Τα «ντιμπέιτ»…

… που αρχίζουν σε λίγο ίσως να μην αποκαλύψουν πόσο είναι υποκριτικές οι

αμερικανικές εκλογές. Όμως φροντίζει γι’ αυτό ο αρθρογράφος Ρόμπερτ Ράιχ, που

στο περιοδικό «American Prospect» χαρακτηρίζει τις προεδρικές εκλογές του 2000

ως τις πιο υποκριτικές στην αμερικανική ιστορία. Να γιατί. Ο Τζορτζ Μπους έχει

περιβληθεί τον μανδύα του συμπονετικού και του ανεκτικού, μολονότι είναι ο

μεγάλος δήμιος της χώρας, κατά προτίμηση μαύρων και ισπανόφωνων. Λέει πως

θέλει περισσότερη ισότητα στην κοινωνία και ωστόσο προτείνει τεράστιες

φοροαπαλλαγές από τις οποίες θα επωφεληθούν μόνο εκείνοι οι Αμερικανοί που

έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους τα περισσότερα πλούτη στη διάρκεια της

δεκαετίας του 1990.

Ο Αλ Γκορ…

… λέει πως θέλει να αναμορφώσει το σύστημα χρηματοδότησης των κομμάτων και

ωστόσο το έχει καταχραστεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Λέει πως είναι

στο πλευρό των αδικημένων, αλλά ως αντιπρόεδρος υπέγραψε συμφωνίες για το

παγκόσμιο εμπόριο που δεν κατοχυρώνουν τα δικαιώματα των εργαζομένων,

παρότρυνε τον πρόεδρο να συμβιβαστεί με τους Ρεπουμπλικανούς στο ζήτημα της

κοινωνικής πρόνοιας, υποστήριξε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς που άφησαν

άθικτα τα επιχειρηματικά συμφέροντα και κράτησαν απέξω τις κατώτερες και

μεσαίες τάξεις.

Η υποκρισία…

…. του Μπους και του Γκορ έχει όμως και μια άλλη διάσταση, λέει ο Ράιχ. Αν ο

Τζορτζ Μπους θέλει να στηρίξει την προεκλογική εκστρατεία του στη συμπόνια και

την ανοχή, με γεια του με χαρά του. Αν ο Αλ Γκορ θέλει να βγει πρόεδρος με

υποσχέσεις για έντιμη χρηματοδότηση των κομμάτων και για χαλιναγώγηση των

μεγάλων επιχειρήσεων, μπράβο του. Προφανώς, αυτό δείχνει πως οι σύμβουλοι των

δύο υποψηφίων έχουν διαπιστώσει πως αυτά είναι τα ζητήματα που συγκινούν τους

ψηφοφόρους. Και αυτό είναι πρόοδος. Γιατί, μόλις πριν από μερικά χρόνια, για

να κερδίσουν στις εκλογές, οι Ρεπουμπλικανοί ήταν υποχρεωμένοι να παίζουν το

χαρτί των φυλετικών διακρίσεων, να παρασύρουν τους λευκούς ψηφοφόρους

στηλιτεύοντας την ανοχή των Δημοκρατικών απέναντι στους μαύρους, να αλείφουν

με πίσσα και φτερά τις γυναίκες που ζητούσαν αμβλώσεις, τις ανύπανδρες

μητέρες, τους ομοφυλόφιλους, τους μετανάστες και τους Εβραίους και να

προσκυνούν τη «χριστιανική» Δεξιά.

Η μετάλλαξη…

… έγινε και στους Δημοκρατικούς. Το 1992, ο Μπιλ Κλίντον παρουσιάστηκε ως

«κεντρώος» που είχε αποκηρύξει τις φιλολαϊκές εμμονές των Δημοκρατικών. Το

1996, ο Ντικ Μόρις είχε συμβουλεύσει τον Κλίντον να κρατηθεί μακριά από τον

λαϊκισμό: «Μην πεις ούτε λέξη για τις ευθύνες του κεφαλαίου ή των ισχυρών.

Στρέψε την προσοχή σου στα μικρά και ασήμαντα, ακόμη και σε εκείνα που η

κυβέρνηση δεν μπορεί να υλοποιήσει (στολές στα σχολεία), αλλά που θα

συγκινήσουν τη μεσαία τάξη». Βέβαια, το Δημοκρατικό Κόμμα μετατοπίστηκε προς

τα δεξιά και σήμερα, για να χρηματοδοτήσει την προεκλογική εκστρατεία του,

εξαρτάται όσο ποτέ άλλοτε από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τη Γουώλ Στρητ.

Υποκριτικό; Ασφαλώς, λέει ο Ράιχ. Όμως είναι προτιμότερο από τις αοριστολογίες

του παρελθόντος. Αδιάφορο ποιος θα μπει στον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο, είναι

βέβαιο πως τα έργα του νέου προέδρου δεν θα είναι αντάξια των λόγων του. Αυτό

είναι το τίμημα της υποκρισίας. Όμως πολλοί ψηφοφόροι που τώρα γοητεύτηκαν από

τα λόγια του, θα τον περιμένουν στη γωνία την άλλη τετραετία. Αυτή είναι η

ανταμοιβή της υποκρισίας.