Η πρόσφατη πρωτοβουλία του προέδρου του Συνασπισμού για το θέμα της διαπλοκής

ανέδειξε την πολιτική ευκαιρία που διαθέτει αυτή η πολιτική δύναμη, καθώς όμως

και την εγγενή της αδυναμία να την εκμεταλλευτεί. Η δε απαξιωτική, αλλά

ιδεολογικά συνεπής στάση του ΚΚΕ προς τον κ. Κωνσταντόπουλο ενσωμάτωσε τη

διττή αυτή πτυχή του θέματός μας.

Τι λέει ουσιαστικά το ΚΚΕ στον Συνασπισμό; Ότι η υφιστάμενη ελληνική αστική

δημοκρατία και οικονομία της αγοράς εγγενώς παράγει κοινωνικά άδικα

αποτελέσματα και κανένας θεσμός και εφαρμογή του, που δεν αμφισβητεί βασικές

αρχές της λειτουργίας της, δεν μπορεί να ανατρέψει αυτό το γεγονός.

Ο κ. Κωνσταντόπουλος, εάν θέλει να εισακουσθεί πολιτικά, πρέπει να βρεθεί στον

αντίποδα αυτού του επιχειρήματος και της ιδεολογίας στην οποία βασίζεται. Να

πει δηλαδή ότι αντιθέτως το υφιστάμενο σύστημα με τις δέουσες παρεμβάσεις

μπορεί να διαμορφώσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τον σημερινό ελληνικό

πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό βίο.

Πρέπει, με άλλα λόγια, ο κ. Κωνσταντόπουλος και κατ’ επέκταση ο Συνασπισμός να

περιγράψει την προοπτική του εκσυγχρονισμού ακόμη καλύτερα, ακόμη γλαφυρότερα

απ’ ό,τι ο ίδιος ο πρωθυπουργός και βάσει αυτής της περιγραφής να προσελκύσει

την υποστήριξη της μεσαίας τάξης που είτε δυσφορεί από τις ανεπάρκειες της

σημερινής κυβέρνησης είτε από την αναξιοπιστία της εναλλακτικής λύσης που

προβάλλει η Νέα Δημοκρατία.

Η ανάγκη που αισθάνεται όμως να προσφύγει στο ΚΚΕ και να του ζητήσει να

προσθέσει τη φωνή του στη δική του ακριβώς δεικνύει την αδυναμία του κόμματός

του να υποδυθεί τον απαραίτητό του ρόλο. Η αδυναμία αυτή είναι, πρέπει να

πούμε, αλληλένδετα ιστορική και γνωστική. Ο τρόπος που ο Συνασπισμός

αντιλαμβάνεται τις ιδεολογικές του καταβολές τον καθιστά ψυχολογικά και

γνωσιολογικά ανίκανο να αντιληφθεί τη διασύνδεση του μηχανισμού της αγοράς με

τον πολιτειακό και κοινωνικό βίο. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Συνασπισμός δεν είναι

σε θέση να μας πει τι μπορεί να δώσει η αγορά στην κοινωνία, καθώς και τι

μπορεί να υφαρπάσει από αυτήν εάν δεν θεσμοθετηθεί με επάρκεια.

Θα έπρεπε, επί παραδείγματι, πρώτος ο Συνασπισμός να διαγράψει με γνώση και

οικειότητα την προοπτική μιας κεφαλαιαγοράς που αποτελεί απαραίτητο μηχανισμό

συμμετοχής στη δημιουργία και στη διανομή του εθνικού πλούτου αντί για

μηχανισμό μεταβίβασης πόρων από τα χαμηλά και μεσαία στρώματα της χώρας στην

επιχειρηματική ελίτ της. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν το έπραξε και απλά παρέδωσε

αυτή την καταπληκτική ευκαιρία για την άσκηση αποτελεσματικής όσο και

αναγκαίας δημόσιας κριτικής στα λερωμένα χέρια της Νέας Δημοκρατίας.

Ο Συνασπισμός έχει απολέσει τα πιο φιλόδοξα και δυναμικά στελέχη και οπαδούς

του είτε προς στην αγορά είτε προς τον κ. Σημίτη. Οι άνθρωποι αυτοί

διαγνώσκουν και εκμεταλλεύονται σημαντικότερες δημόσιες και ιδιωτικές

ευκαιρίες εντός του σημερινού πολιτικοοικονομικού καθεστώτος παρά σ’ ένα

Συνασπισμό με διχασμένη προσωπικότητα και οριακή επιρροή. Η χρόνια αυτή τάση

έχει αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του φαύλου κύκλου. Όσο ο Συνασπισμός χάνει

τους ανθρώπους τους οποίους χρειάζεται τόσο δεν μπορεί να προσελκύσει αυτούς

που του είναι απαραίτητοι. Μένει έτσι εγκλωβισμένος στις απαξιωμένες

ιδεολογικές του ρίζες χωρίς να είναι σε θέση να κάνει αισθητή την παρουσία του

στον δημόσιο βίο.

Το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι εν μέσω αυτής της κυβέρνησης και μιας Νέας

Δημοκρατίας που, υιοθετώντας τη στρατηγική του υπερώριμου σύκου, είναι

ουσιαστικά και συνειδητά απούσα, ο διάλογος για τα δημόσια καταλήγει να είναι

μια ενδοκαθεστωτική υπόθεση. Ναι μεν λαμβάνει χώρα, αλλά όλοι εμείς που

είμαστε απ’ έξω δεν είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε εάν αποδεχόμαστε τα

συμπεράσματά του και εάν εγκρίνουμε τις συνέπειές του. Ο Συνασπισμός

επιτρέπει, μέσα από την αδυναμία του, στην άσκηση και την διεκδίκηση εξουσίας

να διατηρούνται εν κρυπτώ.

Οι Γάλλοι λένε ότι όλα τα κόμματα γεννιούνται στα αριστερά και πεθαίνουν στα

δεξιά. Ο Συνασπισμός, ώριμος ηλικιακά πια, δεν έχει ακόμη διανύσει την

απόσταση μέχρι το επίκαιρο κέντρο. Εξ ου και δεν διαθέτει τη βαρύτητα και

επιρροή των χρόνων του. Την υστέρησή του την πληρώνουμε όλοι μας.