Πριν αφεθούμε τελείως στην καθημερινή μαγεία της Ολυμπιάδας που άρχισε την

Παρασκευή, η βδομάδα που πέρασε μάς έδωσε αρκετές ευκαιρίες σχετικοποίησης,

αλλά και προετοιμασίας

Η Ολυμπιακή Φλόγα θα φωτίζει για 15 ημέρες το Σίδνεϊ

Ευκαιρία πρώτη: ο Ολυμπιακός (και ο Παναθηναϊκός) πριν από τους Ολυμπιακούς.

Το Τσάμπιονς Λιγκ που η πρώτη του πράξη παίχτηκε την Τρίτη και θα μας κρατήσει

συντροφιά έως τον ερχόμενο Μάιο, υπήρξε για τις ελληνικές ομάδες μια

καλοδεχούμενη (αν μπορέσουν ν’ αλλάξουν) εμπειρία προσγείωσης. Όχι τόσο

αγωνιστικά ­ παρ’ όλο που ο Ολυμπιακός αδίκησε τον εαυτό του αφήνοντας να

φανεί τόσο μεγάλη απόσταση από μια Βαλένθια μάλλον πεσμένη σε σχέση με πέρσι ­

όσο ψυχολογικά ­ είτε με την «ικανοποίηση» του κυρίου Ματζουράκη από την

απόδοση των παικτών του, είτε με την τόσο αριστοκρατική συμπεριφορά των

«φιλάθλων» του Παναθηναϊκού που δεν ανέχτηκαν την ισοπαλία. Η αθλητική αλήθεια

είναι ότι καμιά από τις ομάδες μας δεν άξιζε καλύτερη τύχη ­ ο πρωταθλητής

γλίτωσε από τα πολύ χειρότερα, ενώ ο δευτεραθλητής γιατί δεν πίστεψε στη νίκη.

Επειδή, ωστόσο, τα παιχνίδια έλαβαν χώρα τόσο κοντά στην έναρξη της

Ολυμπιάδας, που δεν παρέχει καμιά δυνατότητα για φραστικά μπαλώματα,

υποσχέσεις για το μέλλον ή γκρίνια για κάτι που «θα μπορούσε να έχει γίνει»

(στην Ολυμπιάδα όλα κρίνονται από τη στιγμή και τη δύναμη του αθλητή να δώσει

τον καλύτερο εαυτό του), αποκάλυψαν τα προβλήματα των ελληνικών ομάδων να

ριχτούν με πίστη και χωρίς υπολογισμούς στο παιχνίδι.

Υπενθύμιση δεύτερη: το τσακισμένο τζιπ του Μαρουμάνε. Αλήθεια, τι

αντιπροσωπεύει σε σχέση με το αθλητικό ιδεώδες ένας ποδοσφαιριστής που η φύση

τού χάρισε τόσο ταλέντο κι αυτός παλεύει, χρόνια τώρα, να το πετάξει στο πρώτο

χαντάκι; Τι μας λέει άραγε για τον αθλητισμό στις μέρες μας και τον δρόμο που

μπορεί να πάρει, η εικόνα του διαλυμένου αυτοκινήτου αλλά και του διαλυμένου

ανθρώπου, που για μια ακόμα φορά επέζησε αλλά που είναι φανερό ότι πια δεν το

θέλει; Τι είναι χειρότερο ως αθλητικό παράδειγμα, η κουτσομπολίστικη βουλιμία

ανάμεικτη με υπερβολικό θαυμασμό για περασμένα κατορθώματα, που, στο κάτω –

κάτω, δεν είχαν να κάνουν παρά με το κλώτσημα μιας μπάλας, ή η εδραίωση, όσο

περνούν τα χρόνια, του αυτοκαταστροφικού Αργεντίνου σε «αγαπημένο του λαού»,

την ίδια στιγμή που ο ανώνυμος αθλητής στο Σίδνεϊ ετοιμάζεται ν’ αναμετρηθεί

με τον εαυτό του;

Προσέγγιση τρίτη: όλοι οι λαοί είναι ίδιοι μπροστά στην Ολυμπιάδα. Όλοι,

μεγάλοι και μικροί, πλούσιοι και φτωχοί, αθλητικά προηγμένοι ή μη,

επικεντρώνουν την προσοχή τους όχι τόσο στους αγώνες τους ίδιους, αλλά σε

πρόσωπα. Στα δικά τους εκείνα πρόσωπα, που περιμένουν να τους χαρίσουν το

αντικαθρέφτισμα της λάμψης του χρυσού κι ακόμα περισσότερο, την κοινή δόξα της

στιγμής της νίκης. Από αυτή την άποψη, τυχεροί είναι οι λαοί που δεν μπορούν

να ελπίζουν σε εκατό Ολυμπιονίκες. Όπως για μας, ό,τι και να λέμε, οι

πραγματικές ελπίδες ακουμπάνε στους ώμους των αρσιβαριστών με τα αρχαία

ονόματα, έτσι και σε μια χώρα σαν τη Σουηδία, για παράδειγμα, που υποτίθεται

ότι είναι τόσο ψύχραιμη και συγκρατημένη, όλα τα εξώφυλλα και όλες οι καρδιές

έχουν δοθεί στην Τερέζα Αλσαμάρ, την κολυμβήτρια με το αραβικό όνομα, τα

κατάμαυρα μαλλιά, τα πράσινα μάτια και τη λέξη «ντίβα» χαραγμένη εκεί που θα

άρχιζε ένα κανονικό μαγιό.

Εμπειρία μοναδική: η τελετή της αφής στο Σίδνεϊ: Ακόμα και για κάποιον που

κάθε άλλο παρά συμπαθεί τις τελετές έναρξης, η εικόνα του σκοτεινού σταδίου με

τα χιλιάδες φωτάκια, των 4 Αυστραλέζων γιαγιάδων που κουβάλησαν τη φλόγα με

μια φανερή, προς τα έξω αλλά και μεταξύ τους, ζεστασιά και της Κάθι Φρίμαν με

την ολόσωμη φόρμα της μέσα στα νερά, χάρισε στιγμές μεγάλης συγκίνησης και

προσμονής. Οι σκιές δεν ξεχάστηκαν, αλλά τώρα που οι αγώνες άρχισαν, το φως θα

‘ναι για δυο βδομάδες πρωταγωνιστής.