«Μη μας ρωτάτε γι’ αυτό. Δεν θέλουμε να μιλήσουμε. Μόνο τις προσωπικές μας

ιστορίες μπορούμε να πούμε». Οι τέσσερις ήρωες στρατιώτες που αναδύθηκαν από

το ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα» αρνούνται κατηγορηματικά να αναφερθούν στη

στάση που τήρησε το πλήρωμα την ώρα που ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για

δεκάδες ζωές.

«Όταν άνθρωποι κινδυνεύουν και μπορείς να τους βοηθήσεις, είναι υποχρέωσή σου

να το κάνεις». Μόνο αυτό περνούσε από το μυαλό των τεσσάρων στρατιωτών τις

δραματικές στιγμές του ναυαγίου. (Από αριστερά οι Αλέξανδρος Γεωργιάδης,

Απόστολος Λιμπιτσιούνης, Απόστολος Φλώρος, Μιχάλης Σαμματιανός)

Τέσσερα νέα παιδιά, δεκαεννέα και είκοσι χρόνων το καθένα, επέστρεφαν από

άδεια στη μονάδα τους. Ξαφνικά, ενώ έκαναν ένα ταξίδι ρουτίνας, βρέθηκαν να

παλεύουν τόσο για τη ζωή τους όσο και για τις ζωές συνανθρώπων τους.

Παρέμειναν όρθιοι: στο κατάστρωμα του βυθιζόμενου πλοίου, προσπαθώντας να

βοηθήσουν παιδιά, ηλικιωμένους, άνδρες και γυναίκες, ανθρώπους πανικόβλητους,

που έψαχναν στα τυφλά για ένα σωσίβιο υπό το κράτους του πανικού. Σε όλα τα

δραματικά λεπτά που μεσολάβησαν από την πρόσκρουση του πλοίου μέχρι τη βύθισή

του λειτούργησαν σαν μια ομάδα, σαν ένας άνθρωπος, χωρίς να έχουν τέτοια

εντολή «άνωθεν». Λειτούργησαν με μόνο κριτήριο την αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων

που βρίσκονται σε κίνδυνο. Οι στρατιώτες των Ειδικών Δυνάμεων, εκείνες τις

δραματικές στιγμές, λειτούργησαν ως φαντάροι του ανθρωπισμού.

«Ησυχάστε, δεν είναι τίποτα»

«Ήμουν στην καμπίνα. Κοιμόμουν. Η καμπίνα μου ήταν στη δεξιά πλευρά. Από εκεί

που έγειρε το πλοίο». Ο 19χρονος στρατιώτης Αλέξανδρος Γεωργιάδης που υπηρετεί

σε επίλεκτο Τμήμα Εθνοφυλακής στη Σάμο, προσπαθεί και κρατά τη φωνή του

σταθερή, καθώς ξαναφέρνει στη μνήμη του λεπτό προς λεπτό την τραγωδία. Είναι

ένας από τους τέσσερις που συγκλόνισαν όλη την Ελλάδα με την αυτοθυσία που

επέδειξαν στην προσπάθειά τους όχι απλώς να σωθούν αλλά να σώσουν. «Ανέβηκα

στο κατάστρωμα. Επικρατούσε πανικός. Όλοι φώναζαν “πείτε μας τι γίνεται; ” και

το πλήρωμα απαντούσε “ησυχάστε, δεν είναι τίποτα”. Κατέβηκα και πάλι στην

καμπίνα για να πάρω τα πράγματά μου. Εκείνη τη στιγμή δεν φανταζόμουν τι θα

ακολουθούσε. Εξάλλου, μας καθησύχαζαν. Το καράβι, όμως, άρχισε πολύ γρήγορα να

παίρνει κλίση. Ο κόσμος άρχισε να τα χάνει. Καταλάβαμε ότι τα πράγματα δεν

πάνε καλά. Βρέθηκα κοντά στους συναδέλφους μου. Σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να

