Ο Βαγγέλης Ρωχάμης στην αυλόπορτα που την κοσμούν δύο γύψινα γεράκια

Μπουσουλώντας στην ελευθερία; τον ρωτάω, αρχίζοντας τη συζήτηση με έναν καφέ

στον ολάνθιστο κήπο του σπιτιού του, συντροφιά με την αδερφή του Φώτω και τον

γαμπρό του Ιάκωβο. Γελάει. «Τι είναι αυτά που λες… Εγώ μπουσούλαγα στην

ελευθερία κι όταν με είχαν στην απομόνωση, για χρόνια. Άμα νιώθεις ελεύθερος,

είσαι παντού ελεύθερος, είτε είσαι μέσα στη φυλακή είτε είσαι έξω…».

Όση ώρα μιλάμε δείχνει νευρικός και κάθε λίγο σηκώνεται από την καρέκλα…

ΕΡ.: Γιατί είσαι νευρικός;

ΑΠ.: Θέλω να ηρεμήσω και δεν μπορώ. Έχω τόση πολλή ενέργεια μέσα μου

που δεν ξέρω τι να την κάνω και γι’ αυτό τρέχω κάθε ημέρα τουλάχιστον 10

χιλιόμετρα…

Σύνδρομο φυγής; Μάλλον ο επί χρόνια καταζητούμενος Βαγγέλης Ρωχάμης έχει τους

δικούς του ρυθμούς, που τώρα πρέπει να αλλάξουν…

ΕΡ.: Τώρα πλέον δεν έχεις λόγους να προσπαθείς να ξεφύγεις από

κάποιους…

ΑΠ.: Αν έχω, λέει; Από σας τους δημοσιογράφους. Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα

ήμουν… ελεύθερος πολιορκημένος. Δεν τολμούσα να βγω από το σπίτι, γιατί απ’

έξω περίμεναν οι κάμερες. Περίμενα να σκοτεινιάσει για να… δραπετεύσω από

την πίσω πόρτα και να πάω να δω κανέναν φίλο, να κατέβω στην παραλία ή να

πεταχτώ μέχρι τη Χαλκίδα…

Μαζί με τους φορείς

ΕΡ.: Πώς περνάει το 24ωρο ένας πρώην κατάδικος που επέστρεψε στην

ελευθερία και στο χωριό του; Τώρα πια έχει ξαναβρεί το χιούμορ του.

ΑΠ.: Εργάζομαι συνεχώς για την ανάπτυξη του τόπου. Χρειάζεται βέβαια να

βοηθήσουν οι φορείς. Να το γράψεις αυτό. Για την ανάπτυξη του τόπου. Με

κάλεσαν να πάω και στο Δημοτικό Συμβούλιο. Τους είπα πως κάποια ημέρα θα τους

επισκεφθώ…

Η ώρα περνάει και μου προτείνει να συνεχίσουμε την κουβέντα με μια βόλτα στην

παραλία.

Λίγα μέτρα πιο κάτω θα συναντήσουμε τον αδερφό του τον Γιώργο, που μάλλον

ξαφνιάζεται που μας βλέπει…

Έξω από το καφενείο του Τριανταφύλλου, στην παραλία μια συντροφιά φίλων

χαιρετούν τον Βαγγέλη εγκάρδια κι αυτός τους ανταποδίδει τον χαιρετισμό…

Το βέβαιο είναι ότι από το βράδυ της Μ. Τρίτης, οπότε ο Ρωχάμης επέστρεψε στο

Λευκαντί, το χωριό απέκτησε έναν άλλο ρυθμό στην καθημερινή ζωή.

Με την αδελφή του και τον γαμπρό του στον κήπο του σπιτιού του

ΕΡ.: Για τους πατριώτες σου τι έχεις να πεις;

ΑΠ.: Δεν έχω παράπονο, μου στάθηκαν με τον τρόπο τους… Όμως, η φυλακή

με δίδαξε πολλά. Δεν είναι να ‘χεις εμπιστοσύνη και σε πολλούς…

Δεν λέω, έχω τους φίλους μου, αλλά αν ο εαυτός σου δεν σε βοηθάει, τι να σου

κάνουν οι φίλοι. Έχω, όμως, και τα παιδιά μου, τ’ αδέρφια μου…

ΕΡ.: Αλήθεια, με τις κόρες σου, τη Μαρία και τη Γιάννα, πώς τα πας,

τώρα που βρίσκεσαι συνεχώς μαζί τους;

ΑΠ.: Καλύτερα από ποτέ. Τώρα τις γνωρίζω ουσιαστικά και θέλω να είμαι

συνεχώς μαζί τους. Χθες έφυγε η Γιάννα για ένα ταξίδι και δεν ξέρεις πώς μου

λείπει. Έχω και τη Μαρία που είναι «εγκέφαλος». Αυτή διαχειρίζεται τα

οικονομικά. Εγώ δεν ξέρω τι μου γίνεται.

Είχα δύο εκατομμύρια και τώρα στην τσέπη μου έχω 200.000. Αυτά είναι όλα μου

τα λεφτά. Μέσα στο Πάσχα έφαγα 1.800.000. Αν με ρωτήσεις πού, δεν ξέρω. Πάσχα

ήταν, είχαν και τα παιδιά έξοδα… Αλλά και πάλι δεν με νοιάζει, έτσι είμαι

εγώ…

Έχουμε ολοκληρώσει τη βόλτα στην παραλία και επιστρέφουμε στο σπίτι. Την

αυλόπορτα κοσμούν δύο γύψινα γεράκια, με μισάνοιχτα τα φτερά.

ΕΡ.: Γιατί γεράκια Βαγγέλη;

ΑΠ.: Δεν το πιάνεις; Γιατί πετούν γρήγορα και γιατί επιτίθενται ακόμη

πιο γρήγορα. Ξέρεις πώς βγήκα;

Έστειλα επιστολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Στεφανόπουλο, στον

Πρωθυπουργό, σε όλα τα μέλη της κυβέρνησης. Τους έγραφα πως δεν ωφελούσε να με

κρατάνε μέσα και πως το μόνο που θα κατάφερναν ήταν να γίνει κακό. Έτσι με

άφησαν.

Παρασκευή μεσημέρι και ο Βαγγέλης Ρωχάμης επιμένει να με ξεναγήσει στο

Βασιλικό, όπου έχει ­ όπως λέει ­ και μερικές δουλειές. Απ’ όπου κι αν περνάμε

ακούγεται κι ένας φιλικός χαιρετισμός. «Γεια σου Βαγγέλη, καλωσόρισες, χρόνια

πολλά…». Κάποια στιγμή θα συναντηθούμε και με τη μεγάλη του κόρη, τη Μαρία,

κι ύστερα θα καταλήξουμε σε ένα καφενείο για ένα ουζάκι.

Η νευρικότητα δεν λέει να τον αφήσει αν και δείχνει χαρούμενος…

Ο Βαγγέλης Ρωχάμης με τον συντάκτη των «ΝΕΩΝ» Κώστα Παπαπέτρου

ΕΡ.: Έχεις βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, τι θα κάνεις, με τι θα

πρωτοασχοληθείς;

ΑΠ.: (Γελάει). Είπαμε. Θα εργασθούμε για την ανάπτυξη και την πρόοδο

του τόπου. Έχω πολλά να κάνω. Μου λένε να ξεκουραστώ πρώτα. Και τόσα χρόνια

στη φυλακή τι έκανα… Θέλω να ασχοληθώ με τα βιβλία μου.

Έχω γράψει τρία βιβλία κι έχω πολλά ακόμη να πω… Υπάρχουν πολλές προτάσεις

για δουλειές και από διάφορους φίλους. Έχω με πολλά να ασχοληθώ και μπορώ

πολλά να προσφέρω…

Έχω όμως και δυσκολίες. Όπως, για παράδειγμα, ότι δεν έχω το δίπλωμα οδήγησης.

Μου το πήραν πριν από 29 χρόνια όταν με συνέλαβαν και τώρα δεν ξέρω πού

βρίσκεται. Δεν θέλω να οδηγώ χωρίς δίπλωμα και να είμαι παράνομος.

Φαντάζεσαι να οδηγώ και να με σταματήσει τροχονόμος; Τι θα του πω; Αλλά και

πού να το βρω το δίπλωμα ύστερα από τόσα χρόνια…

ΕΡ.: Βασικό χαρακτηριστικό του Βαγγέλη Ρωχάμη είναι ότι είναι

απρόβλεπτος. Οι φίλοι του το γνωρίζουν αυτό. Όσο εύκολα γελάει, άλλο τόσο

εύκολα θυμώνει ή συγκινείται.

ΑΠ.: Υπάρχουν πράγματα που με πληγώνουν, που δεν θέλω να θυμάμαι, κι

άλλα που δεν μπορώ να τα ξεπεράσω, όπως τον θάνατο των γονιών μου. Έλειπα κι

από τους δύο όταν πέθαναν.

Η μάνα μου πέθανε το 1987, όταν κάψαμε την Κέρκυρα και με είχαν στην

απομόνωση. Και ο πατέρας μου το 1974, όταν παραβίασα την άδεια κι ήμουν και

πάλι καταζητούμενος. Ακόμη δεν βρήκα τη δύναμη να πάω να προσκυνήσω τον τάφο

τους. Θα το ξεπεράσω, όμως, και θα πάω. Το θέλω. Μέχρι τώρα δεν μπορούσα να

πάω και από τους δημοσιογράφους και τις κάμερες…

Ένας φίλος του Βαγγέλη, ο Κώστας, που κάθεται στη συντροφιά μας, βρίσκει την

ευκαιρία να αλλάξει την ατμόσφαιρα…

ΕΡ.: Φταίτε κι εσείς οι δημοσιογράφοι σε έναν βαθμό, για πολλά απ’ αυτά

που τράβηξε ο Βαγγέλης… … Δεν τον αφήνει να συνεχίσει και δείχνει να

ξαναβρίσκει το κέφι του.

ΑΠ.: Πολλοί κι όχι μόνον οι δημοσιογράφοι εκμεταλλεύτηκαν το όνομά μου.

Βλέπεις ο Βαγγέλης Ρωχάμης «πούλαγε»…

… Σταματάει για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα γελάει…

ΑΠ.: Καιρός να το εκμεταλλευτώ κι εγώ. Όχι βέβαια πως δεν θα τα

καταφέρω… Είπαμε, όμως. Πρώτα η ανάπτυξη του τόπου και γι’ αυτήν θα

εργαστούμε.

ΕΡ.: Δηλαδή, πώς να εκμεταλλευθείς το όνομά σου;

ΑΠ.: Μπορεί να ασχοληθώ και με τη διαφήμιση… Άσχημη ιδέα είναι;