Βασικές αρχές της δημοκρατίας και αντίστοιχοι θεσμοί αποδυναμώνονται. Η

αποδυνάμωση συντελείται σταδιακά. Δεν προκαλείται από λαϊκά κινήματα.

Καλλιεργείται από κέντρα εξουσίας, με συνέργεια γραφίδων της πολιτικής

διανόησης. Προβάλλουν τα συντελούμενα ως γέννημα μιας νέας πραγματικότητας,

που συμπίπτει με τον ερχομό νέου αιώνα. Στις γραμμές που ακολουθούν

εξετάζονται οι συνέπειες αυτών των μεταβολών στη λαϊκή κυριαρχία και στο ρόλο

του πολίτη.

Ι. Τα «δικαιώματα του ανθρώπου» και τα δικαιώματα του πολίτη:

Η λαϊκή κυριαρχία αποδυναμώνεται μεθοδικά και με την αποσιώπησή της. Απωθείται

στη λησμοσύνη.

Η αποδυνάμωση του πολίτη πάλι, συγκαλύπτεται με μια ρητορική, δηλαδή

εμπαικτική, αναγνώριση του ρόλου του. Κορυφαία έκφραση αυτής της άδειας

αναγνώρισης, είναι το άρθρο 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη λήψη

αποφάσεων όσο γίνεται εγγύτερα στους πολίτες. Η εντυπωσιακή αποχή κατά τις

πρόσφατες ευρωεκλογές έδειξε, ανάμεσα σ’ άλλα, πόσο αισθάνονται οι ίδιοι οι

πολίτες των κρατών-μελών της Ε.Ε. κοντά στο κέντρο των Βρυξελλών.

Η αποδυνάμωση εξελίσσεται κυρίως σε διεθνές πλαίσιο. Εισάγεται στο κάθε

κράτος, στο βαθμό που το ίδιο προσφέρεται να την αποδεχθεί.

Η αποδοχή από τους λαούς αυτής της αποδυνάμωσης επιχειρείται με ιδεολογικά

προκαλύμματα και με «ρεαλιστικές» εκτιμήσεις. Ένα από τα προκαλύμματα είναι η

επίκληση των δικαιωμάτων που η πολιτική ειδησεογραφία τα καθιέρωσε με τον όρο

«ανθρώπινα δικαιώματα».

Από τον μεσοπόλεμο και ύστερα, μέσα από διεθνείς Συνθήκες και Συντάγματα

κρατών της Δυτικής Ευρώπης, προέκυψε ένας πλούσιος κατάλογος ατομικών και

κοινωνικών δικαιωμάτων. Με τη γενικευμένη αναφορά τους, παρασιωπάται ο

ιστορικός τους πυρήνας. Εννοούμε τα δικαιώματα τα πολιτικά. Από αυτά ξεκίνησε

η αναγνώριση όλων όσων υπάγονται σήμερα στον πλούσιο κατάλογο των καλούμενων

«δικαιωμάτων του ανθρώπου». Σημασία έχει όμως ότι αυτά τα δικαιώματα, τα

πολιτικά, είναι το αναγκαίο θεμέλιο για τη διεκδίκηση κάθε άλλου. Χωρίς την

αναγνώριση και την ανεμπόδιστη άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων, η αναγνώριση

των άλλων δεν είναι κατάκτηση, αλλά παραχώρησή τους από την εξουσία. Ουσία των

πολιτικών δικαιωμάτων είναι η συμμετοχή στη λειτουργία του κράτους, όπως αυτή

οργανώνεται από το Σύνταγμα μιας δημοκρατικής χώρας. Συμμετοχή άλλοτε

καθοριστική, άλλοτε επηρρεαστική. Κορυφαία έκφρασή της η ελεύθερη ψήφος.

Για να επιφέρει όμως η συμμετοχή πολιτικό αποτέλεσμα, δεν αρκεί να ασκείται ως

δικαίωμα ατομικό. Η σύνδεση του ατομικού πολιτικού δικαιώματος με το κράτος

και την εξουσία του πραγματώνεται με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Με αυτή

την αρχή συντελείται «η ενότητα πολιτεύματος και θεμελιωδών δικαιωμάτων» (Δ.Θ.

