Σουλιώτης πολεμιστής στην Κέρκυρα (Μανόλης Βλάχος, Louis Dupré, εκδ.

Ολκός, Αθήνα 1994, σ. 83)

Το καλοκαίρι του 1803 ο Αλής αποφασίζει να επιχειρήσει νέα εκστρατεία εναντίον

του Σουλίου. Επικεφαλής των στρατευμάτων τοποθετεί τον γιο του, Βελή πασά, ενώ

ο ίδιος παραμένει στα Ιωάννινα απ΄όπου συντονίζει όλες τις ενέργειες της

στρατιωτικής επιχείρησης. Από την Παραμυθιά, όπου έχουν συγκεντρωθεί τα

στρατεύματα, ο Βελής προωθείται προς το σουλιωτικό βουνό και σε μικρή απόσταση

από το τετραχώρι στήνει τρία στρατόπεδα. Απέναντί τους αντιπαρατάσσονται

σουλιωτικές δυνάμεις. Με συνεχείς νυκτερινές εφόδους επιχειρούν να φθείρουν

τον αντίπαλο. Τριακόσιοι μαχητές παραμένουν πάντα για φύλαξη του Σουλίου.

Ωστόσο, η τριετής πολιορκία, οι όμηροι του Αλή στα Ιωάννινα, η διαβρωτική

πολιτική του πασά και η δύναμη του χρυσού έχουν υπονομεύσει πλέον το μέτωπο

των σουλιωτικών γενών. Ο Βελής, έχοντας έρθει σε συνεννόηση με τον Πύλιο Γούση

(Μπούσμπο) και τον Κουτσονίκα, εισβάλλει αιφνιδιαστικά στο Σούλι. Είναι η

νύκτα της 25ης Σεπτεμβρίου. Ύστερα από φονικοτάτη μάχη γύρω από το Κούγκι,

στην κορφή του οποίου ήταν οχυρωμένοι εξακόσιοι Σουλιώτες με τον καλόγερο

Σαμουήλ, ο οικισμός θα καταληφθεί. Η συνεργασία του Κουτσονίκα θα καταγγελθεί

αμέσως από τους Σουλιώτες: »… μαζόχθηκαν από τ΄άλο το ταράφι όλη και πήγαν

και του ήπαν του Κουτζονίκα ότι το Σούλη εσή μας το πρόδοσες και ο σκοτωμός

οπού γίνηκε από τ΄εσένα έγινε, μας επρόδωσες και πήρεν μπούγιο η Τουρκιά και

ήρθεν στο Κάστρο και σφάκτικάμαν» (Αρχείο Αλή πασά). Αλλά και η συλλογική

μνήμη θα αποτυπώσει τα συμβάντα στους δημοτικούς στίχους: »μπρε ν΄ανάθεμά σε

Μπότζαρη και εσένα Κουτζονίκα / με την δουλιά που κάμεταν τουτο το καλοκαίρη /

μπάσετε το βελή-πασιά μέσα στο κακοσούλι ».

Οι Σουλιώτες αναδιπλώνονται στήνοντας ταμπούρια στους λόφους της Κιάφας και

του Κουγκίου. Αυτοί που βρίσκονται στο Κούγκι προστατεύονται και από το

τειχόκαστρο που έχει χτίσει, γύρω από το ναό της Αγίας Παρασκευής, ο καλόγερος

Σαμουήλ. Τα γυναικόπαιδα καταφεύγουν στις σπηλιές των λόφων. Οι πολιορκητές

χτυπούν, με το πυροβολικό τους, από τους απέναντι λόφους. Οι Σουλιώτες έχουν

πλέον χωρισθεί σε δύο μερίδες, δύο »ταράφια». Σε αυτούς που αποδέχονται,

έναντι ανταλλαγμάτων, το ενδεχόμενο της συνθηκολόγησης με τον πασά και σε

εκείνους που αντιστέκονται. Οι τελευταίοι είναι τα αναδιπλωμένα στο Κούγκι,

στο »κάστρο, στον καλόγερο» γένη. Είναι τα ολιγομελή και ανίσχυρα γένη.

