Λίγο πριν από την εκλογική αναμέτρηση του Απριλίου, η συζήτηση για τα

πεπραγμένα της κυβέρνησης Σημίτη είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρη. Ο

απολογισμός, ωστόσο, δύο άλλων σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, της βρετανικής και

της γαλλικής, θα επιτρέψει ίσως να δούμε από μια άλλη γωνία θέασης τα

πεπραγμένα της ελληνικής κυβέρνησης.

Στην Αγγλία, ο οικονομικός φαταλισμός της νεοσυντηρητικής παλινόρθωσης

φαίνεται ότι βρήκε στην κυβέρνηση Μπλερ έναν σημαντικό εκφραστή:

αντιπληθωριστική προτεραιότητα, αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, πλήρης απουσία

βιομηχανικής πολιτικής σε μια χώρα που κυριαρχεί το περίφημο City, περαιτέρω

απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, περαιτέρω αποχώρηση του κράτους από την αγορά

και την παροχή υπηρεσιών, συστηματική κολακεία του κεφαλαίου. Ωστόσο, η

νεο-φιλελεύθερη μακροοικονομική πολιτική των Άγγλων Εργατικών συνοδεύτηκε από

μια δέσμη κοινωνικών μέτρων που αποσκοπούν να μειώσουν την κοινωνική

ανασφάλεια αλλά και να ενισχύσουν το κοινωνικό προφίλ του Labour [βασικός

μισθός, 48ωρο, ενίσχυση της απασχόλησης (Welfare to work), αύξηση δαπανών για

την υγεία και την παιδεία, έκτακτος φόρος στα υπερκέρδη των ιδιωτικοποιημένων

επιχειρήσεων, νομική κατοχύρωση επιχειρησιακών εργατικών σωματείων, επιβοήθηση

των «αποκλεισμένων»].

Η γαλλική Αριστερά εξελέγη στη βάση ενός προγράμματος μετριοπαθούς ρήξης με τη

νεοφιλελεύθερη νομιμότητα. Ωστόσο, ο ήπιος νεο-κεϋνσιανισμός της προεκλογικής

περιόδου μετατράπηκε σε ήπιο νεοφιλελευθερισμό. Ο σεβασμός του Ευρωπαϊκού

Συμφώνου Σταθερότητας (παρά τις υποσχέσεις «χαλαρής» ερμηνείας), η σφικτή

δημοσιονομική πολιτική, η εγκατάλειψη της αναδιανεμητικής φορολογικής

μεταρρύθμισης, η περιοριστική πολιτική μισθών (που πάντως είναι πιο

γενναιόδωρη από εκείνη της Δεξιάς), η αύξηση των ιδιωτικοποιήσεων και

μετοχοποιήσεων (η κυβέρνηση Ζοσπέν, παρά τις δεσμεύσεις της, ιδιωτικοποιεί

περισσότερο από ό,τι η προηγούμενη κεντροδεξιά κυβέρνηση!) συνιστούν μερικά

από τα δείγματα γραφής της γαλλικής Αριστεράς. Στο μακροοικονομικό ραντεβού

ρήξης με τον φιλελευθερισμό, η γαλλική Αριστερά απλώς δεν προσήλθε.

Ωστόσο, και εδώ, ένα οπλοστάσιο μεταρρυθμίσεων στον λεγόμενο κοινωνικό τομέα

συμπληρώνει αυτή τη συντηρητική μακροοικονομική εικόνα. Η θέσμιση της

Καθολικής Ιατρικής Κάλυψης, των Επιτροπών Επείγουσας Κοινωνικής Δράσης (για

την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας), η μικρή αύξηση του βασικού μισθού και

των επιδομάτων ανεργίας και, προπάντων, το πρόγραμμα καταπολέμησης της

ανεργίας των νέων (που έχει ήδη δημιουργήσει 150.000 θέσεις απασχόλησης) και η

καθιέρωση του 35ώρου είναι μερικά από τα μέτρα που ξεφεύγουν από τη

νεοφιλελεύθερη λογική της «αοράτου χειρός».

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην εμπειρία Μπλερ και Ζοσπέν;

Αναμφίβολα, ναι. Η πολιτική του τελευταίου είναι και ρητορικά και πρακτικά πιο

κοντά στο πνεύμα της μεταρρύθμισης που διακρίνει ιστορικά την Αριστερά.

Ωστόσο, η σύγκλιση είναι μεγαλύτερη από την απόκλιση. Και στις δυο

περιπτώσεις, η «μεγάλη εικόνα» είναι φιλελεύθερη, οι «μικρές εικόνες» πιο

κοντά στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Και στις δύο περιπτώσεις, το κράτος –

οικονομικός επιχειρηματίας υποχωρεί ενώ το κράτος παραγωγός κοινωνικής

αλληλεγγύης παραμένει ενεργό (ιδιαίτερα στη Γαλλία). Το «οικονομικό» κράτος

διευρύνει συνεπώς την περίμετρο της αγοράς, ενώ το «φιλάνθρωπο» κράτος

επιχειρεί να μειώσει το κοινωνικό κόστος που η αγορά δημιουργεί. Η

σχιζοφρενική αυτή πολιτική των σοσιαλιστών, που ενδύεται το περίβλημα του

ορθολογισμού, έχει μια καίρια και μεγάλη συνέπεια: η κλασική αριστερή και

σοσιαλδημοκρατική ιδέα ότι η δημοκρατικά εκλεγμένη εξουσία μπορεί να επιβληθεί

στην εξουσία της επιχείρησης και της αγοράς έχει οριστικά εγκαταλειφθεί.

Οι πολιτικές των Γάλλων και των Βρετανών, όπως και η πολιτική Σημίτη (που

αντιμετώπιζε το επιπλέον πρόβλημα της ένταξης στην ΟΝΕ) αποτελούν εγκατάλειψη

της σοσιαλδημοκρατικής μακροοικονομικής παράδοσης. Βέβαια, τα μέτρα διόρθωσης

του ακραίου νεοφιλελευθερισμού διαφοροποιούν τους σοσιαλιστές από την πολιτική

της Δεξιάς. Μόνο που η σοσιαλδημοκρατική παράδοση δεν είναι αυτό. Η

σοσιαλδημοκρατία συγκροτήθηκε ως δύναμη διόθρωσης του καπιταλισμού, όχι ως

δύναμη διόρθωσης του ακραίου φιλελευθερισμού. Και η κοινωνική της πολιτική θα

«κρέμεται» στον αέρα όσο δεν στηρίζεται από αντίστοιχες μακροοικονομικές επιλογές.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.