Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Πολύ νέος ο Ευάγγελος Π. Παπανούτσος (Πειραιάς 1900 – Αθήνα 1982), στις αρχές

της δεκαετίας του ’20, διορίζεται καθηγητής στο Αβερώφειο Γυμνάσιο της

Αλεξάνδρειας με εφόδια το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου

Αθηνών και την έφεση να γνωρίσει τον ορίζοντα των φιλοσοφικών προβλημάτων, την

οποία μάλλον οφείλει στους δασκάλους του Χρίστο Ανδρούτσο και Γρηγόριο

Παπαμιχαήλ. Εδώ γνωρίζεται με όσους κατάφεραν, όπως παρατηρούσε λίγο νωρίτερα

σε μια επισκόπηση του «φιλολογικού» περιοδικού Τύπου ο Λουκάς Χριστοφίδης

(1919), «ένα δυνατό τράνταγμα της κοινωνικής μας πλαδαρότητας»,

αντιπροσωπεύοντας το «ριζοσπαστισμό», τον «κοινωνισμό», το «νιτσεϊσμό» και το

«νεοζωτισμό», δηλαδή το «νεοϊδεατισμό» που καλλιέργησε η εκδοτική ομάδα του

περιοδικού Νέα Ζωή (1904). Στην πόλη αυτή που τον κερδίζει, ο

Παπανούτσος θα εγκαταλείψει την καθαρεύουσα για να ενστερνισθεί το δημοτικισμό

ως εκπαιδευτική πρόταση και θα μεταπλάσει το μπερξονισμό και τη φιλοσοφία της

θρησκείας σε απόπειρα θεμελίωσης της «κριτικής» φιλοσοφίας, ιδίως μετά την

πρώτη φάση της συγγραφικής του δημιουργίας, από το 1921 ως το 1927.

Η δεύτερη φάση της συγγραφικής του πορείας αρχίζει με την επιστροφή του στην

Αλεξάνδρεια, αφού έλειψε τρία περίπου χρόνια στο εξωτερικό (σπούδασε φιλοσοφία

και παιδαγωγική στη Γερμανία, κοντά στον Adickes και τον Spranger και στη

Γαλλία). Έχει εκδώσει στην Αλεξάνδρεια τη διδακτορική διατριβή Das

religiose Erleben bei Platon, που υποστήριξε στην Τυβίγκη το 1926,

και την Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν της θρησκείας (1927), όταν

σημειώνεται η «σημαντική καμπή» της ζωής του, όπως τη χαρακτηρίζει στα

Απομνημονεύματά του, με την οριστική εγκατάλειψη της καθαρεύουσας, τη

στράτευση στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό και την αναθεώρηση των φιλοσοφικών του

ιδεών που πιστοποιείται με τη σύνθεση της Τριλογίας του Πνεύματος

(1928). Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη μαρτυρία της φιλοσοφικής

μετεξέλιξης του Παπανούτσου, ένα εύχυμο δοκίμιο που με έκδηλη ποιητική διάθεση

καταγράφει τις απόψεις του για την τέχνη, την ηθική και την επιστήμη. Ο

Παπανούτσος συνεχίζει με την «ανάλυση» της αρχικής του σύλληψης,

προγραμματίζοντας ειδικά έργα για τη φιλοσοφική θεώρηση της τέχνης, της

ηθικής, της επιστήμης και της ιστορίας (ο τελευταίος τόμος αυτής της σειράς

δεν εμφανίσθηκε ποτέ, ενώ στη μεταπολεμική επεξεργασία του Κόσμου του

Πνεύματος η οικεία προβληματική ενσωματώθηκε στη Γνωσιολογία).

Το Περί Τέχνης (1930) επιχειρεί να δώσει απάντηση σε ορισμένες

αντιρρήσεις που είχαν προβληθεί για την Τριλογία του Πνεύματος,

εμφανίζει κάποτε δείγματα αυτοκριτικής, περιορίζει τον αφοριστικό τόνο των

προτάσεων που τώρα γίνονται περισσότερο αναλυτικές, ενδιαφέρεται για την

τεκμηρίωση και την αποσαφήνιση των θέσεών του, κρατά τις αναγκαίες αποστάσεις

από τα ερεθίσματα των αρχικών του συλλήψεων και επιδιώκει να αποτρέψει τη

μεταφυσική τους εκδοχή. Όταν εκδίδεται ο δεύτερος τόμος Περί Ηθικής

(1932), ο Παπανούτσος έχει εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια, έχει συνδεθεί με τη

μειοψηφία του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» και έχει γνωρισθεί με τη βενιζελική

ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας που του αναθέτει τη διεύθυνση του αρτισύστατου

Διδασκαλείου Μυτιλήνης. Ακολουθεί ο τόμος Περί επιστήμης (1937),

όπου με την επιμονή στην «κριτική σύνθεση», που θα υπερνικά τις «δογματικές

ακρότητες των συστημάτων», συνάγεται ότι στο γνωστικό γεγονός το «Συνειδέναι»

και το «Είναι» μεταβάλλονται, το πρώτο ως «ατομική Μοίρα» που προήλθε από τη

συνεύρεση βιολογικών και κοινωνικών όρων και το δεύτερο ως «Πραγματικότητα της

εμπειρίας» που γίνεται αντιληπτή με τη βαθμιαία «τελειοποίηση των τεχνικών

μέσων της παρατήρησης» και την «κριτικώτερη αποσαφήνιση των επιστημονικών μεθόδων».

Μιλώντας για την παιδεία στη Βουλή, ως βουλευτής Επικρατείας στην Ένωση

Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, την περίοδο 1974-77

Η Κατοχή βρίσκει τον Παπανούτσο διευθυντή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας

Τριπόλεως, οπότε ­ όπως σημείωνε ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του ­ οι

«συμπάθειές» του, που τις έδειχνε με τις κοινωνικές και φιλικές του σχέσεις,

«πήγαιναν προς το μέρος εκείνων που χτυπούσαν τους Γερμανούς και τους Ιταλούς,

όχι των μισθοφόρων που συνεργάζονταν μαζί τους». Για τη στάση του αυτή στη

μετακατοχική περίοδο, με αφορμή το ταξίδι που πραγματοποίησε στην Αγγλία για

να μετάσχει, ως γενικός διευθυντής πια του Υπουργείου Παιδείας, στο

διασυμμαχικό συνέδριο των δασκάλων, θα κατηγορηθεί από την αγγλόφιλη

φιλοβασιλική εφημερίδα Ελληνικόν Αίμα σαν «εαμικός παράγων» και

«καθοδηγητής» της ΕΠΟΝ Τριπόλεως. Έτσι θα στοιχειοθετηθεί, με την ανάδειξη

στην κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές του Μαρτίου του 1946, η

αιτιολογία της απόλυσής του, σύμφωνα με το Θ’ Ψήφισμα, «δια διαγωγήν

ασυμβίβαστον προς την ιδιότητά του και έλλειψιν του απαιτουμένου ήθους». Τότε

εγκαινιάζει τη μακροχρόνια συνεργασία του με το Βήμα, ιδρύει το

περιοδικό Παιδεία (αργότερα θα τιτλοφορηθεί: Παιδεία και Ζωή)

και το μορφωτικό σύλλογο «Αθήναιον» και κυρίως αρχίζει την τρίτη φάση της

συγγραφικής του δημιουργίας, με τη δημοσίευση της Αισθητικής (1948),

της Ηθικής (1949) και της Γνωσιολογίας (1954), δηλαδή του

ογκώδους τρίτομου Κόσμου του Πνεύματος που αποτελεί την επανεξέταση των

προβλημάτων που έθεσε στην προηγούμενη φάση και συνάμα την οριστικοποίηση των

σχετικών λύσεων (με κάποιες αυτονόητες αλλαγές που περιλαμβάνουν οι

επανεκδόσεις των τριών αυτών τόμων).

Στην Αισθητική ο Παπανούτσος διαπιστώνει την ανάγκη η «αληθινά

κριτική φιλοσοφία της Τέχνης» να αξιοποιεί τα πορίσματα της ιστορίας, της

ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας της τέχνης, εφόσον οι αισθητικές «αξίες» δεν

υπάρχουν «απροσπέλαστες σ’ έναν υπερουράνιο τόπο, αλλά πραγματοποιούνται μέσα

στην ατομική και στη συλλογική ζωή των ανθρώπων» που κινείται συνεχώς. Στην

αντιμετώπιση ωστόσο του προβλήματος της «αισθητικής εμπειρίας», οπότε

ανατρέχει πάλι στο βιβλίο του Grosse για τη γένεση της τέχνης των πρωτογόνων,

αποφαίνεται ότι η εξέταση «εκ των άνω», δηλαδή η φιλοσοφική ανάλυση της

«ουσίας» της τέχνης, «πρέπει να προηγείται ή τουλάχιστο να συμπληρώνει και να

υποβοηθεί» την εθνολογική και ιστορική έρευνά της.

Επίσης στη διακρίβωση των σχέσεων της τέχνης με την πραγματικότητα προτείνει

την «κριτική σύνθεση», με τη διαλεκτική «άρση» του «ρεαλισμού» και του

«ιδεαλισμού», επικαλείται την ιστορία της τέχνης για να δείξει ότι στις

«κλασικές» εποχές εμφανίζεται ο «συγκερασμός» των εξουσιών του υποκειμένου και

του αντικειμένου. Στην Ηθική, με τις εκτενείς αναδρομές στην ιστορία

του οικείου προβλήματος, ο Παπανούτσος υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές

μεταβολές, ακόμη και οι «οικονομικοπολιτικές» που από πλειάδα κορυφαίων

κοινωνιολόγων θεωρούνται «πρωταρχικές», συμβάλλουν αναμφίβολα στην εμφάνιση

και διάδοση μιας «ηθικής ιδέας».

5/5/81.. Στιγμιότυπο από την τελετή της ανακήρυξής του (με καθυστέρηση) σε

ακαδημαϊκό, έναν χρόνο πριν πεθάνει

Τούτο όμως δεν τις μετατρέπει σε «αποκλειστικές» αιτίες που εκμηδενίζουν τη

σημασία των «προνομιούχων» ηθικών συνειδήσεων, τόσο των ηθικών «αναμορφωτών»

της ιστορίας όσο και των ανώνυμων ηρώων του «ηθικού χρέους», που διακατέχονται

από δημιουργική «αυτοδυναμία» και κάποτε διακρίνονται για τον «αποκαλυπτικό»

τους χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται κι εδώ η έννοια της «εξήγησης» για την

προσέγγιση του ηθικού ενεργήματος, δηλαδή για την ανάλυση των ψυχολογικών,

ιστορικών και κοινωνικών όρων που έκαναν απλώς «δυνατή» τη γένεσή του, όχι

όμως και «πραγματική» που έγινε με μια ορισμένη «δημιουργική προσωπικότητα»

που σφράγισε την πράξη της, εκτός από τα σημάδια του «πολιτισμού του λαού της»

και τον «παλμό της ώρας», με το «μοναδικό» και «ανεπανάληπτο» εαυτό της.

Στη Γνωσιολογία ο Παπανούτσος εξακολουθεί να προσδιορίζει τη

μέθοδό του ως «κριτική» μετάβαση προς τη «σύνθεση» που θα υψωθεί πάνω από τις

«δογματικές αντιθέσεις των σχολών», υπογραμμίζοντας ότι η διεργασία αυτή δεν

απολήγει στον «εκλεκτισμό» ή το «συγκρητισμό», αλλά σε μια «νέα θέση» που

προσπέρασε την «έλξη» των αντίμαχων δογματικών πεδίων και με στερεότερη

θεμελίωση κέρδισε μεγαλύτερη «ευστάθεια». Μ’ αυτό το μεθοδολογικό πρίσμα

προσπαθεί να συζητήσει την «αντινομική» μορφή της οντολογικής απορίας και να

διατυπώσει τη λύση του «διαλεκτικού επαμφοτερισμού», συμφωνώντας ότι ο

αναλυτικός καθορισμός της πραγματικότητας ανήκει στην ερευνητική δικαιοδοσία

των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών. Ωθείται επίσης στη σύζευξη εμπειρίας

και λόγου, ανιχνεύει τη «ιστορικότητα» των κατηγορικών λειτουργιών του νου,

διαβεβαιώνει ότι η «δυναμική» θεωρία της γνώσης κρατά «ανοιχτό» το μέλλον της

επιστήμης και επαναλαμβάνει ότι ο τρίτος αναβαθμός, μετά την παράσταση και την

έννοια, είναι οι «ιδέες» που συγκροτούνται ως «νοητικές κατασκευές» για τη

σύλληψη του φυσικού και του κοινωνικού σύμπαντος.

Κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο ο Παπανούτσος αναλαμβάνει ηγετικές θέσεις στο

Υπουργείο Παιδείας για την αναδιάρθρωση των εκπαιδευτικών θεσμών του τόπου,

σύμφωνα με το σχεδιασμό των κεντρογενών κυβερνήσεων αυτής της περιόδου. Σε

λίγο απομακρύνεται από το Υπουργείο Παιδείας (1952) και αναδεικνύεται ακένωτη

πηγή αντιπολιτευτικής επιχειρηματολογίας, με την αρθρογραφία του στο

Βήμα και στο περιοδικό Παιδεία, για τα εκπαιδευτικά μέτρα των

κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή. Από την πλευρά της Αριστεράς, όταν

διατυπώνεται ως κεντρικός στρατηγικός στόχος η «εθνική δημοκρατική αλλαγή»,

ήταν επόμενο να καταταγεί στην «πατριωτική διανόηση» τόσο για τη θέση που

έπαιρνε στα εκπαιδευτικά μέτρα των κυβερνήσεων της Δεξιάς όσο και για την

επίγνωση του ρόλου του ως «οργανικού» διανοούμενου της «εθνικής αστικής

τάξης».

Το 1964 ο Ευάγγελος Παπανούτσος ανέλαβε γενικός γραμματέας του υπουργείου

Παιδείας, με υπουργό τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και υφυπουργό

τον Λουκή Ακρίτα

Οι πρόσφατες ενδείξεις αυτής της λειτουργίας ήταν η συμμετοχή του στην

ελληνική αντιπροσωπεία που επισκέφθηκε την Κίνα (και ο ίδιος δημοσίευσε τις

εντυπώσεις του στο περιοδικό Νέα Οικονομία, μαζί με τον Ν. Κιτσίκη και

τον Α. Αγγελόπουλο) και κυρίως η δημόσια εναντίωσή του (20-7-1961) προς τη

συμφωνία εντάξεως της χώρας στην Κοινή Αγορά, με την επίκληση βέβαια της

πολιτιστικής της ιδιομορφίας και όχι των οικονομικών και πολιτικών της

διαστάσεων. Τα πράγματα θα μεταβληθούν κάπως, όταν η Ένωση Κέντρου θα

σχηματίσει κυβέρνηση και ο Παπανούτσος, ως γ. γραμματέας του Υπουργείου

Παιδείας, θα αναλάβει να συντάξει τα νομοθετήματα της εκπαιδευτικής

«μεταρρύθμισης». Κατά την πολυετή συγγραφική του πορεία, η οποία τέμνεται σε

ευδιάκριτες περιόδους με ιδιαίτερα γνωρίσματα η καθεμιά, ο Ευάγγελος Π.

Παπανούτσος οδηγήθηκε από το δοκιμιακό λόγο στην αυστηρή φιλοσοφική σύνθεση.

Τούτο δεν περιόρισε την παιδευτική λειτουργία των γραπτών του, στα οποία η

διαύγαση των νοημάτων συναρτώνταν με την καθαρότητα της έκφρασης. Πίστευε ότι

η μέθοδός του είναι «διαλεκτική», δηλαδή η διαπίστωση ότι οι «αντιθετικές»

εκδοχές σπαθίζουν και δεν λύνουν τους κόμπους των προβλημάτων τον οδηγούσε

στην αναζήτηση της διαλεκτικής σύνθεσης που θα μπορούσε να άρει τις αντιθέσεις

και επομένως να καταστήσει το νου ικανό να «διατρέξει όλο το χώρο του

προβλήματος». Άσχετα από τα επιμέρους αποτελέσματα εφαρμογής αυτής της μεθόδου

στα ώριμα έργα του, ο ίδιος τα ήθελε δείγματα της «κριτικής φιλοσοφίας». Ως

προς τον σχεδιασμό και την απόπειρα πραγματοποίησης της εκπαιδευτικής

πολιτικής των κεντρογενών κυβερνήσεων, κατέκτησε την ευρύτερη συγκατάθεση για

την επιτυχία της. Μόνο όταν είχε ατονήσει κάπως το ιδεολόγημα της «εθνικής

αστικής τάξης», στη μεταπολιτευτική αγωνία για το μέλλον της ίδιας της

Αριστεράς, θα επιχειρηθεί μια ελλειπτική έστω και αρκετά εριστική, αποδόμηση

της «διαλεκτικής» μεθόδου που χρησιμοποιούσε ο Παπανούτσος. Νομίζω ότι είναι η

ώρα να σταθμίσουμε ψύχραιμα το έργο του, τώρα δηλαδή που εμφανίζονται

ερεθίσματα για την υπέρβαση του οχήματος «Μεταρρύθμιση – Αντιμεταρρύθμιση» και

των ύστατων επιβιώσεων του ιδεολογήματος της «Εθνικής Δημοκρατικής Αλλαγής»,

όποια απόχρωση κι αν έχουν (βλ. τον τόμο: Τομέας Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου

Ιωαννίνων, Ε.Π. Παπανούτσος, ο παιδαγωγός και φιλόσοφος,

Ιωάννινα 1987, σσ. 287). Ιδίως τώρα που η μονομανία των «επιγόνων» βαφτίζει

«Μεταρρύθμιση» κάθε ρύθμιση που συνεπιφέρει χιονοστιβάδα απορρυθμιστικών φαινομένων…

* Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής

Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.