Η αντιμετώπιση από τον Ποινικό Κώδικα αυτού που θανατώνει κάποιον από οίκτο

και μόνο για το θύμα είναι αρκετά ικανοποιητική. Εκτός της ειδικής διατάξεως

του άρθρου 300 Π.Κ. περί ανθρωποκτονίας με συναίνεση, όπου «Όποιος αποφάσισε

και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του

θύματος και από οίκτο γι’ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια, τιμωρείται με

φυλάκιση», και άλλες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα δίνουν λύσεις σε πολλά

ειδικότερα προβλήματα όσον αφορά την προστασία της γεννημένης ζωής. Η

νομοθέτηση όμως μιας ακόμη περίπτωσης δικαστικής αφέσεως της ποινής για την

περίπτωση της επιθανάτιας με συναίνεση ευθανασίας πρέπει να συζητηθεί ειδικά

για την περίπτωση που συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 300 του Π.Κ.

και επιπλέον εφόσον ο ασθενής, που ψυχορραγεί και υποφέρει πολύ, απαιτεί τη

θανάτωσή του, δεν μπορεί όμως μόνος, από φυσική αδυναμία, να ενεργήσει έτσι,

αν αυτό βεβαιώνεται από τρεις γιατρούς δημόσιου νοσοκομείου και αν δεν μπορεί

να αντιμετωπιστεί ο πόνος του. Θα μπορούσε δηλαδή να γίνει αντικείμενο

συζήτησης, για να εξακριβωθεί αν είναι σκόπιμο και σύμφωνο με το περί δικαίου

αίσθημα του λαού, στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου γίνονται οι νόμοι,

αν πρέπει να γίνει προσθήκη δεύτερου εδαφίου στο άρθρο 300 Π.Κ., στο οποίο να

ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο από την ποινή

στην περίπτωση που α) το θύμα δεν μπορούσε να προκαλέσει, από φυσική αδυναμία,

τον θάνατό του, που επιθυμούσε, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από

τις οποίες ενήργησε και β) εφόσον γνωμάτευσαν, πριν από την πράξη του, τρεις

γιατροί δημόσιου νοσοκομείου ομόφωνα ότι η ταλαιπωρία του ψυχορραγούντος

θύματος θα συνεχιζόταν, ότι ο θάνατός του θα επακολουθούσε οπωσδήποτε στο

επόμενο 24ωρο και ότι δεν υπήρχε πλέον δυνατότητα αποτελεσματικής παυσίπονης

αρωγής.

Ο Έλληνας νομοθέτης δεν θέλησε να μείνει ατιμώρητος ο δράστης της

ανθρωποκτονίας από οίκτο, έστω κι αν το κάνει ύστερα από επίμονη απαίτηση του

θύματος, δέχθηκε όμως να τιμωρείται ηπιότερα. Αν ο δράστης ενεργήσει χωρίς να

υπάρχει επίμονη απαίτηση του θύματος, έστω κι αν συντρέχουν οι άλλες

προϋποθέσεις που αναφέρει το άρθρο 300 Π.Κ., τότε τιμωρείται για ανθρωποκτονία

από πρόθεση. Διαφορετικά, θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή κάθε ασθενούς,

ανάλογα με τις διαθέσεις και τα συμφέροντα των περιστοιχιζόντων αυτόν

προσώπων.

* Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του κ. Λ. Καράμπελα «Η ευθανασία και το

δικαίωμα στη ζωή και στον θάνατο».

ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΝΩΣΗ

«Με θόλωσε η απελπισία…»

«Αυτή τη μάχη δεν μπόρεσα να την κερδίσω… Ήταν βάρβαρο, μα εκείνη τη στιγμή

δεν λειτουργούσε το μυαλό μου. Με θόλωσε η απελπισία…». Ο Χαράλαμπος

Κουμάτος γεννήθηκε το 1909. Παντρεύτηκε από έρωτα την κατά 6 χρόνια νεώτερή

του Καλλιόπη, με την οποία απέκτησαν δύο γιους. Στα 80 του χρόνια έχασε το ένα

παιδί του από ανακοπή καρδιάς κι έτσι ανέλαβε ­ όσο του επέτρεπε η πενιχρή του

σύνταξη ­ και τη στήριξη των εγγονών του. Ενάμιση χρόνο αργότερα κι ενώ τόσο ο

ίδιος όσο και η γυναίκα του αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα υγείας, το σπίτι

