Ο Χίτλερ που γνώρισε εκείνη ήταν ευγενής, τρυφερός και λάτρης των

κουτσομπολιών. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να καταλάβει ότι η

προσωπικότητά του διέθετε και μία άλλη, λιγότερο «χαριτωμένη», πλευρά.

Αδόλφος Χίτλερ: Το ένα του πρόσωπο ήταν ευγενικό και τρυφερό· το άλλο είναι

γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο

Ογδόντα ετών σήμερα, η Τράουντλ Γιουνγκ προσελήφθη από τον Αδόλφο Χίτλερ τον

Δεκέμβριο του 1942, διατήρησε τη θέση της γραμματέως του «έως το τέλος» και

είναι μία από τους ελάχιστους συνεργάτες του που παραμένουν εν ζωή. Πολλές

λεπτομέρειες γύρω από την περίοδο εκείνη δεν θυμάται: «Ούτως ή άλλως, τα

γεγονότα είναι γνωστά», λέει από το διαμέρισμά της στο Μόναχο. «Εκείνο, ίσως,

που μπορώ να περιγράψω είναι η ατμόσφαιρα που τον περιέβαλε, ο διαφορετικός

άνδρας που ξέραμε… οι δύο άνδρες που ήταν».

Ο Χίτλερ, η Γιουνγκ είναι πεπεισμένη γι’ αυτό, είχε δύο ξεχωριστές

προσωπικότητες· εκείνη και οι υπόλοιπες «κυρίες» του στενού του κύκλου ­ η

ερωμένη και για τις τελευταίες 24 ώρες της ζωής του σύζυγός του, Εύα Μπράουν,

οι άλλες τρεις γραμματείς του, η σύζυγος του προσωπικού του γιατρού (Άννι

Μπραντ), η αγαπημένη του υπασπιστής (Μαρία φον Μπέλοου) και η σύζυγος του

Άλμπερτ Σπέαρ, Μάργκρετ ­ έβλεπαν μόνο την ανθρώπινη και συχνά γοητευτική

πλευρά του.

«Είχε ξεσπάσματα»

«Δεν τον είδαμε ποτέ ως πολιτικό· δεν ήμασταν ποτέ παρούσες στις συσκέψεις

του. Μας καλούσε μόνον όταν ήθελε να μας υπαγορεύσει. Το γραφείο μας, και στην

καγκελαρία και στα καταφύγια, βρισκόταν τόσο μακριά από το αρχηγείο του που

ουδέποτε γίναμε μάρτυρες κάποιου από τα ξεσπάσματα που ψιθυριζόταν ότι είχε».

«Όταν υπαγόρευε», λέει η Γιουνγκ, «η φωνή του Χίτλερ ήταν συνήθως ήρεμη· κατά

διαστήματα, όμως, όταν δούλευε πάνω σε κάποιον λόγο του, γινόταν ξαφνικά

βραχνή, συνοδευόμενη από μελετημένα πληθωρικές κινήσεις. Συνέβαινε από τη μια

στιγμή στην άλλη και ήταν φανερό ότι εκείνη την ώρα έκανε πρόβα, ερμήνευε έναν

ρόλο. Η «ερμηνεία» αυτή περιελάμβανε πάντα αρκετές λεκτικές προσβολές με

αποδέκτες τους Εβραίους και τους Σλάβους. Ένα λεπτό αργότερα, η φωνή του

γινόταν ξανά ήρεμη και εκείνος έπαιρνε πάλι το ύφος του διδασκάλου».

Η Γιουνγκ είναι πλέον πεπεισμένη ότι η γενοκτονία των Εβραίων βρισκόταν στο

μυαλό του από την αρχή. Μέχρι σήμερα, όμως, εξακολουθεί να την εκπλήσσει το

πώς όλα εκείνα τα κείμενα που της υπαγόρευε, εκφράσεις των ιδεών και των

σχεδίων του, απέτυχαν να της αποκαλύψουν την ύπαρξη της άλλης, της δεύτερης,

της λιγότερο «χαριτωμένης» προσωπικότητάς του: «Απομονωμένες από τις εμπειρίες

των άλλων Γερμανών, δεχόμασταν την προνομιούχο αλλά και απόλυτα αφύσικη ζωή

μας ως φυσιολογική».

Μισούσε τους Εβραίους έως την τελευταία στιγμή

Τράουντλ Γιουνγκ: «Μερικές φορές, όταν έφευγε, νιώθαμε τον αέρα γύρω μας να

λιγοστεύει», λέει η πρώην γραμματέας του Χίτλερ

Η πρόσφατα εκδοθείσα βιογραφία του Χίτλερ από τον Ίαν Κέρσοου βοήθησε τη

Γιουνγκ να συνειδητοποιήσει πόσο παρορμητικές και αψυχολόγητες ήταν οι

πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις του Χίτλερ. «Συνδυάζοντας τις πληροφορίες

του βιβλίου με όσα διαισθανόμουν τότε και αντιλαμβάνομαι σήμερα, μπορώ να πω

ότι το μυαλό και οι ενέργειές του κυριαρχούνταν όχι από τη γνώση αλλά από το

συναίσθημα. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχα καταλάβει πώς αυτός, που αγαπούσε

θεωρητικά τόσο πολύ τους Γερμανούς, ήταν έτοιμος να τους θυσιάσει στο τέλος

τόσο αδίστακτα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα την επιρροή που είχε σε όλους μας,

συμπεριλαμβανομένων των στρατηγών. Ήταν κάτι περισσότερο από χάρισμα. Μερικές

φορές, όταν έφευγε για να πάει κάπου, νιώθαμε τον αέρα γύρω μας να λιγοστεύει.

Κάτι έλειπε: το οξυγόνο, η συνείδηση τού ότι ήμαστε ζωντανοί ­ υπήρχε ένα…

κενό». Η Γιουνγκ είναι σήμερα ογδόντα ετών· συχνά, η μνήμη της, όσον αφορά την

εποχή που ήταν γραμματέας του Χίτλερ, την προδίδει. Θυμάται, όμως, με κάθε

λεπτομέρεια την τελευταία του ημέρα, τις τελευταίες του ώρες, τη στιγμή που

βρέθηκε μόνη μαζί του, μέσα στο καταφύγιο, έτοιμη να καταγράψει τις τελευταίες

του επιθυμίες, πιστεύοντας ότι είχε φθάσει πλέον η ώρα της αλήθειας. «Σκέφθηκα

ότι θα γινόμουν ο πρώτος άνθρωπος στη Γη που θα μάθαινε γιατί συνέβησαν όσα

συνέβησαν. Σκέφθηκα ότι θα έλεγε κάτι που θα τα εξηγούσε όλα, που θα μας

μάθαινε κάτι, που θα μας άφηνε με κάτι. Αλλά μετά, καθώς μου υπαγόρευε εκείνο

τον ατελείωτο κατάλογο των υπουργών που ήθελε να διαδεχθούν την κυβέρνησή του,

σκέφθηκα πόσο αναξιοπρεπή ήταν όλα. Μονάχα οι ίδιες φράσεις, στον ίδιο ήρεμο

τόνο, και στο τέλος εκείνες οι τρομερές λέξεις για τους Εβραίους. Όλος αυτός ο

πόνος, κι ούτε μία λέξη συμπόνιας. Θυμάμαι πως σκέφθηκα, δεν μας άφησε τίποτα.

Ένα τίποτα».