Κλικ. Κόσοβο, 2000, ενάμιση χρόνο μετά. Θα μπορούσε να είναι και η Σαϊγκόν,

τις τελευταίες ημέρες πριν από την αναχώρηση των Αμερικανών. Ή το Σαντιάγκο,

αμέσως μετά το πραξικόπημα. Τα παιδιά πάνε στο σχολείο με τη συνοδεία των

τεθωρακισμένων του ΝΑΤΟ. Οι Έλληνες στρατιώτες συνοδεύουν τα Σερβόπουλα από

την Πρίστινα στα χωριά και πάλι πίσω. Οι Γιατροί του Κόσμου υπερηφανεύονται

για την ασπρογάλαζη προκάτ κατασκευή τους, σε ένα κρεβάτι το αγόρι που

χτυπήθηκε από θραύσμα χειροβομβίδας κοιτά με απορία τα λουλούδια που έφεραν οι

Έλληνες επίσημοι. Φεύγουμε, μικρά πηδηματάκια πάνω από λάσπες και μπάζα, τι

γυρεύω εδώ, απάντηση δεν παίρνω, ούτε το μοναστήρι της Γκρατσάνιτσα, το μόνο

μέρος σε αυτόν τον καταραμένο τόπο που μπορεί να προσφέρει ηρεμία ψυχής, δεν

μπορεί να μου δώσει απαντήσεις. Μην τις ψάχνεις, κορίτσι μου, εσύ είσαι εδώ

μονάχα για να βλέπεις, να ακούς και να γράφεις, οι τρικυμίες του νου σου δεν

μας αφορούν…

Κλικ. Νέα Υόρκη και 5η Λεωφόρος, υπάρχει κανείς χωρίς μια σακούλα ψώνια; Δεν

νομίζω, ο ήλιος χαϊδεύει τις γυαλιστερές ­ τεθωρακισμένες και αυτές ­

λιμουζίνες της Μαντλίν και των υπολοίπων, εδώ παίζεται το παιχνίδι, χιλιόμετρα

μακριά από την πραγματικότητα, γι’ αυτό, κορίτσι μου, γράφε, γράφε, τα άλλα

σου δεν μας αφορούν, κανείς δεν ενδιαφέρεται, κάνε και συ ότι δεν υπάρχουν,

μια μηχανή παραγωγής είσαι και τίποτε άλλο, παράτα τα.

Κλικ. Οι αλήθειες, τελικά, είναι τόσο απλές και φανερές, μόνο εγώ αρνιόμουν να

τις δεχθώ, εθελοτυφλία και ψευδαισθήσεις για να κρατήσω ακέραιο και συμπαγές

το πακέτο του εαυτού μου, τη συνδετική κλωστή, εγκέφαλος – ψυχή – δουλειά,

κομμάτια και κουτάκια θέλουν όλοι, σχέσεις a la carte που πάντοτε

περιφρονούσα…

Κλικ. Αρκετά κράτησε η παρένθεση, πάμε στο σκονισμένο υπόγειο να μαζέψουμε τα

υλικά των τειχών, ας τα υψώσουμε πάλι, τουλάχιστον αυτά παρέχουν κάποια

προστασία, κρατούν απέξω τη δυσκολοχώνευτη σκληρότητα των ξένων που νομίζαμε

δικούς μας.

Και αύριο ξεκινά μια άλλη μέρα…