βοηθήσουμε τον κόσμο. Αυτόματα, αρχίσαμε να δίνουμε σωσίβια στους συνεπιβάτες

μας. Επειδή το καράβι είχε γείρει πολύ και πλέον άνθρωποι κινδύνευαν να πέσουν

στη θάλασσα χωρίς σωσίβια, πριν πέσουν σωστικές λέμβοι, ανεβήκαμε και οι

τέσσερις στο κατάστρωμα και κάναμε μία αλυσίδα, πιασμένοι ο ένας με τον άλλο,

για να κρατάμε πάνω στο πλοίο τους ανθρώπους. Όσοι τα είχαν καταφέρει είχαν

αγκιστρωθεί στην κουπαστή, στην αριστερή πλευρά του καραβιού».

«Εσείς δίνατε σωσίβια. Το πλήρωμα πού βρισκόταν; Έριξαν στη θάλασσα λέμβους;».

Η ερώτηση μένει αναπάντητη. «Δεν είμαστε εμείς οι αρμόδιοι για να μιλήσουμε

για το πλήρωμα. Δεν είμαστε εμείς για να κρίνουμε…» απαντά ο Μιχάλης

Σαμματιανός, ένα ακόμη παλικάρι. «Τη στιγμή που παλεύεις για να δώσεις

σωσίβια, για να ηρεμήσεις ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους

σύγχυσης, δεν σκέφτεσαι τον κίνδυνο για σένα. Δεν σκέφτεσαι ότι ο κίνδυνος σε

αφορά», λέει ο Αλέξανδρος.

Η μάνα με τα κοριτσάκια

Στην επόμενη στιγμή, το βλέμμα του είχε πέσει πάνω στο κατάστρωμα, σε μια μάνα

που έκλαιγε κρατώντας στην αγκαλιά της τα δυο της κοριτσάκια. Ήταν – δεν ήταν

το καθένα πέντε χρόνων. Μαζί με τον εξάδελφο και συνάδελφό του Απόστολο

Λιμπιτσιούνη άρπαξαν τα κοριτσάκια από την πανικόβλητη γυναίκα και τους

φόρεσαν σωσίβια. «Κάναμε και πάλι την αλυσίδα. Τραβήξαμε τη μάνα με τα μωρά

που πλέον είχαν σωσίβια κάτω από ένα υπόστεγο στο κατάστρωμα, γιατί φοβηθήκαμε

πως θα τους έρχονταν λαμαρίνες στα κεφάλια» συνεχίζει τη διήγηση ο Απόστολος.

«Περάσαμε τα μωρά στο υπόστεγο και βοηθήσαμε να εγκαταλείψουν και οι

τελευταίοι. Είχε μείνει πλέον στην επιφάνεια μόνο μια “μύτη” από το πλοίο.

Εκεί στεκόμασταν. Αρχίσαμε να εγκαταλείπουμε και εμείς. Με τη σειρά, έπεσα

πρώτος εγώ, μετά ο Απόστολος Φλώρος, κατόπιν ο Αλέξανδρος και τελευταίος από

όλους ο Μιχάλης Σαμματιανός».

«Δεν υπήρχε καν πλοίο…»

Δευτερόλεπτα πριν βρεθούν και εκείνοι στη θάλασσα, ο Αλέξανδρος βλέπει μια

ηλικιωμένη γυναίκα χωρίς σωσίβιο. Δεν διστάζει. Βγάζει το δικό του και τη

βοηθάει να το φορέσει. Πέφτει στη θάλασσα κρατώντας το ένα από τα δύο

κοριτσάκια στην αγκαλιά του. Το δεύτερο βρίσκεται με τη μητέρα του. «Έπεσα στη

θάλασσα τελευταίος» διηγείται ο Μιχάλης και συνεχίζει: «Πριν πέσω γύρισα το

κεφάλι μου και δεν υπήρχε κανείς, πλέον, στο καράβι. Κολύμπησα λίγα μέτρα και

ξαναγύρισα πίσω μου. Δεν υπήρχε καν πλοίο. Συνέχισα να κολυμπώ, προσπαθώντας,

όσο το επέτρεπε ο καιρός και τα κύματα, να είμαι κοντά στους φίλους μου.

Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πόση ώρα αφότου βρεθήκαμε στη θάλασσα, ένιωσα κάποιον

να μου τραβάει το πόδι. Ήταν μια γυναίκα. “Βοήθησέ με, πνίγομαι”. Δεν θυμάμαι

πώς ήταν, τι ηλικίας, τίποτα γι’ αυτήν. Μόνο ότι δεν φορούσε σωσίβιο. Την

άρπαξα με το ένα μπράτσο, συνέχισα να κολυμπώ, πιο δύσκολα, όμως, πια. Φτάσαμε

μαζί μέχρι που το καΐκι μάς μάζεψε. Είχαν περάσει δυόμισι ώρες από τη στιγμή

που πέσαμε στη θάλασσα…».

Κοντά στον Μιχάλη κολυμπούσαν τα άλλα παιδιά. Όχι, όμως, μόνα τους. Ένα

αγγελούδι στην αγκαλιά του Αλέξανδρου και άλλο ένα με τον Απόστολο

Λιμπιτσιούνη. Ο Απόστολος, λίγα λεπτά πριν από την τραγωδία, βρισκόταν νοερά

στην αγκαλιά της αγαπημένης του, αφού στο κατάστρωμα διάβαζε τα λόγια της, τα

γραμμένα στο χαρτί. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο ερωτευμένος νέος

μεταβλήθηκε σε λιοντάρι που έδωσε ζωή.

«Τον παρακαλούσε»

«Πριν πέσουμε στο νερό είδα έναν πατέρα να κρατά το κοριτσάκι του. Όμως, ήταν

φανερό πως ήταν τόσο φοβισμένος, που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τα κατάφερνε

να σωθεί μαζί με το παιδί» λέει ο εικοσάχρονος στρατιώτης. «Τον παρακαλούσα να

μου δώσει τη μικρή. Εκείνος αρνιόταν. Ήταν ο πατέρας της και ένιωθε πως έπρεπε

πάση θυσία να την προστατεύσει. Την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, αλλά

ήταν φανερό πως δεν θα τα κατάφερνε. Τελικά του την άρπαξα από τα χέρια και

κείνος έμεινε εκεί να φωνάζει. Δεν ήξερε τι γινόταν. Ήταν λογικό να μη θέλει

ν’ αφήσει το παιδί του…».

«Ήμασταν όλοι μαζί» λέει ο Απόστολος Φλώρος. «Αυτό νομίζω ότι μας βοήθησε να

μη φοβηθούμε τόσο πολύ και κυρίως να μην πανικοβληθούμε. Είμαστε εκπαιδευμένοι

από τη μονάδα μας να επιβιώνουμε σε συνθήκες τρικυμίας. Κολυμπούσαμε πλάι σε

ζωντανούς και νεκρούς» θυμάται. «Άνθρωποι πλάι μας φώναζαν, ούρλιαζαν,

προσεύχονταν, παρακαλούσαν. Προσπαθούσαμε, πιο πολύ εγώ που είχα ελεύθερα και

τα δυο μου χέρια, όπου εντοπίζαμε μια βαλίτσα, ένα ξύλο, κάτι που θα μπορούσε

να γίνει σανίδα σωτηρίας να τα σπρώχνουμε κοντά στους ανθρώπους που ήταν

εξαντλημένοι».

«Κολυμπούσα για το κοριτσάκι»

«Κολυμπούσα μαζί με το κοριτσάκι», συνεχίζει ο Απόστολος Λιμπιτσιούνης.

«Κολυμπούσα γι’ αυτό. Δεν φαινόταν να είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν έκλαιγε.