του συνταξιούχου χωροφύλακα σκοτείνιασε για πάντα…

«Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν πολύ αγαπημένοι. Έζησαν καλά και μας

μεγάλωσαν με αρχές. Η μητέρα μου ήταν πολύ βαριά και έβγαινε σπανίως έξω. Στις

18 με 20 Μαρτίου του 1991 μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου της αφαιρέθηκε ένα

κομμάτι του εντέρου. Εγώ κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη ­ εκεί ζω ­ για να είμαι

κοντά τους. Μετά την εγχείρηση η κατάσταση δεν ήταν καλή. Η μητέρα μου έπεσε

δύο φορές σε κώμα. Νομίζαμε πως θα πεθάνει. Της παρουσιάστηκε και

γαστρορραγία. Η πλάτη της άνοιξε από την κατάκλιση… Ήταν αδύνατον να

μετακινηθεί. Ένα μήνα αργότερα τη μεταφέραμε στο σπίτι με ασθενοφόρο». Ο γιος

του Χαράλαμπου και της Καλλιόπης Κουμάτου, Μαρίνος, καταθέτει στο δικαστήριο.

Η θέση του είναι πολύ δύσκολη.

«Ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη για να κανονίσω τη μεταφορά της εκεί. Έτρωγα, όταν

είδα τον πατέρα μου στην τηλεόραση. Αν την είχε εγκαταλείψει θα τον θεωρούσα

φονιά…». Δεν είναι εύκολο να συνεχίσει. Ο πατέρας του κάθεται ακριβώς πίσω

του. Κατηγορούμενος για τη δολοφονία της αγαπημένης του συζύγου…

«Εκείνο που έχω να πω είναι ότι όλοι οι μεγάλοι έρωτες έχουν κακό τέλος. Αυτό

είδα στη ζωή μου». Στα 84 χρόνια του, ο Χαράλαμπος Κουμάτος απολογείται

ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας για το έγκλημα της

ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Θύμα η Καλλιόπη Κουμάτου, την οποία θέλησε να

λυτρώσει από το μαρτύριο του αργού και βασανιστικού θανάτου.

«Δεν μπορούσα να της προσφέρω τίποτε. Ήμουν μόνος. Το πορτοφόλι μου δεν άντεχε

για αποκλειστική. Το νοσοκομείο δεν την κρατούσε άλλο. Ήθελα να αυτοκτονήσω.

Πήγα στο τρένο, αλλά κάτι με τραβούσε κοντά της και ξαναγύρισα. Τη βρήκα σε

κωματώδη κατάσταση. Πήρα τον σατανά που βρέθηκε μπροστά μου, ένα τσεκούρι

μικρό που έκοβα το κρέας, και τη σκότωσα. Όταν είδα το αίμα κατάλαβα τι έκανα.

Με θόλωσε η απελπισία…».

Ο Χαράλαμπος Κουμάτος δικάστηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε βρασμό

ψυχικής ορμής. Το δικαστήριο τού επέβαλε ποινή καθείρξεως 6 ετών συν ένα χρόνο

για την οπλοχρησία.

ΜΑΙΕΥΤΗΡΑΣ

Αναζητούσε εξιλαστήριο θύμα

Αύγουστος του 2000. Η ειδησεογραφία άνευ ενδιαφέροντος. Όταν ο 40χρονος

μαιευτήρας Αλέκος Ντόσκορης προσελκύει επάνω του τα φώτα της δημοσιότητας. Η

ιστορία που αφηγείται είναι πρωτοφανής. Οι διωκτικές αρχές θέλουν να τον

πιστέψουν, αλλά τα πραγματικά περιστατικά που διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο

στο αρχικό στάδιο κάθε υπόθεσης τις οδηγούν αλλού.

«Αρνούμαι την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας εις βάρος του Αλβανού

Πρίφτι Ντριτάν. Τον «προσέλαβα» γιατί δεν είχα τη δύναμη να αυτοκτονήσω. Μου

ήταν εντελώς άγνωστος. Αποφάσισα να τον απειλήσω, ελπίζοντας να με σκοτώσει

εκείνος και να με θάψει στον λάκκο που του ζήτησα να ανοίξει. Έτσι, αφού δεν

θα έλεγε τίποτε σε κανέναν, θα εξαφανιζόταν το σώμα μου και δεν θα ήξερε η

μητέρα μου πού βρίσκεται ο τάφος μου».