Συσπειρωμένα περί τον Σαμουήλ παρακολουθούν με δέος από τις οχυρές θέσεις τους

τη διελκυστίνδα των μυστικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στα ισχυρά γένη και τον

πασά. Συνειδητοποιούν ότι, λίγοι καθώς είναι, δεν διαθέτουν διαπραγματευτικά

όπλα για την παράδοσή τους. Συνεπώς, το μόνο που απομένει είναι η παραμονή

στον τόπο τους και η προσκόλληση στον καλόγερο Σαμουήλ, τον οποίο »οι

Σουλιώτες και κατ΄εξαίρεσιν οι της κατωτέρας τάξεως τον εσέβοντο και ηγάπων».

Στο Κούγκι όμως είναι ταμπουρωμένο και το γένος Τζαβέλλα με τους οπαδούς του,

περιμένοντας τον αρχηγό του γένους, Φώτο Τζαβέλλα, να καθορίσει τη στάση του

απέναντι στον πασά. Ο Φώτος, έγκλειστος σε φυλακή των Ιωαννίνων, θα

απελευθερωθεί τελικά από τον Αλή υπό τον όρο να αποχωρήσει με το γένος του από

το Σούλι και να εγκατασταθούν σε τόπο της αρεσκείας τους. Εγγύηση της

συμφωνίας, η κράτηση στα Ιωάννινα της οικογένειας του Φώτου. Ο Φώτος αναχωρεί

για την Πάργα. Εφοδιασμένος με διαταγή του Βελή πασά, θα διαπραγματευθεί την

εγκατάσταση του γένους του στην Πάργα ή τα Ιόνια νησιά. Οι Πάργιοι, φοβούμενοι

την υποδοχή ενός πληθυσμού »φερμανλήδων», παραπέμπουν το ζήτημα στις αρχές

της Επτανήσου Πολιτείας. Επιστρέφοντας ο Φώτος στο Σούλι, βρίσκεται μπροστά σε

ραγδαίες εξελίξεις.

Το Κούγκι και η Κιάφα από τον Άγιο Δονάτο

Στην Κιάφα οι Ζερβάτες και ο Κουτσονίκας έχουν, πριν από τις 7 Δεκεμβρίου,

συνθηκολογήσει και αποδεχθεί, έναντι γενναίου χρηματικού ποσού, την αποχώρησή

τους από το βουνό. Το γένος Ζάρμπα αποδέχεται την παράδοση στις 8 Δεκεμβρίου.

Στις 11 Δεκεμβρίου ο Φώτος Τζαβέλλας ανεβαίνει στο Κούγκι για να πείσει όσα

γένη έχουν απομείνει να συνθηκολογήσουν και να βγουν από το τειχόκαστρο.

Τελικά, στις 12 Δεκεμβρίου, υπογράφεται από τον Βελή πασά και τους

αξιωματούχους του »Η μεταξύ Αλή και Σουλιωτών συνθήκη». Οι όροι της

περιλαμβάνουν την ελεύθερη αποχώρηση των Σουλιωτών από το τετραχώρι μαζί με τα

όπλα και τα πράγματά τους και την ελεύθερη εγκατάσταση σε τόπο της επιλογής

τους, την απόδοση των κρατουμένων Σουλιωτών ομήρων και την παροχή γης σε όσους

προτιμούσαν να κατοικήσουν εντός της οθωμανικής επικράτειας. Οι σουλιωτικές

φάρες αποχωρούν σταδιακά. Πρώτες αποχωρούν οι φάρες της Κιάφας που φθάνουν

στην Πάργα στις13-14 Δεκεμβρίου. Στις 16 Δεκεμβρίου αποχωρούν οι φάρες που

συνθηκολόγησαν τελευταίες. Την ίδια ημέρα, 16 Δεκεμβρίου 1803, πρέπει να

χρονολογηθεί και η πυρπόληση του καλόγερου Σαμουήλ στο Κούγκι. Είχε παραμείνει

προκειμένου να παραδώσει σε απεσταλμένους του πασά τα φυλασσόμενα εκεί

πολεμοφόδια. Η πυρπόληση του Σαμουήλ αποτελεί τη σκοτεινή πτυχή τής, κατά τα

άλλα, αναίμακτης εξόδου των Σουλιωτών από το τετραχώρι. Κατά τον Περραιβό ο

ιερομόναχος αυτοπυρπολήθηκε. Άλλοι θα αποδώσουν το συμβάν σε ενέργεια του Αλή

πασά, εξοργισμένου με τον καλόγερο στον οποίο καταλόγιζε την παράταση της

πολιορκίας. Υπάρχουν, ωστόσο, μαρτυρίες, σύγχρονες των γεγονότων, που

αποδίδουν στον Φώτο Τζαβέλλα την ανατίναξη στο Κούγκι.

