Την ποινική δίωξη του πρώην υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας κ. Στ. Σουμάκη,

των επικεφαλής της Minoan Flying Dolphins κ.κ. Κων. Κληρονόμου και Παντ.

Σφηνιά, των προϊσταμένων υπαλλήλων της Επιτροπής Ανταγωνισμού και παντός άλλου

υπευθύνου για τον «μονοπωλιακό χαρακτήρα» που εξέλαβε η «γιγάντωση» της MFD,

ζήτησε χθες με μηνυτήρια αναφορά του προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ο

πρώην αρχηγός της Ν.Δ. κ. Μιλτ. Έβερτ.

Στην πολυσέλιδη αναφορά του ο κ. Έβερτ παρουσιάζει την πορεία της MFD κατά την

τελευταία διετία, παραθέτει σειρά στοιχείων για τη δανειοδότησή της από το

τραπεζικό σύστημα και τις διαδοχικές αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της, και

κατηγορεί ευθέως τον κ. Σουμάκη ότι «εκ προφανούς δόλου» πρωτοστάτησε στη

«σκανδαλώδη ευνοϊκή μεταχείριση» της ναυτιλιακής εταιρείας, αποδεχόμενος τις

αιτήσεις της και χορηγώντας άδειες σκοπιμότητας «ακόμη και για ανύπαρκτα

πλοία».

Η αναφορά του κ. Έβερτ διαβιβάστηκε από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ.

Παν. Δημόπουλο στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας και πιθανότατα θα καταλήξει

τις επόμενες ημέρες, λόγω αρμοδιότητας, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά,

που ήδη διενεργεί προκαταρκτική έρευνα για τις ευθύνες της MFD, ύστερα από το

πολύνεκρο ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα».

Ειδικότερα, ο πρώην αρχηγός της Ν.Δ. με τη μηνυτήρια αναφορά του αποδίδει:

­ Στον πρώην υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας κ. Σουμάκη τέσσερα αδικήματα που

αναφέρονται στη μη ενημέρωση, ως όφειλε, της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την

«παράνομη» εξάπλωση της MFD, σε «συνέργειά» του στην επέκταση της ναυτιλιακής

εταιρείας με την «προνομιακή χορήγηση αδειών σκοπιμότητας», σε άμεση συνέργειά

του στη διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθρο 291 του Ποινικού

Κώδικα), αφού «συνέβαλε στη διενέργεια των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών με

ανασφαλή και επικίνδυνα πλοία», και σε παράβαση καθήκοντος.

­ Στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου των Μινωικών Γραμμών και της MFD κ.

Κων. Κληρονόμο και στον αντιπρόεδρο και νόμιμο εκπρόσωπο της MFD κ. Παντ.

Σφηνιά, τρεις κατηγορίες που σχετίζονται με τον ανταγωνισμό στον χώρο της

ακτοπλοΐας (κατά τον νόμο 703/77), τον οποίο «περιόρισαν παρανόμως».

­ Στους προϊσταμένους της Επιτροπής Ανταγωνισμού, παράβαση καθήκοντος γιατί

«αδράνησαν και ουδόλως προέβησαν σε αυτεπάγγελτη έρευνα της ακτοπλοϊκής

αγοράς», επιτρέποντας έτσι στην MFD «χρησιμοποιήσει, διά καταχρήσεως της

δεσπόζουσας θέσης της, πλοία ανασφαλή και παλαιά, θέτοντας σε κίνδυνο την

ασφάλεια και υγεία των επιβατών».

Αντλώντας στοιχεία από την έκθεση του διοικητικού συμβουλίου της MFD

(31/3/2000), ο κ. Έβερτ σημειώνει στην αναφορά του ότι η εταιρεία εξασφάλισε

δανειοδότηση ύψους 39.000.000 δολαρίων ΗΠΑ (με την τότε ισχύουσα ισοτιμία

11.700.000.000 δρχ.) από την Εθνική, την Εμπορική και την Alpha Τράπεζα

Πίστεως. Και θέτει το ερώτημα πώς θεωρήθηκε, από τη διαχειρίστρια του δανείου

Εθνική Τράπεζα, ότι η ναυτιλικαή εταιρεία έχει πιστοληπτική ικανότητα για αυτό

το ποσόν, όταν ο κύκλος των εργασιών της το 1998 ήταν μόνο 199.817.713 δρχ.,

τα δε κεφάλαιά της 3.010.000.000 δρχ.;

«Είναι προφανές ­ επιχειρεί ο ίδιος να δώσει μία απάντηση στην αναφορά του ­

ότι τράπεζες ελεγχόμενες από το Δημόσιο παρείχαν σκανδαλώδη κάλυψη στην

εταιρεία αυτή, ώστε με αυτόν τον τρόπο να ξεκινήσει η γιγάντωσή της και στη

συνέχεια με την «αμέριστη» βοήθεια του τότε υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας κ.

Στ. Σουμάκη να καταλήξει μέσα σε ένα χρόνο να καταστεί η μονοπωλήτρια εταιρεία

των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών της χώρας…».

Ο κ. Έβερτ παραθέτει ακολούθως τον κατάλογο των εξαγορών άλλων ανταγωνιστικών

πλοίων και των τριών διαδοχικών, μέσα στο 1999, αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου

(συνολικού ύψους 75 δισ. δρχ.) που πραγματοποίησε η MFD, για να προσθέσει ότι

«απέκτησε από τον κ. Σουμάκη 8 άδειες σκοπιμότητας σε γραμμές υψηλής

αποδοτικότητας χωρίς να διαθέτει πλοία για τη δρομολόγησή τους σε αυτές». Και

υποστηρίζει ότι «αυτές τις άδειες σκοπιμότητας που απέκτησε με χαριστικό

τρόπο, ενώ την ίδια ώρα άλλες εταιρείες που διέθεταν πλοία δεν ελάμβαναν

άδειες που είχαν ζητήσει, τις εμφάνισε ως περιουσιακό στοιχείο για να επιτύχει

τη συγκέντρωση κεφαλαίων μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, στο οποίο

προσδοκούσε να εισέλθει…».