Μόνο παραπονιόταν κάθε λίγο πως κρύωνε και πως νύσταζε. Προσπαθούσα να την

ξεγελάσω, δείχνοντάς της το λαμπάκι του σωσιβίου. Ψευτοέπαιζε, ώσπου έφταναν

τα κύματα. Τότε τη σήκωνα ψηλά για να μην πιει νερό και κοιτούσα πίσω μου για

να υπολογίζω πότε θα μας χτυπούσε το επόμενο κύμα. Έτσι, ήμουν έτοιμος να πάρω

ανάσα και να κρατώ το μωρό όσο πιο ψηλά μπορούσα». Το άλλο παιδί, εκείνο που

κρατούσε ο Αλέξανδρος, είχε καταλάβει λίγο περισσότερο τι συνέβαινε: «Μου

υπόσχεσαι ότι δεν θα μ’ αφήσεις;» τον ρωτούσε.

Τα τέσσερα παλικάρια κολυμπούσαν επί δυόμισι ώρες, περίπου. Τελικά

περισυνελέγησαν μαζί με τα δύο μωρά και τη γυναίκα από ένα ψαροκάικο. Άλλο ένα

παλικάρι με ψυχή ήταν ο ιδιοκτήτης του. Το σκαρί χωρούσε είκοσι. Είχε τραβήξει

στη ζωή τουλάχιστον πενήντα. Εκεί, πάνω στο καΐκι, βρέθηκαν ξανά με τη μάνα

που κρατούσε το άλλο της κοριτσάκι. Τα έσφιξε και τα δύο. Κοίταξε τους

σωτήρες. Αυτό το βλέμμα ήταν όλες οι ευχαριστίες του κόσμου. «Θα θέλαμε να

ξαναδούμε τα παιδιά. Να τα δούμε χαρούμενα και ασφαλή…» καταλήγουν οι ήρωες.

Λίγες μέρες πριν απολυθεί

«Άρχισαν να σπάνε τα ντουλάπια για να πάρουν σωσίβια. Μόνο ο κόσμος. Το

πλήρωμα είχε εξαφανιστεί», περιγράφει ο Διονύσης Αθανασιάδης

«Ακούσαμε το τράνταγμα. Πεταχτήκαμε όλοι πάνω. Αρχίσαμε να ρωτάμε τι είχε

συμβεί. Κάποιοι καμαρότοι μπήκαν στο σαλόνι που βρισκόμασταν και άρχισαν να

μας λένε “ησυχάστε, δεν είναι τίποτα”. Δεν ήξεραν τι είχε συμβεί. Μετά από

πέντε μόλις λεπτά το πλοίο άρχισε να γέρνει».

Ο Διονύσης Αθανασιάδης είναι ένας από τους τυχερούς που διασώθηκαν, αλλά

άτυχος που έζησε αυτή την περιπέτεια, αφού εκείνος ειδικά θα την είχε

αποφύγει: Ταξίδεψε με το «Εξπρές Σαμίνα» για να πάει στη Σάμο όπου θα

υπηρετούσε και τις τελευταίες του μέρες στον Στρατό, επειδή είχε χάσει το

δρομολόγιο που είχε προγραμματισθεί για το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας.

«Το πλοίο άρχισε να γέρνει. Αμέσως επικράτησε πανικός. Πολλοί άρχισαν να σπάνε

τα ντουλάπια για να πάρουν τα σωσίβια. Ο κόσμος. Μόνο ο κόσμος έψαχνε. Το

πλήρωμα είχε εξαφανιστί. Υπήρχε μόνο ένας αξιωματικός. Τον πλησίασα και τον

ρώτησα αν υπήρχαν άλλα σωσίβια. Βρίσκομαι πλέον στο κατάστρωμα. Εκείνος μου

απάντησε: “Πήγαινε μέσα να δεις”! Δεν μου είπε τίποτε άλλο. Ήταν αδύνατο,

όμως, να ξαναγυρίσω μέσα, αφού όλος ο κόσμος έβγαινε. κανένας από το πλήρωμα

δεν βρισκόταν κοντά στις λέμβους. Ένα σκοινί κόπηκε και έπεσε στη θάλασσα η

βάρκα που τη συγκρατούσε. Έπεσα στη θάλασσα χωρίς σωσίβιο. Βρήκα όμως ένα που

είχαν ρίξει άλλοι στη θάλασσα. Κατάφερα να σωθώ».