμμα που τοποθετείται στα

αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας) είτε από τον χώρο του δεξιού Κόμματος της

Προόδου, κόμμα «λαϊκίστικο», με ισχυρά στοιχεία ξενοφοβίας και welfare

σοβινισμού, είτε από το λαϊκό «κομμάτι» του εκλογικού σώματος των

σοσιαλδημοκρατών.

Πώς εξηγείται όμως αυτή η σταθερή έλξη των Σκανδιναβών προς το «όχι»;

Είναι βέβαιο ότι η θεμελιακή κινητήρια ιδέα που έδωσε ώθηση στην ευρωπαϊκή

ενοποίηση (η ιδέα δηλαδή ότι μία Ενωμένη Ευρώπη θα σήμαινε το τέλος των

καταστροφικών πολέμων στη γηραιά Ήπειρο) είχε πάντοτε μικρή επίδραση στον

γεω-πολιτικό σκανδιναβικό χώρο, ο οποίος έμεινε συχνά στο περιθώριο των

μεγάλων πολέμων. Είναι, επίσης, βέβαιο ότι τα επιχειρήματα του

«εκσυγχρονισμού» ή της υπέρβασης της «καθυστέρησης», πολύ αποτελεσματικά στις

χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, δεν έλκουν τις ανεπτυγμένες χώρες της

Σκανδιναβίας.

Το «όχι» των Δανών (το 1992 και σήμερα), το «όχι» των Νορβηγών (το 1992 και το

1994) εκφράζουν πριν απ’ όλα την «ανησυχία της ανεξαρτησίας». Εκφράζουν τον

φόβο απώλειας της εθνικής κυριαρχίας, μέσω της πλήρους ένταξης σε ένα δυνάμει

υπερεθνικό σύνολο, διευθυνόμενο γραφειοκρατικά από τις Βρυξέλλες.

Εκφράζουν συγχρόνως τον φόβο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να συμβάλλει

στην εξασθένηση του κοινωνικού κράτους, μιας από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις ­

αλλά και έμβλημα ­ των σκανδιναβικών χωρών. Το κοινωνικό κράτος έχει γίνει για

τους λαούς αυτής της περιοχής στοιχείο της εθνικής υπερηφάνειας και της

εθνικής ταυτότητας (όπως άλλοι λαοί αναδεικνύουν το θρήσκευμα σε στοιχείο

εθνικής ταυτότητας). Οι Σκανδιναβοί δεν έλκονται από το ευρωπαϊκό μοντέλο,

διότι θεωρούν το δικό τους καλύτερο.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.