Την επιχείρηση της πολιορκίας του Σουλίου και της τελικής συνθηκολόγησης των

Σουλιωτών είχε αναλάβει, ως αρχηγός της εκστρατείας, ο γιος του Αλή, Βελή

πασάς. Ο Αλής φθάνει από τα Ιωάννινα στο Σούλι στις 16 Δεκεμβρίου. Τα βουνά

είναι έρημα. Το Σούλι μεν έπεσε, αλλά οι Σουλιώτες έχουν διαφύγει.

Εξοργισμένος, στέλνει στρατεύματα και απειλητικές επιστολές στους Παργίους

διατάζοντάς τους να εκδιώξουν αμέσως από τα εδάφη τους »παρόμοιους

κακοποιούς, αποστάτας του βασιλέως». Με παρέμβαση των Ρώσων οι απειλές δεν

πιάνουν. Οι Σουλιώτες δεν του παραδίδονται. Αλλά τα σουλιωτικά γένη,

συσπειρωμένα και ένοπλα, συνιστούν πάντα σοβαρή απειλή για τον Αλή. Κατά

παραβίαση των συνθηκών, ο Αλής αποφασίζει την εξολόθρευση όσων είχαν

παραμείνει εντός οθωμανικής επικράτειας. Στρατεύματα του Αλή, ενισχυμένα και

με αρματολούς της Καμαρίνας, επιτίθενται αιφνιδιαστικά στα γένη Κουτσονίκα και

Φωτομάρα, τα οποία είχαν κατευθυνθεί στο Ζάλογγο. Στη μάχη που ακολουθεί οι

μισοί φονεύονται. Τα γυναικόπαιδα, απωθούμενα στον γκρεμό, κατακρημνίζονται.

Αιφνιδιαστική επίθεση δέχεται στη Ρινιάσα και το γένος Γιωργάκη Μπότση,

εγκατεστημένο εκεί, ήδη από το 1802, έπειτα από συμφωνία με τον Βελή πασά.

Τότε, κατά τον Περραιβό, συνέβη το ολοκαύτωμα στον πύργο (κούλα) του Δημουλά.

Οι έγκλειστες γυναίκες του γένους, με προεξάρχουσα τη γυναίκα του Γ. Μπότση,

τη Δέσπω, ανάβουν την πυρίτιδα και ανατινάζονται με τα παιδιά τους.

Ο Κίτσος Μπότσαρης, τρία χρόνια ήδη ενταγμένος στην υπηρεσία του πασά ως

αρματολός, μετά την παράδοση του Σουλίου, επιστρέφει στο Βουλγαρέλι. Ανήσυχος

από την τροπή των πραγμάτων αποσύρει από εκεί τους περίπου 1.200 Σουλιώτες και

καταφεύγει στη φύσει οχυρή θέση της Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Σέλτσο.

Εκεί, τον Ιανουάριο του 1804, δέχεται την επίθεση στρατιωτικού σώματος του

Αλή, ενισχυμένου με δυνάμεις αρματολών. Μετά τρίμηνη πολιορκία γίνεται

φονικότατη μάχη, στη διάρκεια της οποίας μόνον 80 Σουλιώτες διασώζονται.

Ανάμεσά τους ο Κίτσος Μπότσαρης με τον δεκαπεντάχρονο γιο του, Μάρκο, που

διαφεύγουν στην Πάργα. Η ενεργός συμμετοχή των αρματολών στη μάχη του Σέλτσου,

η οποία κατέληξε σε πανωλεθρία του γένους Μπότσαρη, πρέπει να αποδοθεί στον

ανταγωνισμό των αρματολών απέναντι στο σουλιωτικό γένος, το οποίο, στην

υπηρεσία πλέον του πασά, διεκδικούσε τα αρματολικά κόλια της περιοχής. Για τον

ίδιο λόγο οι αρματολοί θα συμμετάσχουν και στον ανελέητο διωγμό των

Μποτσαράτων που διατάσσει έκτοτε ο Αλής.

Ωστόσο, τα δύο τρίτα του σουλιωτικού πληθυσμού, διατηρώντας ακέραιη την

οργάνωσή τους σε γένη, ένοπλα και εφοδιασμένα με τον αληπασαδικό χρυσό,

παραμένουν σώα στην Πάργα. Από εκεί θα προωθηθούν, μέσα στο 1804, στα

Επτάνησα, όπου θα παραμείνουν για χρόνια πρόσφυγες, άλλοι πενόμενοι και άλλοι

προσφέροντας τις ένοπλες υπηρεσίες τους στα στρατιωτικά σώματα που

συγκροτούνται εκεί πρώτα από τους Ρώσους και, μετά το 1807, από τους Γάλλους.