Ο Αλέκος Ντόσκορης ήταν απελπισμένος, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται ο ίδιος.

Τον Οκτώβριο του 1990 εγκαταστάθηκε στη Λαμία ως ιδιώτης γιατρός

μαιευτήρας-γυναικολόγος και συγχρόνως επιστημονικός διευθυντής του

Μαιευτικού-Γυναικολογικού Κέντρου Λαμίας «Ευγονία». Αμέσως μετά τη λειτουργία

του Κέντρου, λέει, άρχισε ένας ανελέητος πόλεμος εκ μέρους μιας ομάδας γιατρών

της πόλης περί «δήθεν παραβάσεων του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας».

Ο πόλεμος αυτός, όπως αναφέρει ο γιατρός, συνεχίστηκε μέχρι πρόσφατα. «Το

Πάσχα του 1999 οι κλινικάρχες της Μαιευτικής Κλινικής Λαμίας, επειδή

συνταξιοδοτούνταν, ήλθαν σε επαφή μαζί μου και μου πρότειναν να μου

μεταβιβάσουν με ενοίκιο την κλινική. Συμφωνήσαμε σε όλες τις λεπτομέρειες,

ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις», θυμάται.

«Οι αδελφοί Τσαγκάρη υπαναχώρησαν χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Τον Ιανουάριο του 2000

υπέβαλα αίτηση πρόσληψής μου στο Νοσοκομείο Λαμίας και ενώ υπήρχαν θετικές

εισηγήσεις τελικά προσελήφθη άλλος συνάδελφος. Εν τω μεταξύ, από το 1997 είχα

πάρει μηχάνημα υπερήχου αξίας 10.000.000 δρχ. και πλήρωνα 265.736 δρχ.

μηνιαίως, ενώ τον Απρίλιο του 1999 είχα λάβει στεγαστικό δάνειο για τους

γονείς μου και έδινα 252.392 δρχ. τον μήνα. Τον Μάιο του 2000, επειδή ήμουν

συλλέκτης παλαιών αντικειμένων, με ενέπλεξαν σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Η

υπόθεση πήρε ανεξέλεγκτη πορεία μέσω των ΜΜΕ και έτσι έχασα όλη μου την

πελατεία. Κι ενώ βρίσκομαι σ’ αυτήν την κατάσταση, με απολύει και το ΙΚΑ

Λαμίας. Οι φίλοι μου με εγκαταλείπουν και η τοπική κοινωνία μού γυρίζει την

πλάτη. Τότε σκέπτομαι να αυτοκτονήσω».

Οι οικονομικές του υποχρεώσεις τον πιέζουν αφόρητα. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί

και η σκέψη της αυτοκτονίας τού γίνεται έμμονη ιδέα. Δεν έχει το κουράγιο να

το κάνει μόνος του και «προσλαμβάνει» έναν νεαρό Αλβανό προκειμένου να του

σκάψει έναν λάκκο. Ο λάκκος αυτός, σύμφωνα με το μακάβριο σχέδιο που είχε ­

όπως λέει ­ εκπονήσει, επρόκειτο να γίνει ο τάφος του.

Τελικά το σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Αλβανός, αντί να εξαγριωθεί μετά τους

πυροβολισμούς που δέχθηκε ξαφνικά από τον γιατρό, το έβαλε στα πόδια

τρομοκρατημένος. Έφθασε σ’ ένα βενζινάδικο και κατήγγειλε το περιστατικό. Σε

λίγο ο γιατρός συνελήφθη στον τόπο του… εγκλήματος. Και κατηγορήθηκε για

απόπειρα ανθρωποκτονίας εις βάρος του Αλβανού.

«Αν είχα ανθρωποκτόνο σκοπό θα μπορούσα να τον πραγματοποιήσω. Δεν ήθελα να

τον πετύχω. Ήθελα να τον κάνω να νιώσει ότι απειλείται και να μου αρπάξει το

όπλο για να με σκοτώσει», φωνάζει. Η απόγνωσή του είναι προφανής. Προς το

παρόν όμως κρίθηκε προφυλακιστέος. Άλλωστε μόνον εκείνος πρόλαβε να πυροβολήσει…