Ναυτικός χάρτης του Αιγαίου από τη ρωσική χαρτογραφική αποστολή (1768-1774).

Λεύκωμα της έκθεσης: «Ρωσικοί χάρτες του Ελληνικού Αρχιπελάγους 18ος αιώνας»,

έκδοση της ελληνικής πρεσβείας Μόσχας, 1996

Στο γύρισμα του 19ου αιώνα, ο Ναπολέων, έχοντας ισχυροποιήσει τη θέση του στο

εσωτερικό, αποτελούσε σοβαρό παράγοντα των εξελίξεων του Ανατολικού Ζητήματος.

Το γεγονός αυτό προκαλούσε ανησυχία στην Αγγλία, η οποία έβλεπε τα συμφέροντά

της να απειλούνται από την ισχυροποίηση του Βοναπάρτη. Η εσωτερική κρίση της

Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ισχυροποίηση της Γαλλίας, καθώς επίσης και το

ενδιαφέρον της Ρωσίας για τα Βαλκάνια, αποτελούν γεγονότα που ορίζουν ώς έναν

βαθμό τους λόγους σύναψης της αγγλορωσικής συμμαχίας του 1805. Ο τσάρος

Αλέξανδρος, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κλείνει με τον σουλτάνο αμυντική

συνθήκη, η οποία και υπογράφεται στα τέλη του ίδιου έτους, που ορίζει ότι η

Πύλη θα επιτρέπει στα ρωσικά πλοία να διαπλέουν τα Στενά καθ’ όλη τη διάρκεια

του πολέμου κατά της Γαλλίας.

Αξιολογώντας, όμως, την επιτυχία του Ναπολέοντα στο Αούστερλιτς (ήττα των

Ρώσων), οι Τούρκοι αρνούνται να επικυρώσουν τη συμφωνία. Έτσι, το καλοκαίρι

του 1806 αποκαθίστανται οι σχέσεις Τουρκίας και Γαλλίας και υπογράφεται

συμμαχία ανάμεσα στον Σελίμ Γ΄ και τον Ναπολέοντα. Ύστερα από αυτό, η Πύλη

κλείνει τα Στενά για τα ρωσικά πλοία, παραβιάζοντας έτσι τη συνθήκη του 1805,

και προχωρεί και σε άλλες παραβιάσεις παλαιότερων ρωσοτουρκικών συμφωνιών.

Απαντώντας στις ενέργειες αυτές της Πύλης, ρωσικός στρατός εισβάλλει στο

Βουκουρέστι και λίγες ημέρες αργότερα ο Σελήμ Γ΄ κηρύσσει τον πόλεμο κατά της

Ρωσίας. Τις εξελίξεις αυτές ακολουθεί ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1806. Στο

μεταξύ, τα Επτάνησα μετατρέπονται σε κεντρικό θέατρο των παρεμβάσεων, των

συμφωνιών και των συγκρούσεων, γνωρίζοντας διαδοχικά τη ρώσικη, τη γαλλική

και, τέλος, στην αγγλική κυριαρχία.

Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις αυτοκρατορίας με την Ευρώπη και τη Ρωσία, πυκνώνουν

την περίοδο αυτή οι αλλαγές στους συσχετισμούς δυνάμεων και τις συμμαχίες

ανάμεσα στα διάφορα κράτη. Έτσι, βλέπουμε την αυτοκρατορία, ιδίως μετά την

είσοδο του Ναπολέοντα στη Βόρεια Ιταλία και την κατάληψη των βενετικών

κτήσεων, να βαραίνει αποφασιστικά στη χάραξη των στρατηγικών σχεδιασμών των

Μεγάλων Δυνάμεων. Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία θα εναλλάσσονται για την Πύλη στους

ρόλους του συμμάχου και του εχθρού, και ο σουλτάνος θα μετεωρίζεται ανάμεσα σε

δυνάμεις, οι οποίες συγκυριακά, όπως στην περίπτωσή μας στο γύρισμα του αιώνα,

εστιάζουν στα Επτάνησα, προοπτικά όμως απειλούν την κυριαρχία της

αυτοκρατορίας σε περιοχές που ενδιαφέρουν την επέκταση των Μεγάλων Δυνάμεων

στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.