Με το νου στραμμένο στην απέναντι ηπειρωτική χώρα θα εκφράζουν, μέσα από τα

αλβανόφωνα τραγούδια τους, νοσταλγία για τον τόπο τους και ευθύνες για τους

αρχηγούς τους: »Ti more Foto Xhavella / sec na here me Kapella / Sec u prem e

sec u vrame / Sulin e shkrete ku e lame? / Ali Pashait ja dhame / Nate e dite

vrim e quajme» ( » Σύ μωρέ Φώτο Τζαβέλλα / τι μας έκαμες με καπέλλα, / Τί

κοπήκαμε και σκοτωθήκαμε / το Σούλι το έρημο πού τ΄αφήκαμε, ΄/ Του Αλή πασά το

δώσαμε / Μέρα νύχτα καθόμαστε και κλαίμε » ).

Η κατάληψη του ορεινού σουλιωτικού χώρου ­ ορμητηρίου τοπικής κυριαρχίας ­

ήταν στόχος πρώτης προτεραιότητας του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Ωστόσο, όπως θα

τονίσει και ο Αθανάσιος Ψαλίδας, γνώστης των γεγονότων, η σουλιωτική δύναμη

δεν καταβλήθηκε με τα όπλα: »και ως το τέλος δεν τους ενίκησε με τ΄άρματα,

αλλά με τα άσπρα’ τους επλήρωσε αρκετά και τους αγόρασε τα βουνά έρημα».

Διαπίστωση η οποία, όμως, παρακάμπτει την ιδιομορφία της σουλιωτικής

κοινωνίας. Μια κοινωνία οργανωμένη σε αυτεξούσια γένη, με αυτόνομη και πολλές

φορές ανεξέλεγκτη δράση, προσφερόταν στη διαλυτική υπονόμευση του χρηματισμού.

Η ιδεολογική εμμονή στην αρχή της αυτονομίας των σκοπών και των ιδιαίτερων

συμφερόντων εκάστου γένους εμπεριείχε, εν δυνάμει, τον κατακερματισμό της

ενιαίας στον γεωγραφικό χώρο κοινότητας του Σουλίου. Στην ιστορική πλαισίωση

του 1803 αυτό σήμαινε την εξαγορά της συνθηκολόγησης κάθε ισχυρού γένους

μεμονωμένα. Στην ακραία της συνέπεια, η προσήλωση στην αρχή της αυτονομίας των

συμφερόντων του γένους «θα μπάσει τον Βελή πασιά μέσα στο Κακοσούλι». Από την

άλλη, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι στο τοπικό σκηνικό εξουσίας άλλοι

πρωταγωνιστές πρόβαλαν τις κυριαρχικές τους αξιώσεις. Ο 18ος αιώνας εκπνέει.

Οι Σουλιώτες, που στη διάρκεια αυτού του αιώνα είχαν αναδειχθεί σε αυτόνομο

χριστιανικό πόλο εξουσίας, δεν ήταν πιά οι ισόμοιροι παίκτες στο παιγχνίδι της

τοπικής κυριαρχίας. Η επιβολή της ανερχόμενης κεντρικής εξουσίας του Αλή πασά

των Ιωαννίνων, με τάσεις αυτονόμησης από την Πύλη, οδηγούσε αναπόφευκτα σε

σύγκρουση με όλες τις τοπικές εξουσίες, χριστιανικές ή μουσουλμανικές. Οι

Σουλιώτες ήταν μία από αυτές. Η σύγκρουση ήταν εξοντωτική. Στα ερείπια του

τόπου της άλλοτε δυναμικής και κάποτε πανίσχυρης παρουσίας τους δεν θα έμενε

τίποτε παρεκτός η εδραίωση ενός εξίσου ζωηρού εθνικού μύθου. Θα επανέλθουν στα

βουνά τους το 1820…. συνεργαζόμενοι με τον Αλή Πασά στο νεώτερο πλαίσιο της

ενδοοθωμανικής (μεταξύ σουλτάνου και Αλή) σύγκρουσης, για να εκδιωχθούν

οριστικά, το 1822, από τα νικηφόρα σουλτανικά στρατεύματα. Είναι η αυγή της

Ελληνικής Επανάστασης, με την οποία οι Σουλιώτες θα συνδέσουν έκτοτε τη μοίρα

τους.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αραβαντινός Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, τ. Α’ – Β, Αθήνα, 1856.