Τσάτσος «Συνταγματικό Δίκαιο», Τόμ. Γ’, παράγρ. 18).

Το πρώτο συμπέρασμα λοιπόν είναι: α) ότι τα θεμελιακής σημασίας δικαιώματα,

από τα καλούμενα ανθρώπινα, είναι τα πολιτικά και β) ότι λειτουργούν έτσι,

δηλαδή ως πολιτικά, μόνο με την τήρηση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.

Να θυμίσομε ακριβώς εδώ ότι, ιστορικά, ο υπήκοος του μονάρχη έγινε πολίτης με

την αναγνώριση των πολιτικών δικαιωμάτων. Και με την αρχή της λαϊκής

κυριαρχίας έπαψε ο μονάρχης να είναι πηγή της εξουσίας.

ΙΙ. Δεν ασκούνται πολιτικά δικαιώματα χωρίς λαϊκή κυριαρχία: Η λαϊκή

κυριαρχία δεν αναφέρεται αφηρημένα στον άνθρωπο. Ανήκει σε συγκεκριμένο λαό.

Γι’ αυτό και πραγματώνεται μέσα στα όρια κράτους, εθνικού ή πολυεθνικού.

Κράτους με αναγνώριση της εδαφικής κυριαρχίας του, που η ιστορική εξέλιξη και

το διεθνές δίκαιο την καθιέρωσαν ως εθνική κυριαρχία.

Ιστορικά αλλά και λειτουργικά, η λαϊκή κυριαρχία προϋποθέτει την καλούμενη

εθνική κυριαρχία. Δεν νοείται λαός κυρίαρχος χωρίς κρατική υπόσταση μέσα στην

οποία λειτουργεί η λαϊκή κυριαρχία. Φορέας του δικαιώματος συμμετοχής στη

λαϊκή κυριαρχία είναι ο πολίτης. Όπου δεν αναγνωρίζονται πολιτικά δικαιώματα,

ο όρος πολίτης δεν κυριολεκτεί. Τον συνδέει με το κράτος μια ιθαγένεια, μπορεί

να του αναγνωρίζεται και μια εθνικότητα, αλλά πολίτης δεν είναι.

Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνεπάγεται αναπότρεπτα περιορισμούς της

εθνικής κυριαρχίας. Μέρος των αρμοδιοτήτων, τις οποίες κατά το Σύνταγμα έχουν

όργανα του κράτους, κυρίως η Βουλή που αντιπροσωπεύει τον «κυρίαρχο λαό»,

εκχωρούνται σε όργανα λήψης αποφάσεων της Ε.Ε. Υποστηρίζεται, ότι όλα τα μέλη

της Ένωσης εκχωρούν εξίσου αρμοδιότητες πολιτειακών οργάνων τους. Νομικά έτσι

είναι. Ισχύει όμως και εδώ ο συσχετισμός των δυνάμεων.

Ο πραγματικός βαθμός εκχώρησης της εξουσίας κάθε κράτους-μέλους συναρτάται με

την επιρροή του στη διαμόρφωση των «κοινών» αποφάσεων. Με κάθε εκδοχή όμως, ο

περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας δεν αναπληρώνεται από τη θεσμική

συνδιαχείριση των εκχωρημένων εξουσιών. Ο πολίτης, ασκώντας τα δικαιώματά του

συμμετέχει, ή επηρεάζει, εκείνες τις αποφάσεις που έχουν αφεθεί στο κάθε

κράτος-μέλος της Ένωσης. Άρα του αφαιρείται ένα κομμάτι των πολιτικών

δικαιωμάτων του.

Το Ευρωκοινοβούλιο εξάλλου είναι θεσμός σημαντικός με επηρρεαστική ισχύ και

κάποιες ουσιαστικές αρμοδιότητες. Δεν είναι όμως έκφραση λαϊκής κυριαρχίας.

ΙΙΙ. Πολιτικά δικαιώματα και Παγκοσμιοποίηση: Τα προβλήματα λαϊκής

κυριαρχίας και πολιτικών δικαιωμάτων που γεννά η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή

Ένωση έχουν θεσμικό χαρακτήρα και γι’ αυτό, ως ένα μέτρο, είναι αντιμετωπίσιμα.

Το πιο κρίσιμο πρόβλημα ανακύπτει από την προϊούσα ισχυροποίηση των μεγάλων

οικονομικών μονάδων μέσα στο περιβάλλον της καλούμενης «παγκοσμιοποίησης».

Ο όρος αποδίδει πρωταρχικά το ρόλο του «παγκόσμιου χρήματος», που δεν

μετακινείται μόνο για να επενδυθεί παραγωγικά αλλά κερδίζει με την ίδια τη

διακίνησή του, αποσυρόμενο από μια περιοχή και μετακινούμενο αστραπιαία σε μια άλλη.

Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία ευνοείται το παραπέρα γιγάντεμα της

πολυεθνικής επιχείρησης και η μετάβαση στη διεθνική. Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο

για μητρική επιχείρηση, σε ορισμένη χώρα, που εγκαθιστά θυγατρικές της σε

άλλες. Πρόκειται για επιχειρήσεις, που αντιμετωπίζουν το τμήμα του κόσμου που

τις ενδιαφέρει κερδοσκοπικά, ως μία οικονομική ενότητα. Είναι αδιάφορες για

την εθνική σύνθεση του κεφαλαίου και για την εθνικότητα των διευθυντικών

στελεχών.

Οργανώνονται και δρουν με την αίσθηση ότι είναι αυτόνομες ανεθνικές (όχι

βέβαια αντεθνικές) οντότητες.

Το γιγάντεμα πολυεθνικών ή διεθνικών επιχειρήσεων, που επαυξάνεται με τις

συγχωνεύσεις, εκτοπίζει την πολιτική σε δύο επίπεδα.

Το πρώτο είναι οι κορυφές της πολιτικής. Υπαγορεύουν στις πολιτικές ηγεσίες

των επιμέρους κρατών κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής, με επιπτώσεις και

στη συνολική πολιτική τους.

Το δεύτερο επίπεδο είναι οι ίδιοι οι λαοί. Με τους μηχανισμούς δημοσίων

σχέσεων και κυρίως τους ισχυρούς μηχανισμούς διαφήμισης, επεμβαίνουν στην ίδια

τη συνείδηση. Με κύριο όπλο την εμπορική τηλεόραση, προσανατολίζουν τη σκέψη.

Επικεντρώνουν το ενδιαφέρον του ατόμου σε υλικούς στόχους, στο όνειρο να μπει

στη λέσχη των ισχυρών ή, πάντως, στην ικανοποίηση της καταναλωτικής απληστίας

του. Το άτομο-καταναλωτής στη θέση του ανθρώπου-πολίτη.

Στην τάση απολιτικοποίησης ενδίδουν και πολιτικοί, ακόμα και στην περιοχή των

συνταγματικών θεσμών. Προωθείται στην Ελλάδα η κατάργηση της διάταξης του

Συντάγματος για την υποχρέωση του πολίτη να ψηφίζει. Με αυτή την κατάργηση,

παραμένει ως η μόνη διά βίου υποχρέωση του ατόμου προς την πολιτεία, ως η μόνη

διά βίου συμμετοχή του στα κοινά, η καταβολή τελών και φόρων. Η προσέλευση

στην κάλπη εξομοιώνεται με την προσέλευση σε σούπερ μάρκετ. Είναι απλώς «ελεύθερη».

IV. Παγκοσμιοποίηση και παγκόσμια δύναμη: Πίσω από την παγκοσμιοποίηση

και την αυτονομία που διεκδικούν τα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα διακρίνεται

το πολιτικοστρατιωτικό κέντρο που τις στηρίζει. Είναι οι ΗΠΑ. Από κοντά και

άλλα κέντρα περιφερειακά, λίγο ή πολύ δορυφορικά των ΗΠΑ, όπως τα ισχυρά

κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, μέσω αυτών, η ίδια η Ένωση.

Επισημαίνεται, ότι η αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης κατέστησε τις ΗΠΑ

μοναδική υπερδύναμη.

Όμως, οι αλλαγές του 1989 συμβάλανε και στην παγκοσμιοποίηση. Η διεκδίκηση του

ρόλου της υπερδύναμης είναι σύμφυτη με την ίδια την παγκοσμιοποίηση. Αυτή δεν

υπηρετεί μόνο οικονομικά συμφέροντα. Ευνοεί και την ανάδειξη της

πολιτικοστρατιωτικής υπερδύναμης.

Έως το 1989 οι δύο υπερδυνάμεις, τώρα η μοναδική, διατηρούν την επιβολή τους

με την επέμβαση ή και μόνο με την εξυπακουόμενη απειλή της. Οι ΗΠΑ διατηρούν

την ευχέρεια να σταθμίζουν και να επιλέγουν τις περιπτώσεις επέμβασης σε

κλίμακα παγκόσμια. Το ιδεολογικό προκάλυμμα είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Επιλέγουν ποια δικαιώματα θα επικαλεσθούν και σε ποιες περιπτώσεις.

Σήμερα η επιλογή επικεντρώνεται στα καλούμενα των μειονοτήτων, που έχουν και

πολιτικό χαρακτήρα. Ο συγκινησιακός χαρακτηρισμός τους ως «ανθρωπίνων» δεν

κυριολεκτεί.

Η αναφορά στον άνθρωπο είναι υποκριτική. Δεν διακρίνεται στο ορατό μέλλον μία

έμπρακτη αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, δηλαδή

για τους ανθρώπους όπου γης.

Αυτά τα δικαιώματα, με πρώτα τα πολιτικά, τα διεκδικούν και τα κατακτούν λαοί.

Σημασία όμως για το θέμα έχει ότι οι επεμβάσεις στο όνομά τους επιχειρούνται

για ορισμένους λαούς, σε ορισμένες περιοχές, με κριτήρια στρατηγικά.

Αλβανόφωνοι Κοσοβάροι και Κούρδοι είναι βέβαια άνθρωποι. Οι στρατηγικές

σκοπιμότητες όμως επιβάλλουν… να είναι οι πρώτοι περισσότερο «άνθρωποι» από άλλους!

V. Ενίσχυση των εσωτερικών αντοχών μας: Το κρίσιμο ερώτημα για το οποίο

έχομε όλοι ευθύνη απάντησης αφορά στην Ελλάδα. Πρώτα η Ελλάδα, μας

επαναλαμβάνουν εσχάτως οι κυβερνήτες μας. Σωστά.

Η θέση μας είναι ότι η ίδια η εθνική μας υπόσταση, η συμμετοχή μας στη διεθνή

ζωή, στο όριο που μπορούμε να τη διεκδικήσομε, η παρουσία μας στο άμεσο

διεθνές περιβάλλον μας, αυτά και άλλα, συναρτώνται με την επιβίωση των βασικών

δημοκρατικών θεσμών.

Αυτό που μας απειλεί ως κατάληξη είναι η αποδυνάμωση των θεσμών, η διαμόρφωση

μιας απολιτικής κοινωνίας, η κάμψη της συνείδησης του πολίτη, το άδειασμα της

λαϊκής κυριαρχίας.

Το θεμέλιο για την εθνική μας επιβίωση δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη που

απεικονίζουν οι αριθμοί ούτε οι εξοπλισμοί για την αντιμετώπιση της υπαρκτής

απειλής κατά της εθνικής ακεραιότητας.

Είναι σημαντικά, δεν είναι τα πρώτα.

Πρώτο είναι η τόνωση της συνείδησης του πολίτη και η επιβίωση της λαϊκής

κυριαρχίας. Μ’ αυτήν δένεται οργανικά και σταθερά ένας λαός με τη Χώρα του.

Η επιδίωξη αυτών των στόχων, η ενίσχυση των εσωτερικών αντοχών μας, είναι

ευθύνη της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας. Χρειάζονται πολιτικό λόγο και

λόγο ιδεών. Οι θεσμικές προσαρμογές ακολουθούν. Με τη διαφήμιση στη θέση του

πολιτικού λόγου ή με τη θεσμική ενθάρρυνση της απολιτικής ανευθυνότητας,

συμβάλλομε να πάρει τη θέση του Λαού ένας πληθυσμός καταναλωτών και η Ελλάδα

από Χώρα να εξελιχθεί σε κάποιο χώρο.