Πριν από μία γενιά, έξι μεγάλες εμπορικές τράπεζες κυριαρχούσαν στον

χρηματοπιστωτικό κόσμο της Νέας Υόρκης, η οποία ήταν το χρηματοοικονομικό

κέντρο της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο. Τώρα η Τζέι Πι Μόργκαν ­ η

τελευταία από αυτές τις έξι τράπεζες ­ εξαγοράσθηκε. Είναι το τελευταίο δείγμα

των τάσεων συγκέντρωσης που επικρατούν στην τραπεζική αγορά του Μανχάταν.

Αν η συμφωνία για την εξαγορά της Τζέι Πι Μόργκαν από την Τσέις Μανχάταν

ολοκληρωθεί, θα φέρει κάτω από την ίδια στέγη τάσεις από έξι μεγαλύτερες

εμπορικές τράπεζες που υπήρχαν στη Νέα Υόρκη το 1980. Παράλληλα, η συνένωση

των τεσσάρων τραπεζών αντανακλά την πρόθεση των τραπεζών να αναπτυχθούν

ανεξάρτητα σε νέους κλάδους της χρηματοπιστωτικής αγοράς.

Πριν από δύο δεκαετίες οι εμπορικές τράπεζες ήταν κυρίαρχες, επειδή ήταν οι

μεγαλύτεροι χρηματοπιστωτικοί οίκοι που εξυπηρετούσαν τις τραπεζικές ανάγκες

ιδιωτών και επιχειρήσεων. Οι επενδυτικές τράπεζες και οι ασφαλιστικές

εταιρείες δραστηριοποιούνταν σε άλλους χώρους, μερικές εμφάνιζαν εντυπωσιακά

οικονομικά αποτελέσματα, αλλά καμία δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσει τις

μεγάλες τράπεζες ως χρηματοπιστωτικές υπερδυνάμεις.

Τι συνέβη; Με αφετηρία το 1970, οι εμπορικές τράπεζες είδαν την κυριαρχία τους

σταδιακά να μειώνεται, καθώς οι επιχειρήσεις ανακάλυψαν ότι θα μπορούσαν να

εξοικονομήσουν κεφάλαια εκδίδοντας μετοχές και αποφεύγοντας τον τραπεζικό

δανεισμό. Καθώς το χρηματιστήριο απογειώθηκε, τα χρήματα των επενδυτών άρχισαν

να φεύγουν από τις τράπεζες και να κατευθύνονται σε μετοχές και αμοιβαία

κεφάλαια. Οι εμπορικές τράπεζες, στη συνέχεια, αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα

από μία σειρά δανείων που είχαν χορηγήσει σε χώρες του Τρίτου Κόσμου και σε

προβληματικές επιχειρήσεις.

Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους, αλλά μέχρι

τότε οι ανταγωνιστές τους βρίσκονταν πολύ μπροστά σε πολλούς κλάδους του

χρηματοπιστωτικού τομέα. Επιπλέον, η νομοθεσία που είχε θεσπιστεί κατά τη

διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου και αποσκοπούσε στην

προστασία των τραπεζών από τις ζημίες στο χρηματιστήριο, δυσκόλευε τις

προσπάθειές τους να δραστηριοποιηθούν στην παροχή άλλων χρηματοπιστωτικών

προϊόντων.

Στο κλείσιμο της συνεδρίασης της Τρίτης στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, η

Τσέις Μανχάταν είχε κεφαλαιοποίηση που έφθανε τα 66 δισ. δολάρια, ενώ

αντίστοιχα η χρηματιστηριακή αξία της Τζέι Πι Μόργκαν έφθανε τα 29 δισ.

δολάρια.

Αντίθετα, η Μόργκαν Στάνλεϊ Ντιν Ουίτερ, η επενδυτική τράπεζα που αποσχίστηκε

από την Τζέι Πι Μόργκαν, διέθετε χρηματιστηριακή αξία που ανερχόταν στα 121

δισ. δολάρια. Η Μόργκαν Στάνλεϊ αποσχίστηκε από τη μητρική εταιρεία το 1933,

όταν θεσπίστηκαν οι νόμοι που επέβαλαν τον διαχωρισμό των εμπορικών από τις

επενδυτικές τράπεζες.

Παγκοσμιοποίηση και τεχνολογία

Ο Ντάγκλας Γουόρνερ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Τζέι Πι Μόργκαν

(αριστερά), και ο Ουίλιαμ Χάρισον, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Τσέις

Μανχάταν, αποφάσισαν τη συγχώνευση των τραπεζικών τους ομίλων

Για πολλές δεκαετίες κανείς δεν αμφισβητούσε ότι η Τζέι Πι Μόργκαν είχε πάρει

τη σωστή απόφαση, όταν δραστηριοποιήθηκε αποκλειστικά στην εμπορική τραπεζική.

Τώρα, όμως, εκφράζονται πολλές αμφιβολίες. Οι τάσεις χρηματοπιστωτικής

συγκέντρωσης, λέει ο Ρόντγκιν Κοέν, τραπεζικός αναλυτής και δικηγόρος που

ασχολείται με μεγάλες συγχωνεύσεις τραπεζών, οφείλονται σε τρεις λόγους:

σύγκλιση, παγκοσμιοποίηση και τεχνολογία.