Στο εσωτερικό της, η αυτοκρατορία θα γνωρίσει σοβαρότατες κρίσεις αναπαραγωγής

του συγκεντρωτικού μοντέλου ελέγχου των διαφόρων επαρχιών. Οι μεταρρυθμίσεις

του Σελίμ του Γ’, οι προσπάθειες του οποίου συγκεντρώνονται κυρίως στην

οργάνωση του στρατού, αξιοποιώντας δυτικές τεχνολογίες και οργανωτικά μοντέλα,

θα συναντήσουν σοβαρότατες αντιδράσεις, που θα οδηγήσουν μέχρι την καθαίρεσή

του. Θα ανασχεθούν επίσης, καθώς συμπίπτουν με τη διεύρυνση της αυτονομίας και

της δύναμης τοπικών κέντρων εξουσίας, η οποία καταδηλοί την κρίση του

διοικητικού μοντέλου της αυτοκρατορίας και την αδυναμία της κεντρικής εξουσίας

να ελέγξει την επικράτειά της, να αποτρέψει τη διείσδυση του δυτικού κόσμου

που, τώρα, ενεργείται και μέσω του προσεταιρισμού φιλόδοξων τοπικών ηγεμόνων.

Στο σημείωμα αυτό θα αναφερθούμε στις στάσεις των κατοίκων της Ύδρας στα

χρόνια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1807 και στην εμπλοκή των προκρίτων της

στις εξεγέρσεις που υποκινούσε ο Ρώσος ναύαρχος Σενιάβιν στα νησιά του

Αιγαίου. Η Ύδρα την εποχή αυτή αποτελεί μια σημαντική ναυτική δύναμη, αλλά και

μια κοινότητα έμπειρων ναυτικών, από όπου προμηθεύεται πληρώματα ο τουρκικός

στόλος. Ακόμα, την εποχή αυτή παραχωρούνται στους τοπικούς άρχοντες σημαντικές

αρμοδιότητες αναφορικά με τη ναυσιπλοΐα της ευρύτερης περιοχής, ιδίως μετά τη

Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καναϊρτζή (1774). Ωστόσο, το άνοιγμα της νήσου στις

εμπορικές και ναυτιλιακές δραστηριότητες, η σημαντική γεωγραφική της θέση, η

κοινωνική κινητικότητα που συνοδεύει την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και του

εμπορίου, απολήγουν στην παραγωγή ανταγωνιστικών συμφερόντων και συσσωματώσεων

στο εσωτερικό της κοινότητας.

Λίγο μετά την έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, στις αρχές του 1807, ο

ναύαρχος Σενιάβιν κατέπλευσε στην Ύδρα, προκειμένου να προσεταιριστεί την

κοινότητα και να ισχυροποιήσει την παρουσία του στο Αιγαίο. Εν τω μεταξύ η

Πύλη, ανήσυχη για τον ρόλο που έμελλε να διαδραματίσει η Ύδρα στον πόλεμο,

ενίσχυσε τις πιστές τοπικές φατρίες και ζήτησε από τη διοίκηση της νήσου να

ενισχύσει τον στόλο της με πλοία και ναύτες, να κατεβάσουν οι Υδραίοι τις

ρώσικες σημαίες και να συνταχθούν με τη νομιμότητα.

Ο οικισμός της Ύδρας στις αρχές του 19ου αιώνα

Οι παρεμβάσεις Ρώσων και Τούρκων παροξύνουν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους

τοπικούς άρχοντες και οδηγούν την κοινότητα σε διχασμό. Τελικά, ο Ρώσος

ναύαρχος κατάφερε να εκμεταλλευθεί προς όφελός του τις αντιθέσεις μεταξύ των

δύο ανταγωνιστικών φατριών, του Γ. Βούλγαρη και του Λ. Κουντουριώτη. Η

παρουσία του ρωσικού στόλου στον λιμένα της Ύδρας ισχυροποίησε τη φατρία του

Λ. Κουντουριώτη, εμπορευόμενου με ρώσικη σημαία και ευνοϊκά διακείμενου προς

τα ρωσικά σχέδια στο Αιγαίο. Παράλληλα με την κήρυξη του ρωσοτουρκικού

πολέμου, η Ρωσία ζητούσε τη συνδρομή των χριστιανών υπηκόων στον πόλεμό της

κατά της αυτοκρατορίας.

Η Ύδρα έδωσε στον Σενιάβιν πέντε πλοία και οι κάτοικοι της τέθηκαν υπό την

προστασία του «αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών». Λίγους μήνες μετά τη νίκη του

ρωσικού στόλου στη ναυμαχία της Τενέδου, ο διοικητής της νήσου, Γ. Βούλγαρης,

εξαναγκάζεται να αποχωρήσει από το νησί και να καταφύγει στην Αθήνα. Στην

Ύδρα, όμως, οι δυσαρεστημένοι οπαδοί του Βούλγαρη προκαλούν επεισόδια και

αναγκάζουν και τον Κουντουριώτη να καταφύγει στις Σπέτσες, υποχρεώνοντας έτσι

τον Σενιάβιν να στείλει αρμοστή στο νησί. Όπως χαρακτηριστικά αποδίδεται από

τον Κ. Σάθα, ο Γ. Βούλγαρης είχε σκοπό να παραμείνει στην Αθήνα, έως ότου

παρέλθει η «παράκαιρος εκείνη υπέρ της ελευθερίας έξαψις» και

«εννοήσωσι το λάθος των (…) οι πρόκριτοι, οίτινες, πιστεύοντες τας

κομπορρήμονας των Ρώσων υποσχέσεις (…) ανέλαβον απονενοημένον έργον».

