Έσκουζε τρέμοντας με φωνή αγριμιού, ασταμάτητα, απαρηγόρητα γρύλλιζε το

μικράκι, το κρατούσαν αγκαλιά και του ψιθύριζαν «έλα, τέλειωσε τώρα, σώθηκες»,

αλλά η αγριεμένη από τη φρίκη ψυχούλα πώς να λαγιάσει… Κι εκείνο το

σφιχταγκαλιασμένο ζευγάρι που ξαναβρέθηκε, ακρωτη-ριασμένο δίχως το μωρό που

ανάθρεφε, δεν είχε λόγια να πει, μόνο με βόγγους και λυγμούς ανάσαινε,

αρπαγμένο από τον πόνο. Πώς να σβήσει, για τόσες ψυχές, ο εφιάλτης και πώς

γίνεται όλοι εμείς οι εξεγερμένοι σήμερα, αύριο να έχουμε ξεχάσει…

Η Ελλάδα ταξιδεύει… Μ’ ένα καράβι που χωράει όλα τα ετερόκλιτα στοιχεία και

στοιχειά, την αγυρτεία, την ασυναρτησία, την αμάκα, την ανοχή και τη συνενοχή,

το καθαρό πρόσωπο παιδιών «με το σταυρουδάκι του ήλιου στο στήθος», σαν τα

19χρονα φαντάρια του ναυαγίου, την ευψυχία των Παριανών ψαράδων και το

φιλότιμο ενός λιμενικού που έτρεχε σαν τρελός για το χρέος ­ κι εκεί πάνω

άφησε την ύστατη ανάσα… Με την αδιαντροπιά εκείνων που νοιάζονται να

καθαρίσουν για πάρτη τους και να βγουν κι από πάνω, με τα στραβά μάτια στις

παρανομίες και με το ύφος του υπεράνω. «Και η Ελλάδα ταξιδεύει» σαν σκαρί

φαγωμένο που παριστάνει το υπερωκεάνιο. Με ποντίκια ν’ αλωνίζουν απ’ την μία

άκρη στην άλλη. Και ξάφνου μ’ ένα αγόρι, ένα κορίτσι στα ξάρτια με μετάλλια

στον λαιμό και ρούχο τη σημαία. Στιγμή φωτός. Αλλά τ’ όνομα του καραβιού το

ίδιο. «Αγωνία».