Από συμπληγάδες πέτρες εκτιμάται ότι θα περάσουν οι τρεις μεγάλες

μετοχοποιήσεις, οι οποίες αποτελούν τη βάση των διαρθρωτικών αλλαγών που

σχεδιάζει για τους επόμενους μήνες η κυβέρνηση. Η μετοχοποίηση της ΔΕΗ και της

Ολυμπιακής Αεροπορίας, αλλά και η εξεύρεση στρατηγικού συμμάχου του ΟΤΕ

αποτελούν αυτή τη στιγμή έναν πονοκέφαλο για το οικονομικό επιτελείο της

κυβέρνησης, καθώς δεν είναι λίγοι εκείνοι που χαρακτηρίζουν το χρονοδιάγραμμα

που έχει τεθεί ως υπερβολικά φιλόδοξο, αν ληφθούν υπόψη οι δυσκολίες αλλά και

τα προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν.

«Η πώληση μειοψηφικού πακέτου της Ολυμπιακής Αεροπορίας δεν είναι εύκολη

υπόθεση», έλεγε πριν από μερικές ημέρες στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» τραπεζίτης. Άλλος

συνάδελφός του αναφερόμενος στο εγχείρημα στη ΔΕΗ τόνιζε χαρακτηριστικά ότι ο

στόχος για την ολοκλήρωση της μετοχοποίησής της μέχρι το φθινόπωρο απλώς

αποτελεί «μία φιλόδοξη τοποθέτηση η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν το

Ελληνικό Δημόσιο ξεπεράσει τις γραφειοκρατικές δυσκαμψίες που χαρακτηρίζουν τη

λειτουργία του».

ΔΕΗ

Το σίγουρο είναι ότι στην παρούσα φάση η υλοποίηση των εξαγγελιών που αφορούν

τη μετοχοποίηση της ΔΕΗ βρίσκεται ουσιαστικά σε αρχικό στάδιο. Στην

πραγματικότητα οι τέσσερις σύμβουλοι που έχουν επιλεγεί (Εθνική, Alpha

Πίστεως, Ρότσιλντ-ΑΒΝ και Γκόλντμαν Σακς) έχουν αρχίσει να δουλεύουν το

συγκεκριμένο πρόγραμμα αμέσως μετά τις εκλογές. Αυτή τη στιγμή οι αρμόδιες

ομάδες εργασίας επεξεργάζονται το μπίζνες πλαν, το σχέδιο προετοιμασίας για

την εισαγωγή στο Χρηματιστήριο μετοχών της επιχείρησης, το απαιτούμενο θεσμικό

και κανονιστικό πλαίσιο για την πραγματοποίηση τού εγχειρήματος, αλλά και τη

χρηματοοικονομική ανάλυση της εταιρείας. Στα πλαίσια της έρευνας αυτής πριν

από λίγες εβδομάδες υποβλήθηκαν τα σχετικά ερωτηματολόγια.

Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία πρόσληψης

των συμβούλων, που θα εξετάσουν νομικά και ελεγκτικά θέματα. Όπως επισημαίνουν

στη «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» καλά πληροφορημένες πηγές, οι σύμβουλοι δεν έχουν υποβάλει

ακόμα συγκεκριμένες προτάσεις, ενώ από την πλευρά της κυβέρνησης δεν έχει

ξεκαθαρίσει ούτε το ακριβές ποσοστό τού μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ που θα

διατεθεί στο ευρύ επενδυτικό κοινό, αλλά ούτε και το ξένο Χρηματιστήριο στο

οποίο θα μπουν για διαπραγμάτευση οι μετοχές της εταιρείας.

«Η μετοχοποίηση θα αφορά ένα μικρό ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου. Πιθανόν το

ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 10%-15%. Αλλά προς το παρόν τίποτα δεν έχει

αποφασισθεί. Επίσης δεν έχουμε αποφασίσει σε πιο ξένο Χρηματιστήριο θα γίνει

εισαγωγή των μετοχών της εταιρείας», τόνιζε χαρακτηριστικά αυτή την εβδομάδα

κορυφαίο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου.

Στο Υπεθο πιστεύουν εξάλλου ότι για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα για

μετοχοποίηση μέχρι το Νοέμβριο απαραίτητη προυπόθεση είναι η παράλληλη πορεία

τόσο της μετοχοποίησης όσο και της αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εταιρείες Μακέντζι και Άρθουρ Ν. Λιτλ ασχολούνται

ως σύμβουλοι με την αναδιάρθρωση της επιχείρησης. Υπενθυμίζεται ότι το

επικρατέστερο σενάριο προβλέπει το σπάσιμο σε τέσσερις επιμέρους

επιχειρηματικές δράσεις.

Η μία θα αφορά την παραγωγή, η δεύτερη τον χώρο του λιγνίτη, η τρίτη όλο το

κύκλωμα της διανομής και η τελευταία το management.

Οι δύο παράλληλες κινήσεις, δηλαδή της μετοχοποίησης και της αναδιάρθρωσης,

σύμφωνα με τις απόψεις τραπεζιτών θα αποκαλύψουν στην πορεία μία σειρά

προβλημάτων, η αντιμετώπιση των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα

χρονοβόρα.

«Οι νομοθετικές πράξεις για μετατροπή της επιχείρησης σε ανώνυμη εταιρεία

μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα χρονοβόρες, αφού πρόκειται για μία απόφαση

στην οποία θα αντιμετωπισθούν όχι μόνο προβλήματα νομικής υφής αλλά και

γενικότερων πολιτικών ισορροπιών», έλεγε χαρακτηριστικά αρμόδιος.

Προβλήματα νομικής μορφής θα πρέπει να αντιμετωπισθούν και για την ολοκλήρωση

της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας. Όπως τόνιζε την Τρίτη κορυφαίο

στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα τα

προβλήματα που αφορούν τη ρυθμιστική αρχή, καθώς και την έκδοση των προεδρικών

διαταγμάτων που προβλέπονται από τον σχετικό νόμο.

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το «καυτό» θέμα του ασφαλιστικού, καθώς

τραπεζίτες επισημαίνουν ότι το σχήμα που έχει συμφωνηθεί δεν έχει ακόμη

εφαρμοσθεί. «Όσο κρατά αυτή η εκκρεμότητα, δεν μπορούμε να έχουμε καμία

συγκεκριμένη εικόνα για την κερδοφορία της επιχείρησης», επεσήμανε

χαρακτηριστικά αρμόδιος παράγοντας και συμπλήρωσε ότι το γεγονός αυτό

«επηρεάζει άμεσα την κερδοφορία της επιχείρησης και επομένως τη διαδικασία

μετοχοποίησής της».

Απ’ όλα τα στοιχεία προκύπτει ότι τα προβλήματα που θα πρέπει να

αντιμετωπισθούν ασφαλώς έχουν λύση. Αλλά το ζητούμενο είναι ο χρόνος που θα

απαιτηθεί, προκειμένου να υλοποιηθούν οι αποφάσεις που θα ληφθούν.

Ο.Α.

Πάντως, στην παρούσα φάση το πιο άμεσο και πιεστικό πρόβλημα που θα κληθεί να

αντιμετωπίσει η κυβέρνηση αφορά την Ολυμπιακή Αεροπορία, καθώς οι ημερομηνίες

για την άσκηση του δικαιώματος για την απόκτηση του 20% που έχει η Μπρίτις

Αιργουέις (Β.Α.) τρέχουν, ενώ δεν υπάρχει προς το παρόν καμία ένδειξη για το

αν η βρετανική εταιρεία θα ασκήσει το δικαίωμα που έχει.

«Δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η Β.Α. θα επενδύσει στην Ο.Α.», έλεγε

μόλις πριν από λίγες ημέρες στέλεχος εταιρείας που εμπλέκεται στην υπόθεση

δίνοντας με τον τρόπο αυτό μία ένδειξη για την εξέλιξη του θέματος. Το μόνο

σίγουρο είναι ότι από τις αρχές του χρόνου έχουν δοθεί στη βρετανική εταιρεία

στοιχεία για την οικονομική κατάσταση του εθνικού αερομεταφορέα.

Τα στοιχεία, όμως, αυτά δεν καλύπτουν την οικονομική χρήση του 1999 ούτε και

το 2000 (προϋπολογισμός).

Οι συγκεκριμένες πληροφορίες, σύμφωνα με τις απόψεις αρμοδίων, θα είναι

έτοιμες από τον ελεγκτικό οίκο που έχει αναλάβει το σχετικό έργο μέσα στον

Μάιο, αλλά αποτελούν ένα επιχείρημα που αξιοποιεί η βρετανική πλευρά για να

κρατά κλειστά τα χαρτιά της.

Οι καθυστερήσεις αυτές, σε συνδυασμό με τη δεινή οικονομική θέση που βρίσκεται

η Ο.Α. και την εκκρεμότητα με την τρίτη δόση της αύξησης τού μετοχικού που

ανέρχεται σε 8 δισ. δραχμές, δίνουν στους Βρετανούς αρκετά περιθώρια ελιγμών,

τα οποία σίγουρα τα χρειάζονται, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η χρονιά

που πέρασε ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για αρκετές αεροπορικές εταιρείες (φυσικά

και για την Β.Α.).

Έτσι, οι καθυστερήσεις πιθανόν να ευνοούν τους Βρετανούς, οι οποίοι, παρά το

γεγονός ότι μέσω της θυγατρικής τους Σπιντγουίκ ελέγχουν το management της

Ο.Α., σίγουρα δεν θα ήθελαν στην τρέχουσα χρήση να προσθέσουν στα πλαίσια ενός

ενοποιημένου ισολογισμού και τις ζημιές της Ο.Α. στα δικά τους αρνητικά

αποτελέσματα.

Έτσι, τόσο η βρετανική όσο και η ελληνική πλευρά, όταν ερωτώνται για το τι

μέλλει γενέσθαι, περιορίζονται στο να δηλώνουν ότι «δεν έχουν αρχίσει οι

διαπραγματεύσεις και ότι το πιθανότερο είναι ότι αυτές θα ξεκινήσουν μέσα στον

Μάιο». Από τη μεριά της η ελληνική πλευρά, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει τη

δεινή οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η εταιρεία καθώς και τις μεγάλες

κεφαλαιακές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μεταφορά της στα Σπάτα,

εξακολουθεί να δηλώνει ότι η διαπραγμάτευση θα κριθεί από το τίμημα που θα

προσφέρουν οι Βρετανοί.

Έτσι, ουσιαστικά ρόλο-κλειδί, κατά την ελληνική πλευρά, θα παίξει η αποτίμηση

της αξίας τής εταιρείας από την Alpha Finance.

Η πλευρά των Βρετανών τονίζει, ανεπίσημα βεβαίως, ότι δεν έχει αποφασισθεί

ακόμα, ενώ επισημαίνει ότι αν υπάρξει τελικά προσφορά, σ’ αυτήν θα

περιλαμβάνονται και συγκεκριμένοι όροι που αφορούν το management (εργασιακά

θέματα, αναδιάρθρωση δρομολογίων, σύνθεση στόλου κ.ά.).

Στο παιχνίδι αυτό της αναμονής η ελληνική πλευρά έχει ξεκινήσει τη διαδικασία

αναζήτησης εναλλακτικών προτάσεων.

Συζητείται η υποβολή μιας πρότασης από την Β.Α., στην οποία θα συμμετάσχουν

και άλλοι επενδυτές.

Αναφέρθηκε μάλιστα και το ενδεχόμενο συμμετοχής σ’ αυτό το σχήμα και Ελλήνων

επιχειρηματιών.

Η προοπτική αυτή φαίνεται ότι δεν βρίσκει σύμφωνη τη βρετανική πλευρά, ενώ

παράλληλα Έλληνες επιχειρηματίες του κλάδου που ρωτήθηκαν για την προοπτική

αυτή από την «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» διατύπωναν προβληματισμό εξαιτίας κυρίως των

οικονομικών μεγεθών.

«Μόνο μέσα από ένα ευρύτερο σχήμα θα μπορούσε κανείς να δει αυτή την

προοπτική» τόνιζε χαρακτηριστικά επιχειρηματίας του κλάδου, όταν ρωτήθηκε για

το θέμα αυτό.

Από την πλευρά τους αρμόδια κυβερνητικά στελέχη τόνιζαν ανεπίσημα ότι αν

προχωρήσει θετικά η συζήτηση με την Β.Α., τότε θα πρέπει να εξετασθεί το

ενδεχόμενο παραχώρησης μεγαλύτερου ποσοστού, π.χ. 35%, με διαδικασία ανοικτού

διαγωνισμού.

Τραπεζικά στελέχη, όμως, δεν απέκλειαν ακόμα και το ενδεχόμενο αναζήτησης

χρηματοοικονομικών επενδυτών και όχι στρατηγικών συμμάχων.

Έτσι, το σίγουρο είναι ότι και στην υπόθεση της Ο.Α. όλα είναι ρευστά και

σίγουρα θα χρειασθεί αρκετός χρόνος, για να ξεκαθαρίσει το τοπίο.

ΟΤΕ

Το τρίτο «αγκάθι» εντοπίζεται στον ΟΤΕ, όπου και εκεί η κυβέρνηση θα κληθεί να

επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια ο τηλεπικοινωνιακός

οργανισμός, ο οποίος σύντομα χάνει τον μονοπωλιακό του χαρακτήρα.

«Αν δεν κάνει κάτι ο ΟΤΕ, τότε σίγουρα θα βουλιάξει όταν θα κληθεί να

αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό που θα έρθει με την απελευθέρωση», τόνιζε

ανεπίσημα την Τρίτη κορυφαίο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, το οποίο

διευκρίνιζε ότι δεν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των υπουργείων Εθνικής

Οικονομίας και Μεταφορών.

Το σίγουρο είναι ότι και στην περίπτωση του ΟΤΕ το σκηνικό θα ξεκαθαρίσει το

φθινόπωρο. Η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην επιλογή χρηματοοικονομικού συμβούλου

μέσα στον Μάιο και περιμένει την πρότασή του για το αν η συμμαχία θα αφορά την

τεχνολογία ή τις τηλεπικοινωνίες.

Αντίθετα, φαίνεται ότι έχει ξεκαθαρισθεί πως το management δεν πρόκειται να

αλλάξει, κάτι που ενδεχομένως δεν θα συμβεί με τον έλεγχο της πλειονότητας των

μετοχών, δηλαδή του 51%.