Ελάχιστοι προέβλεψαν την ξέφρενη κούρσα που έκαναν τα ασιατικά Χρηματιστήρια

το 1999. Στο στιγμιότυπο, Ιάπωνας επενδυτής παρακολουθεί την πορεία του δείκτη

Nikkei του Τόκιο

Το 1998 σχεδόν όλες οι προβλέψεις μου για την παγκόσμια οικονομία αποδείχθηκαν

λανθασμένες! Αντίθετα, οι προβλέψεις για τη χρονιά που φεύγει επιβεβαιώθηκαν

από τις οικονομικές εξελίξεις. Πριν, ωστόσο, συζητήσουμε τις φετινές, κατά

γενική ομολογία, ικανοποιητικές μακροοικονομικές επιδόσεις, αξίζει να

αναφερθούν δύο από τις προβλέψεις μου για το 1999 που διαψεύστηκαν

ολοκληρωτικά από τις οικονομικές εξελίξεις.

Τρίτη φορά τα τελευταία τρία χρόνια εμφανίστηκα ιδιαίτερα απαισιόδοξος για τις

τιμές των μετοχών στη Γουώλ Στρητ. Επιπλέον κατά τη διάρκεια του 1999

εμφανίστηκα ιδιαίτερα απαισιόδοξος για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής

πολιτικής που ασκείται στην Ιαπωνία. Πολύ συχνά είναι καλύτερο να μαθαίνει

κάποιος από τα λάθη του, παρά από τις σωστές προβλέψεις του. Ωστόσο, πιστεύω

ότι η χρονιά που φεύγει μάς προσέφερε μια σειρά από πολύτιμα μαθήματα.

Ειδικότερα, θέλω να επικεντρωθώ σε δύο ζητήματα που κυριάρχησαν στις

οικονομικές προβλέψεις μου που δημοσιεύτηκαν τον περασμένο Ιανουάριο. Κατ’

αρχήν έγραψα ότι η παγκόσμια οικονομία θα ήταν φέτος πολύ πιο ισχυρή σε σχέση

με τις γενικότερες προβλέψεις και κατά συνέπεια τα επιτόκια θα σημείωναν φέτος

σημαντική αύξηση σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η δεύτερη σημαντική πετυχημένη πρόβλεψή μου ήταν ότι το ευρώ θα εξασθενήσει

σημαντικά έναντι του δολαρίου, του γιέν και της στερλίνας, με την προϋπόθεση

ότι η νεογέννητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συμπεριφερόταν με έναν υπεύθυνο

και οικονομικά ορθολογικό τρόπο.

Και οι δύο αυτές προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν από τις εξελίξεις και έχουν πλέον

γίνει μπανάλ. Ωστόσο, πριν από μόλις ένα χρόνο και οι δύο προβλέψεις

χαρακτηρίστηκαν αμφιλεγόμενες, προκλητικές, ακόμη και ύποπτες.

Το βασικό σφάλμα που έκανε η κοινή λογική ήταν το ότι δεν κατάφερε να

προβλέψει την αλματώδη ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας. Η οικονομία των

Ηνωμένων Πολιτειών αναμένεται να κλείσει το 1999 με ρυθμούς ανάπτυξης περίπου

4% σε ετήσια βάση, ενώ οι σχετικές προβλέψεις μιλούσαν το πολύ για 2%. Ακόμη

και οι επιδόσεις της βρετανικής οικονομίας ξεπέρασαν τις προβλέψεις

παραδοσιακών οικονομικών οργανισμών που μιλούσαν για ανάπτυξη της τάξεως του

1%. Η βρετανική οικονομία αναμένεται να κλείσει το 1999 με ρυθμούς μεγέθυνσης

2% σε ετήσια βάση.

Ένα ακόμη μεγαλύτερο, αλλά λιγότερο σημαντικό, λάθος ήταν η αποτυχία του

Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και

Ανάπτυξης και άλλων διεθνών οικονομικών οργανισμών να προβλέψουν την επιτυχία

των σταθεροποιητικών πολιτικών που οι ίδιοι συνέστησαν στις πληγωμένες

οικονομίες της Ασίας και της Ρωσίας.

Μέχρι τα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, οι «τίγρεις» της Ασίας άρχισαν να

βγαίνουν από τη βαθιά κρίση, καθώς οι ασυνήθιστα ευέλικτες και επιχειρηματικές

οικονομίες της περιοχής ανταποκρίθηκαν θετικά στην καλπάζουσα ζήτηση από την

αμερικανική οικονομία και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που απέκτησαν μετά

τις υποτιμήσεις των νομισμάτων τους.

Οι ασιατικές οικονομίες υπολογίζεται ότι θα κλείσουν το 1999 με ρυθμούς

ανάπτυξης 5% σε ετήσια βάση, ενώ οι σχετικές προβλέψεις των διεθνών οργανισμών

μιλούσαν το πολύ για 0,5%. Ακόμη και η Ρωσία παρουσιάζει φέτος αναπτυξιακούς

ρυθμούς της τάξεως του 1%, έναντι της συρρίκνωσης κατά 8,3% που προέβλεπε το

Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πριν από ένα χρόνο.

Η Ζώνη Ευρώ

Η μοναδική οικονομική περιοχή του πλανήτη που λίγο πολύ κινήθηκε σύμφωνα με

τις προβλέψεις των διεθνών οικονομικών οργανισμών ήταν η ηπειρωτική Ευρώπη. Οι

ρυθμοί ανάπτυξης στη Ζώνη του Ευρώ υπολογίζονται για φέτος μεταξύ 2% και 2,5%,

πολύ κοντά στο 2,4% που προέβλεπαν στις αρχές του χρόνου το Διεθνές

Νομισματικό Ταμείο και ο ΟΟΣΑ.

Μέσα στα όρια της Ζώνης του Ευρώ, η Γαλλία τα πήγε καλύτερα σε σχέση με τις

αρχικές προβλέψεις, ενώ η Γερμανία σχετικά χειρότερα. Η πρόβλεψη ότι η

Γερμανία θα ήταν η χώρα που θα αντιμετώπιζε τα μεγαλύτερα προβλήματα

ανταγωνισμού από τη νομισματική ενοποίηση, ενώ η Γαλλία θα αποκόμιζε τα

μεγαλύτερα οφέλη αποδείχθηκε ορθή.

Αυτό μου θυμίζει μία από τις απόψεις που εξέφρασα τον περασμένο Ιανουάριο.

Υποστήριξα ότι αναγκαία και ικανή συνθήκη για μια υγιή παγκόσμια οικονομία το

1999 θα ήταν η σημαντική εξασθένηση του ευρώ. Υποστήριξα ότι το ευρώ ήταν

υπερτιμημένο έναντι του δολαρίου σε όρους σχετικού κόστους εργασίας, ότι η

Ζώνη Ευρώ θα δεχόταν μεγαλύτερο πλήγμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες από την

ασιατική και τη ρωσική κρίση και ότι η Ευρώπη χρειάζεται τη βοήθεια ενός

φθηνού ευρώ περισσότερο απ’ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται ένα φθηνό δολάριο.

Οι περισσότεροι αναλυτές των αγορών και επενδυτές πίστεψαν ότι κάτι τέτοιο

ήταν απίθανο επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προσπαθούσε να ενισχύσει

την αξιοπιστία της διαχειριζόμενη ένα ισχυρό νόμισμα. Υποστήριξα ότι μια

τέτοιου είδους πολιτική θα ήταν καταστροφική για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Οι λόγοι που με έκαναν να πιστέψω ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα εφήρμοζε

την κατάλληλη πολιτική ήταν λίγο πολύ οι ίδιοι που με έκαναν να αισιοδοξώ για

την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας το 1999: από τις αρχές της δεκαετίας του

’90 έγραφα ότι η οικονομική σκέψη και οι οικονομικές εμπειρίες των δεκαετιών

του ’70 και του ’80 θα απαξιώνονταν κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας

του αιώνα.

Χαλάρωση οικονομικών πολιτικών

Υποστήριξα ότι η δεκαετία του ’90 θα έμοιαζε περισσότερο με τις δεκαετίες του

’50 και του ’60 και λιγότερο με την περίοδο μεταξύ 1975 και 1985. Κατά τη

διάρκεια της δεκαετίας του ’90 η διαφορά μεταξύ ρυθμών ανάπτυξης και

πληθωρισμού αποδείχθηκε λιγότερο επώδυνη σε σχέση με τις δύο προηγούμενες

δεκαετίες. Καθώς αυτή η διαπίστωση έγινε κτήμα των κυβερνήσεων και των

κεντρικών τραπεζιτών, δόθηκε η δυνατότητα εφαρμογής περισσότερο χαλαρών

οικονομικών πολιτικών και άντλησης του οφέλους από τις χαμηλές συναλλαγματικές

ισοτιμίες (η αρχή έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1985 και στη συνέχεια στη

Βρετανία μετά την υποτίμηση της στερλίνας). Η ανεργία μειώθηκε κατακόρυφα και

οι χρηματοπιστωτικές αγορές τα πήγαν πολύ καλύτερα σε όλες τις χώρες που

εφαρμόστηκαν οι χαλαρές και επεκτατικές οικονομικές πολιτικές.

Η Ευρώπη φαίνεται ότι θα είναι η επόμενη μεγάλη κερδισμένη της νέας δεκαετίας.

Από κοντά θα ακολουθήσει και η Ιαπωνία. Φέτος, ωστόσο, δεν κατάφερα να

προβλέψω τι θα συνέβαινε στην Ιαπωνία. Τον Ιανουάριο ήμουν εξαιρετικά

απαισιόδοξος για την πορεία της ιαπωνικής οικονομίας. Βλέποντας τον δείκτη

Nikkei στο χαμηλότερο επίπεδο της δεκαετίας, το γιέν να ισχυροποιείται

επικίνδυνα και την ιαπωνική κυβέρνηση να έχει παραλύσει, υποστήριξα ότι η

πολιτική και οικονομική ηγεσία του Τόκιο βάδιζε προς την καταστροφή. Η αλλαγή

κυβέρνησης, ωστόσο, στην Ιαπωνία και η εφαρμογή «δυτικών» οικονομικών

πολιτικών έβαλαν την ιαπωνική οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης και ο δείκτης

Nikkei έκανε άλμα της τάξεως του 50%.

Η άλλη λανθασμένη πρόβλεψή μου αφορούσε την πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς

της Νέας Υόρκης. Στις αρχές του χρόνου είχα πει ότι η Γουώλ Στρητ θα έπεφτε

κατά 40%. Πίστευα τότε ότι το αμερικανικό Χρηματιστήριο θα γνώριζε μια ανώμαλη

προσγείωση ανάλογη με αυτήν που ακολούθησε την κερδοσκοπική υστερία του 1929.

Τα επιτόκια θα αυξάνονταν, μια πτωτική αγορά θα έπαιρνε τη θέση της ανοδικής

και από την άλλη υπήρχε ο κίνδυνος των υψηλών αποτιμήσεων των μετοχών του

Ίντερνετ. Ωστόσο, δεν μπόρεσα να προβλέψω τις προσδοκίες των επενδυτών σε

σχέση με αυτόν τον κλάδο. Όσο οι επενδυτές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το

Ίντερνετ προσφέρει άπειρες δυνατότητες ανάπτυξης φαίνεται ότι αδιαφορούν για

αυξήσεις επιτοκίων και αποτιμήσεις που αγγίζουν τα όρια του παραλόγου.

Ο μόνος λογικός τρόπος για να εξηγήσεις τις ανοδικές τάσεις στα Χρηματιστήρια

είναι μέσω της χρήσης μη ορθολογικών εργαλείων τεχνικής ανάλυσης.

* Ο Anatole Kaletsky είναι οικονομικός αναλυτής της βρετανικής

εφημερίδας «The Times».