Μετά τη Συνθήκη του Τιλσίτ (Ιούλιος 1807), οι Υδραίοι ζουν με τον φόβο των

αντιποίνων του σουλτάνου και φαίνεται ότι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το νησί

και να ζητήσουν αλλού άσυλο. Μαθαίνοντας αυτό το σχέδιο, ο Βούλγαρης έστειλε

τον Α. Μιαούλη στην Ύδρα, ο οποίος κατάφερε να ματαιώσει τη φυγή.

Συνεργαζόμενος με οπαδούς του Βούλγαρη αφαίρεσε τα πηδάλια από όλα τα πλοία

και έτσι εμπόδισε την έξοδο των κατοίκων.

Παρ’ όλα αυτά, όταν τον επόμενο μήνα ο Σενιάβιν, αναχωρώντας από το Αιγαίο,

σταμάτησε στο λιμάνι της Ύδρας, ορισμένοι πρόκριτοι, από τον φόβο τόσο των

Τούρκων όσο και της νικήτριας φατρίας, ακολούθησαν τον ρωσικό στόλο και

περιπλανήθηκαν επί τρίμηνο στο Αιγαίο, έως ότου εκδοθεί το «συγχωρητήριον

φιρμάνι» από τον σουλτάνο. Ο τσάρος, με τη λήξη του πολέμου, εξασφάλισε από

την Πύλη τη χορήγηση αμνηστίας στους νησιώτες του Αιγαίου που είχαν συμμαχήσει

με Ρώσους ή είχαν βγει στην πειρατεία. Η Ύδρα, η Τένεδος, η Λήμνος και άλλα

νησιά εξαγόρασαν την αμνηστία έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών, χωρίς αυτό να

σημαίνει ότι απέφυγαν στο τέλος τις επιδρομές του καπουδάν-πασά Σεΐδ Αλή.

Τα γεγονότα αυτά, μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε στη διατύπωση κάποιων σχολίων

αναφορικά με τη θέση των κοινοτήτων στις εξεγέρσεις, στο πλαίσιο μάλιστα

ευρύτερων αναταραχών, που υποκινούνται κυρίως από ξένες δυνάμεις.

Α. Ήδη, από την εποχή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), η ρωσική

επιρροή διευρύνεται στο Αιγαίο, καθώς Πύλη και Ρωσία θα ερίζουν για τη σημαία

που θα υψώσουν στα καράβια τους οι νησιώτες. Οι ευκαιρίες που δίνονται στους

νησιώτες διευρύνονται σημαντικά και οδηγούν στην ανάπτυξη ανταγωνιστικών

ομάδων και στρατηγικών στο πλαίσιο της κοινότητας. Έτσι, το 1802, σοβαρές

ταραχές στο νησί οδηγούν στη δολοφονία του πρόκριτου Κουντουριώτη και η Πύλη

αναθέτει στον Γ. Βούλγαρη την τήρηση της τάξης στο νησί και την ασφάλεια της

ναυσιπλοΐας στην περιοχή, παραχωρώντας του προνόμια και ειδικές τιμές. Όταν

επίκειται ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, στα 1806, η φατρία του Κουντουριώτη

ανατρέπει, όπως είδαμε, τον Βούλγαρη, που αναγκάζεται να αναχωρήσει από το

νησί και, με τις ευλογίες των Ρώσων, αναλαμβάνει τη διοίκηση και ενισχύει τη

ρωσική υπόθεση στο Αιγαίο.

Εν προκειμένω, στην Ύδρα, βλέπουμε ότι η κοινότητα ως πληθυσμιακή και, κυρίως,

πολιτική μονάδα, διαχειρίζεται τις προκλήσεις της συγκυρίας όχι μόνο ως

διαμεσολαβητής ανάμεσα στον πληθυσμό και την οθωμανική εξουσία. Αλλά συνιστά η

ίδια πεδίο όπου εκβάλλουν ανταγωνιστικές κοινωνικές στρατηγικές ή πολιτικά

σχέδια, τα οποία δεν διαμορφώνονται κατ’ ανάγκην επί τόπου. Συνεπώς, έχουμε

μία κοινότητα, η πολιτική συμπεριφορά της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί

μονοσήμαντα, (π.χ. υπέρ ή κατά της εξέγερσης/υποταγής), ωσάν να προϋποτίθεται

ένα ομοιογενές ως προς τη σύσταση και τα φρονήματά του πολιτικό υποκείμενο

(χριστιανική κοινότητα απέναντι στην κατάκτηση ή το απελευθερωτικό μήνυμα της

Ρωσίας).

Έτσι, η κοινότητα λειτουργεί στο πλαίσιο των καταστατικών αρχών της

κατάκτησης, ως ένας διαμεσολαβητικός μηχανισμός ανάμεσα στους κατακτητές και

τους κατακτημένους. Οι στάσεις της προκύπτουν στο πλαίσιο μιας δυναμικής η

οποία και αναιρεί πρακτικά, έστω και συγκυριακά, τη διαμεσολαβητική λειτουργία

της κοινότητας απέναντι στο εξουσιαστικό κέντρο και τις αρχές αλληλεγγύης που

διέπουν τη σύστασή της ως κοινότητας.

Β. Η περίπτωση της Ύδρας στα χρόνια αυτά είναι ενδεικτική των διαφοροποιήσεων

που φέρνει η τουρκική παρέμβαση στις τοπικές ισορροπίες, ιδίως όταν

διακυβεύεται η κυριαρχία της στους κατακτημένους. Την εποχή αυτή, η Πύλη

διεύρυνε τις εξουσίες τής μιας εκ των δύο φατριών του νησιού, επιχειρώντας να

ανακόψει τη ρωσική επιρροή. Η εσωτερικός, λοιπόν, ανταγωνισμός αναπτύσσεται,

ενόσω οι δραστηριότητες των κατοίκων της συνδέονται και προσαρμόζονται ολοένα

και περισσότερο με οικονομικές πραγματικότητες, οι οποίες συγκυριακά εντείνουν

τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Η εσωτερίκευση αυτών των διεργασιών παράγει τα

ανταγωνιστικά συμφέροντα και αντιμαχόμενες φατρίες, οι οποίες για να

αναπαραχθούν πλέον συνδέονται προνομιακά με την Πύλη ή τις ξένες δυνάμεις.

Άρα, η διαφοροποίηση δεν εδράζεται αποκλειστικά σε κοινωνικούς ανταγωνισμούς

και πολιτικές διαμάχες στο εσωτερικό της κοινότητας, αλλά ούτε μπορεί να

ερμηνευθεί αναφορικά με το διακύβευμα της συγκυρίας. Πρέπει, στο μεταξύ, να

σημειώσουμε ότι η έντονη κινητικότητα οδηγεί σε μεταστροφή των συνειδήσεων

αναφορικά με την κατάκτηση ή την έλευση του ξένου ελευθερωτή. Και είναι αυτές

οι αλλαγές των συνειδήσεων που παράγουν τις υποδοχές για τη διεύρυνση της

ξένης επιρροής, αλλά και επιτρέπουν στην κοινότητα των κατακτημένων τη

συγκρότηση σχεδίων απόσχισης από την οθωμανική νομιμότητα.

Τα στρώματα αυτά του χρόνου/συγκυρίας δεν είναι ομοιογενή και αναγώγιμα το ένα

στο άλλο, αλλά ακολουθούν τη δική τους περιοδικότητα στη διαδικασία μεταβολής

που συμβαίνει στο ίδιο το κατακτητικό σύστημα και που, από μια άλλη οπτική,

εντείνεται με τη διεύρυνση και τη διείσδυση του δυτικού κόσμου στην

αυτοκρατορία. Έχουμε, λοιπόν, την παραγωγή ενός πολιτικού κέντρου, στις

ισορροπίες του οποίου εγγράφονται οι σχέσεις που αναπτύσσουν ανταγωνιστικές

φατρίες με τους ξένους και έτσι επιταχύνονται κοινωνικοί/οικονομικοί και

ιδεολογικοί μετασχηματισμοί, οι οποίοι ευνοούν την απόσχιση από την οθωμανική

νομιμότητα, στο όνομα μιας καλύτερης κατάκτησης στην αρχή ή στο όνομα της

πολιτικής αυτονομίας αργότερα.

Οι εξεγέρσεις, λοιπόν, ως γεγονότα και διαδικασίες δεν συνιστούν αποδοχή και

πραγμάτωση των κατά καιρούς εξεγερτικών μηνυμάτων ή του κατακτητικού δόγματος,

αλλά μια συνάρθρωση εξωτερικών πιέσεων και κοινωνικών/ιδεολογικών υποδοχών στο

πλαίσιο της κοινότητας. Έτσι πρέπει να δούμε τις διχαστικές προσλήψεις ως προς

τη διαχείριση της κατάκτησης, αλλά, από ένα σημείο και πέρα, και ως προς τη

διαχείριση της απόσχισης από την κατάκτηση. Η κοινότητα διαπερνάται από

ποικίλα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα, ικανά να την επαναστατικοποιήσουν και

να την καθηλώσουν στη μακροχρόνια στασιμότητά της, ανάλογα με τη δυναμική των

πραγμάτων και της εποχής.

«Επροστάχθητε εις το να γνωρίζητε δια Ζαμπίτην σαν και διοικητήν σας τον…

Γεώργιον Μπέην Δήμα Βούλγαρην, τον οποίον εδίδαμεν κάθε εξουσίαν να κυβερνά,

και να παιδεύη τους ατάκτους και ταραχοποιούς δικαίως, καθώς και μέχρι τούδε,

ομοίως του εδίδαμεν την άδειαν εις το να παιδεύη και όσους εκ του κοινού ή εκ

των προεστώτων ταράττουν την κοινήν ευταξίαν κάμνοντες τζεσαρέτι εις πολλά

ατοπήματα… » «με σκοπόν την υπεράσπισιν, βοήθειαν και ησυχίαν των κατοίκων

και της ευρυχώρου πραγματείας των, την καλήν των αποκατάστασιν εκ των

αλλεπαλλήλων πολέμων, την άφευκτον τιμωρίαν των κακοτρόπων, και την

ανενόχλητον διαγωγήν των τιμίων (…) επίσης δι’ ιδιαιτέρας διαταγής του τον

διορίζει δια την ησυχίαν των νήσων Σπετσών και Πόρου (…) προς δε τους

προεστώτας εντέλλεται, όπως (…) έπρεπε να συμμορφωθώσι με την γνώμην του

[Βούλγαρη]. Θεωρή και να εκτελή απάσας τας τοπικάς υποθέσεις και μάλιστα τας

θαλασσίας και πραγματευτάδικας οιαδήποτε ήσαν. Να εξυπηρετή ακόμη τας

υποθέσεις των καραβίων της Βορείου Αφρικής και των φίλων ξένων επικρατειών».

***

«Τιμιώτατοι προεστώτες και γέροντες της νήσου ΄Υδρας, Σπετζών, Πόρου…

Εκ του αποστελλομένου υμίν ήδη ηγεμονικού ορισμού του υψηλοτάτου πασά

εφένδη μας θέλετε πληροφορηθή, ότι ιερώ προσκυνητώ θεσπίσματι του γαληνοτάτου

και κραταιοτάτου ημών άνακτος, ου το κράτος είη ακαταμάχητον και διαιωνίζον,

με το να ετοιμάζεται εις εκστρατείαν όλος ο βασιλικός στόλος και είναι

κατεπείγουσα χρεία πολυαρίθμου ποσότητος ναυτών, προστάζεσθε και υμείς να

αποστείλητε από της νήσου σας διακοσίους ναύτας, νέους, καλούς, δοκίμους και

εμπείρους ναυτικής (…) με τον συνήθη σαδικανέ τρόπον σας κάμετε γαϊρέτι και

εφέτος εις την ετοιμασίαν και ανελλιπή αποστολήν των ρηθέντων ανθρώπων, δια να

μην υποπέσητε εις την φοβεράν αγανάκτησιν του υψηλοτάτου πασά εφένδη μας (…)

όλοι οι ναυτικοί τόποι διωρίσθησαν (…) να αποστείλωσιν εφέτος διπλασίαν

ποσότητα ανθρώπων (…) Εν τοις τοιούτοις καιροίς έχετε χρέος, ως γνήσιοι και

πιστοί ραγιάδες να προθυμηθήτε εναγωνίως εις το να κάμητε ταύτην την

δούλευσιν, επειδή υπό την σκιάν όντες του υψηλού δοβλετίου τρυφάτε κάθε

ανάπαυσιν, και εμπορευόμενοι ελευθέρως με τα καράβια σας εις πάντα τόπον

εκτήσασθε όπερ έχετε (…) Ούτω παραγγέλλομεν υμίν συντόνως, και ποιήσατε

απαραλλάκτως, εξ αποφάσεως υγιαίνοιτε.

αωστ΄Δεκεμβρίου ιγ΄(1806)

Της τιμιότητός σας όλως εύνους».

Ο Νίκος Κοταρίδης είναι Επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο