Όχι, δεν είναι κατόρθωμα των βομβαρδισμών, των κυρώσεων και της υποκριτικής

στάσης των πολιτικών του ΝΑΤΟ. Δεν πρόκειται για την «πτώση του τελευταίου

κομμουνιστή δικτάτορα». Σίγουρα δεν είναι έργο του Βρετανού υπουργού

Εξωτερικών, Ρόμπιν Κουκ, που νουθετούσε διαρκώς τους Σέρβους σχετικά με το «τι

έπρεπε να κάνουν» και «τι θέλουμε να δημιουργήσουμε στη Γιουγκοσλαβία».

Παρά τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ να βομβαρδίσει τον Μιλόσεβιτς, να τον

εξολοθρεύσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ο Μιλόσεβιτς ανετράπη από έναν

αυτοφυή λαθεμένο υπολογισμό. Το λάθος του ήταν ότι επέσπευσε κατά έναν χρόνο

τις προεδρικές εκλογές. Μόνο όταν αρνήθηκε να δεχθεί τα αποτελέσματα, ενώθηκαν

οι Σέρβοι στους δρόμους του Βελιγραδίου. Μόνον όταν ο Στρατός και η Αστυνομία

αρνήθηκαν να στηρίξουν την ακύρωση των εκλογικών αποτελεσμάτων, έγιναν

καταπέλτης οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Όπως το έθεσε χθες ο Τζόναθαν Άιαλ,

δεν ήταν τόσο μία λαϊκή εξέγερση όσο ένα στρατιωτικό πραξικόπημα για την

προστασία μίας δημοκρατικής απόφασης. Είναι ώρα να σταματήσουν κάποιοι

παρείσακτοι όπως ο Ρόμπιν Κουκ να ξαναγράφουν την ιστορία προς όφελός τους.

Δεν ανέτρεψαν αυτοί τον Μιλόσεβιτς. Δεν επέβαλαν διά των βομβαρδισμών τη

δημοκρατία στην τελευταία κομμουνιστική δικτατορία της Ευρώπης. Απλά

απέκλεισαν τον Δούναβη και έστειλαν τη σερβική πολιτική στον Μεσαίωνα του

ολοκληρωτισμού. Δεν ήταν οι κυρώσεις που έκαναν τον Στρατό να αλλάξει πλευρά.

Οι στρατηγοί επωφελούνταν της μαύρης αγοράς. Η πτώση του Μιλόσεβιτς ξεκίνησε

με τις εκλογές που προκήρυξε και αρνήθηκε, κάνοντας τους εκλογείς να

απαιτήσουν να σεβαστεί ο Στρατός την απόφασή τους και να προστατεύσει την

εθνική τους κυριαρχία. Οι έπαινοι, λοιπόν, αξίζουν στη δημοκρατία της

Γιουγκοσλαβίας και όχι στους πυραύλους του ΝΑΤΟ.

Ο Simon Jenkins είναι αρθρογράφος των «Times»