Αραβαντινός Σπ., Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή, τ. Α’ – Β’, Αθήνα,

1895 (φωτομηχανική ανατύπωση Σεπτέμβριος 1979).

Αρς Γ.Λ., Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη του ΙΗ’ και στις αρχές του

ΙΘ’ αιώνα, Εισαγωγικό σχόλιο – επιμέλεια: Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Αθήνα,

1994.

Ασδραχάς Σπ., «Σουλιωτικά σημειώματα», Επιθεώρηση Τέχνης, τ. ΙΘ’, 1964,

σ. 174-185.

Κουτσονίκας Λ., Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α’,

Αθήνα, 1863.

Λαμπρίδης Ι., Ηπειρωτικά Μελετήματα, τχ. 10 «Σουλιωτικά», Ιωάννινα,

1971.

Μαμμόπουλος Α.Χ., Ήπειρος, Λαογραφικά, ηθογραφικά, εθνογραφικά, τ. Α’,

Αθήνα, 1961.

Μέρτζιος Κ.Δ., «Ανέκδοτα ιστορικά στοιχεία περί Αλή Πασσά Τεπελενλή»,

π. Ηπειρωτική Εστία, τ. Γ’, 1954, σ. 5 κ.ε.

Μουφίτ Α., Αλή Πασάς ο Τεπελενλής (1744-1822), Ιωάννινα 1980.

Οικονόμου Δ.Α., Το Σούλι, οι Σουλιώται και η οικογένεια Μπότσαρη –

ιστορικά σημειώματα, Αθήνα, 1952.

Παπαγεωργίου Γ., «Συμβολή στην ιστορία της Πάργας κατά τον 18ο αι.», π.

Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 22, 1980, σ. 93-132.

Περραιβός Χρ., Ιστορία Σουλίου και Πάργας, τ. Α’ – Β’, β’ έκδοση,

Βενετία, 1815.

Περραιβός Χρ., Απομνημονεύματα πολεμικά, τ. Α’ – Β’, Αθήνα, 1836.

Πρωτοψάλτης Ε.Γ. (έκδ.), «Το ημερολόγιον της αιχμαλωσίας του Φώτου

Τζαβέλλα (1792-1793)», Μνήμη Σουλίου, έκδ. του εν Αθήναις Συλλόγου «Οι Φίλοι

του Σουλίου», τ. Β’, 1973, σ. 213-235.

Σάρρος Δ.Μ., «Γράμματα αναφερόμενα εις την Ιστορίαν του Σουλίου και της

Πάργης (εκ των αρχείων της Ιονίου Γερουσίας)», π. Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 1,

1926, σ. 148-157 και τ. 2, 1927, σ. 269-285.

Bellaire J.Ρ., Precis des operations generales de la division Francaise

du Levant, Παρίσι, 1805.

Bopp Α., L’ Albanie et Napoleon, Παρίσι, 1914.

Eton W., Α survey of the Turkish Empire, Λονδίνο, 1809.

Hobhouse J.C., Α journey through Albania and others provinces of

Tourkey in Europe and Asia to Constantinople during the years 1809 and 1810,

τ. Α’, Λονδίνο, 1813.

Hughes Τ.S., Travels in Greece and Albania, τ. Α’ – Β’, Λονδίνο, 1830.

Leake W.Μ., Travels in Northern Greece, τ. Α’ – Δ’, Λονδίνο, 1814.

Pouqueville F.C.Η.L., Voyage de la Grece, τ. Α’ – ΣΤ’, Παρίσι,

1826-1827.

Pouqueville F.C.Η.L., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, ήτοι η

Αναγέννησις της Ελλάδος, Μετάφραση: Ξ. Ζύγουρας, Αθήνα, 1890.

Η σειρά των άρθρων «Το εμπόλεμο Σούλι» βασίστηκε στην εκτενή εργασία της

συγγραφέως «Σούλι και Σουλιώτες», έκδοση Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικού

Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, 1998, σ. 544.

Η Βάσω Ψιμούλη είναι Διδάκτωρ Ιστορίας – Γενικά Αρχεία του Κράτους