Μιλώντας για σύγκλιση, αναφέρεται στο γεγονός ότι πολλά χρηματοπιστωτικά

ιδρύματα μπορούν πλέον να προσφέρουν παρεμφερή προϊόντα, σε αντίθεση με το

παρελθόν όπου η νομοθεσία το απαγόρευε. Η παγκοσμιοποίηση άνοιξε την όρεξη σε

πολλές τράπεζες να δραστηριοποιηθούν σε νέες αγορές. Παράλληλα, το υψηλό

κόστος της εγκατάστασης νέων τεχνολογιών έκανε πολύ δύσκολο τον ανταγωνισμό

για μικρότερους παίκτες στην τραπεζική αγορά.

Υπάρχουν πολλοί κλάδοι στους οποίους η Τσέις και η Μόργκαν λειτουργούν

συμπληρωματικά. «Μπορεί η μία να καλύψει τα κενά της άλλης», λέει ο τραπεζικός

αναλυτής Ρόναλντ Μαντλ. Η ισχυρότερη θέση της Τσέις βρίσκεται στις μετοχές του

τεχνολογικού κλάδου. Η Μόργκαν, από την άλλη, διαθέτει ισχυρές θέσεις σε

άλλους χρηματιστηριακούς κλάδους, αλλά είναι σχετικά αδύναμη στον τεχνολογικό

κλάδο.

Η Τζέι Πι Μόργκαν κατηγορήθηκε τα τελευταία χρόνια ότι δεν αναπτύχθηκε με

ταχείς ρυθμούς και ότι δεν αύξησε σημαντικά την πελατειακή της βάση, ενώ ο

κλάδος επενδυτικής τραπεζικής της Τσέις Μανχάταν εκτιμάται από πολλούς

αναλυτές ότι δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς. Ο γάμος τους αντιμετωπίζει και τα

δύο προβλήματα, λέει ο Τσιπ Ντίκσον, γενικός διευθυντής του επενδυτικού οίκου

Λέχμαν Μπράδερς.

Ο Ντέιβιντ Μπέρι, διευθυντής οικονομικών ερευνών μεγάλου επενδυτικού οίκου,

εκτιμά ότι ο όμιλος που θα προκύψει από τη συγχώνευση της Τζέι Πι Μόργκαν και

της Τσέις Μανχάταν έχει τη δυνατότητα να γίνει μία από τις μεγαλύτερες

υπερδυνάμεις στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά. Το ενεργητικό της θα

ανέρχεται στα 660 δισ. δολάρια και θα βρίσκεται πίσω από τον όμιλο Σίτιγκρουπ

και τη Μπανκ οφ Αμέρικα. Ο όμιλος θα διαθέτει περισσότερα από 720 δισ. δολάρια

σε ενεργητικό αμοιβαίων κεφαλαίων και θα βρίσκεται στη δεύτερη θέση σ’ αυτόν

το χρηματοπιστωτικό κλάδο, πίσω από τη Φιντέλιτι Ινβέστμεντς. Παράλληλα, θα

διαθέτει μεγάλους θεσμικούς πελάτες σε όλο τον κόσμο.

Πρόκειται για έναν γάμο που προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα και στις δύο

επιχειρήσεις. «Η συνένωση δημιουργεί απίστευτες δυνατότητες», λέει ο Ντάγκλας

Γουόρνερ, πρόεδρος της Τζέι Πι Μόργκαν. Από την πλευρά του ο Ουίλιαμ Χάρισον,

πρόεδρος της Τσέις Μανχάταν, δήλωσε μετά την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας:

«Είμαι πεπεισμένος ότι στη συγχώνευση αυτή ένα συν ένα κάνουν περισσότερο από

δύο».

Το 1980, η μεγαλύτερη νεοϋορκέζικη τράπεζα ήταν η Σίτιμπανκ. Κρατά ακόμη την

πρώτη θέση, αλλά τώρα είναι θυγατρική του Σίτιγκρουπ, η οποία δημιουργήθηκε

από τη συγχώνευση του Σίτικορπ, της μητρικής εταιρείας της Σίτιμπανκ και την

τράπεζας Τράβελερς, της μεγάλης ασφαλιστικής και επενδυτικής τράπεζας που

ελέγχεται από τη Σάνφορντ Βέιλ. Ενώ το όνομα Σίτι επέζησε, η εταιρεία είναι

πλέον κομμάτι ένός ευρύτερου ομίλου, που διευθύνεται από στελέχη που ήρθαν από

άλλες επιχειρήσεις.

Το 1980, η Τσέις Μανχάταν βρισκόταν στη δεύτερη θέση της νεοϋορκέζικης

τραπεζικής αγοράς. Πίσω της βρίσκονταν η Μανιουφάκτουρερς Άνοβερ, η Μόργκαν

και τη Κέμικαλ Μπάνκερς Τραστ. Η τελευταία ήταν προϊόν συγχώνευσης της Κέμικαλ

και της Μανιουφάκτουρερς Άνοβερ, που πραγματοποιήθηκε το 1991. Στη συνέχεια,

το 1995, εξαγόρασε την Τσέις Μανχάταν. Το 1998, η Μπάνκερς Τραστ πωλήθηκε στον

γερμανικό τραπεζικό όμιλο Ντόιτσε Μπανκ.

Οι δύο μη νεοϋορκέζικες τράπεζες στην πρώτη οκτάδα του 1998 δεν τα πήγαν

άσχημα τα χρόνια μετά το 1980. Η Μπάνκ οφ Αμέρικα, που το 1980 βρισκόταν στην

πρώτη θέση, και η Κοντινένταλ Ιλινόις που τότε βρισκόταν στην έβδομη θέση,

ένωσαν τις δυνάμεις τους, αλλά εξαγοράσθηκαν από τη Νορθ Καρολάινα Νάσιοναλ

Μπανκ, που βρισκόταν στην 26η θέση της τραπεζικής αγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών.