Σεμνός κι αθόρυβος έως την τελευταία του στιγμή, έφυγε από κοντά μας ένας

από τους πιο σπουδαίους και πιο άξιους λειτουργούς της Δικαιοσύνης.

Ο Βασίλης Μποτόπουλος έχασε, στα 67 χρόνια του, τη μάχη με τον καρκίνο τα

ξημερώματα της Κυριακής στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Πριν από δυόμισι μήνες είχε

συνταξιοδοτηθεί από το δικαστικό σώμα και αποχώρησε από τη θέση του προέδρου

του Συμβουλίου της Επικρατείας αφήνοντας πίσω του μια 11ετή ιστορική θητεία

που σημαδεύτηκε από το ήθος, τη συνέπεια και την αξιοσύνη του.

Ο δυναμισμός του και η βαθιά δημοκρατική του αντίληψη για τη λειτουργία ενός

δικαστικού σχηματισμού του ύψους και της σημασίας του Συμβουλίου της

Επικρατείας, τον ανέδειξαν σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη στον δικαστικό χώρο. Ενώ η

στάση του και οι μέθοδοι που ακολούθησε ενδυνάμωσαν το κύρος του Ανωτάτου

Δικαστηρίου. Δεν χαρίστηκε σε κανέναν. Δεν υπήρξε απλώς ένας άξιος δικαστής.

Υπήρξε ένας υπεύθυνος πολίτης με ιδιαίτερη προσφορά στον χώρο της Δικαιοσύνης.

Βασίλης Μποτόπουλος. Η θητεία του σημαδεύτηκε από ήθος, συνέπεια και αξιοσύνη

Αντιπαρήλθε σιωπηλά τις ανοίκειες επιθέσεις που δέχθηκε, κυρίως σε εποχές

δύσκολες, όταν αμφισβητήθηκαν τα κριτήρια επιλογής του για την προώθησή του

στο ύπατο αξίωμα και μαζί τους η εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων. Εβαλε

τη δική του σφραγίδα στον ρόλο του δικαστή, που τον ανέδειξε σε αντίπαλο της

αυθαιρεσίας χωρίς να μετατρέπεται σε αντίπαλο της Πολιτείας.

Ο Βασίλης Μποτόπουλος κηδεύτηκε χθες το μεσημέρι από το Β’ Νεκροταφείο σε

στενό οικογενειακό κύκλο, ύστερα από προσωπική του επιθυμία. Επέλεξε ο ίδιος

και τον τελευταίο αποχαιρετισμό να συνοδεύει μια τελετή λιτή και σεμνή, όπως

ήταν άλλωστε όλη η πορεία του. Γεννημένος στα Πατήσια το 1932, ο Βασίλης

Μποτόπουλος ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του, δικηγόρου Κώστα Μποτόπουλου.

Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, αλλά το 1958 άφησε τον δρόμο της

δικηγορίας για τον δικαστικό κλάδο. Εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας με

τον βαθμό του εισηγητή και τριάντα χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1988,

ανεδείχθη στην προεδρία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου. Ήταν ο νεώτερος

αντιπρόεδρος και διαδέχθηκε τον Βασ. Ρώτη, ο οποίος είχε αποχωρήσει από το

δικαστικό σώμα αναλαμβάνοντας καθήκοντα υπουργού Δικαιοσύνης. Στον βαθμό του

συμβούλου της Επικρατείας είχε προαχθεί το 1978 και υπήρξε εισηγητής σε

κορυφαία ζητήματα που απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την περασμένη

δεκαετία, όπως η δημιουργία του ΕΣΥ, ο νόμος για τις προβληματικές

επιχειρήσεις κ.ά. Στη διάρκεια της θητείας του στην ηγεσία τού ΣτΕ απέδειξε

ότι διέθετε και ιδιαίτερες διοικητικές ικανότητες. Ως πρόεδρος του ΣτΕ και

αρχαιότερος των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων προήδρευσε του Ανωτάτου

Ειδικού Δικαστηρίου (και Εκλογοδικείου) όπως και του Δικαστηρίου Αγωγών

Κακοδικίας, ενώ είχε διατελέσει και πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου

Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου. Πλήθος εισηγήσεων και μελετών του

δημοσιεύθηκαν σε νομικά περιοδικά, ενώ είχε παρασημοφορηθεί από την Προεδρία

της Δημοκρατίας με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικος. Το 1995 στο

πρόσωπο του Βασίλη Μποτόπουλου είχαν εστιασθεί προτάσεις πολιτικών στελεχών

για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, τις οποίες, κατά πληροφορίες, ο

ίδιος είχε απορρίψει.

Ο Βασίλης Μποτόπουλος ήταν παντρεμένος με την αρχαιολόγο Καίτη Πετροπούλου, με

την οποία απέκτησε δύο αγόρια, τον Κώστα, δικηγόρο, διδάκτορα του

Συνταγματικού Δικαίου, και τον Δημήτρη, επίσημο μεταφραστή στην έδρα της

Ευρωπαϊκής Ένωσης.