Ο Γρηγόρης Γεωργάτος από τα ερυθρόλευκα θα φορέσει τα κυανόμαυρα της μεγάλης

ομάδας του Μιλάνου, της Ίντερ

ΑΠΟ ΤΗΝ κουπαστή του πλοίου, ο Γρηγόρης Γεωργάτος χάζευε τη Θάλασσα πολλές

φορές, ταξιδεύοντας συχνά από μικρός πλάι στον πατέρα του Νίκο. Στα όνειρά του

ήταν φυσικό να γυρίζει η Θάλασσα και το επάγγελμα του πατέρα του (ναυτικός με

ειδικότητα αρχικαμαρότου) το οποίο και σκεφτόταν να το ακολουθήσει.

Ήταν πολύ δύσκολο για τον Γεωργάτο στην ηλικία των 18 ετών, όταν ετοιμαζόταν

να μπαρκάρει στα πλοία να διανοηθεί καν πως μία δεκαετία αργότερα θα πατούσε

το χορτάρι του ιστορικού «Τζιουζέπε Μεάτσα» του Μιλάνου και δίπλα στην αφάν

γκατέ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Παίκτες παγκόσμιας κλάσης όπως ο Ρονάλντο, ο

Βιέρι, ο Ρομπέρτο Μπάτζιο, ο Ζαμοράνο, ο Ζανέτι, ο Σίμιτς, ο Πανούτσι, ο

Μπλαν, που έχουν στην συλλογή τους δεκάδες τίτλους (από παγκόσμια Κύπελλα έως

πρωταθλήματα) θα είναι πλέον δίπλα στον δικό μας Γρηγόρη Γεωργάτο.

Οι εικόνες του ποδοσφαίρου και πιο συγκεκριμένα από το στάδιο Καραϊσκάκη, ήταν

έντονες στα παιδικά του χρόνια. Μπορεί ο πατέρας του λόγω επαγγέλματος να μην

μπορούσε να τον πάει στο γήπεδο, αλλά ο παππούς του κάθε Κυριακή έπαιρνε τον

μικρό Γρηγόρη και τον πήγαινε να δουν την αγαπημένη τους ομάδα, τον Ολυμπιακό.

Γεννημένος στα Ταμπούρια (31 Οκτωβρίου 1972) ο Γρηγόρης είναι ο μοναδικός γιος

της οικογένειας και κατά συνέπεια ο πιο χαϊδεμένος. Έτσι δεν του χαλάνε εύκολα

χατίρι και ένα από αυτά είναι το γήπεδο. Κόσμος, σημαίες, κασκόλ και τα γκολ

των αγαπημένων του παικτών, έκαναν πιο χαρούμενα τα απογεύματα του Γρηγόρη.

Ο πατέρας του, προκειμένου να βρεθεί πιο κοντά στην οικογένειά του αποφασίζει

να εγκαταλείψει τα υπερατλαντικά ταξίδια και ουσιαστικά χωρίς να το καταλάβει

ανοίγει διάπλατα την πόρτα του γιου του στο ποδόσφαιρο και στην καταξίωση.

Πηγαίνοντας στα πλοία της γραμμής Πάτρας-Πρίντεζι αναγκάζει την οικογένεια να

μετακομίσει στην Πάτρα..

ΣΤΟΝ ΑΕΤΟ ΠΑΤΡΩΝ

Κοντά στο σπίτι του, ο Γρηγόρης αρχίζει να παίζει στις αλάνες και στα 12 του

χρόνια μπαίνει στην ερασιτεχνική ομάδα του Αετού Πατρών, αρχίζοντας να περνά

τις ώρες του στο γήπεδο. Λίγο αργότερα πάει στον Εθνικό Πατρών, όπου για πρώτη

φορά έχει δελτίο και παίζει και σε εθνική κατηγορία (Δ’ εθνική).

Η εμπειρία των ταξιδιών στην Ελλάδα, οι πρώτες κόντρες με αντιπάλους φέρνουν

και τα πρώτα μεγάλα σκιρτήματα στην καρδιά του ταλαντούχου νέου, ο οποίος όμως

στην ηλικία των 18 ετών το 1990, φτάνει σε αδιέξοδο. Πρέπει να αποφασίσει με

τι θα ασχοληθεί στην ζωή του για να βγάζει τα προς το ζην και είναι έτοιμος να

αφήσει τα γήπεδα και να μπει στα καράβια ακολουθώντας τον πατέρα του. Ο

μεγάλος Κώστας Δαβουρλής, ανιχνευτής ταλέντων τότε στην Πάτρα, για λογαριασμό

της Παναχαϊκής, τον έχει δει σε αρκετά παιχνίδια και τον προλαβαίνει σχεδόν

την στιγμή που… σαλπάρει. Έχει ήδη κάνει τις απαραίτητες συστάσεις στον

προπονητή της ομάδας Αντρέα Μιχαλόπουλο και στον πρόεδρο Άρη Λουκόπουλο και

έτσι ο Γεωργάτος υπογράφει στην Παναχαϊκή, αντί 6 εκατομμυρίων…

Το δεξί πόδι το χρησιμοποιεί κυρίως για να… ανεβαίνει στο λεωφορείο και να

πηγαίνει στις προπονήσεις, αλλά το αριστερό του γίνεται γρήγορα γνωστό.

Δουλεύει σκληρά τόσο με τον Μιχαλόπουλο όσο και αργότερα με τον Ολλανδό

Γιάκομπς, ο οποίος τον κάνει ρολίστα.

Αποτελεί για 1-2 χρόνια το μήλον της έριδος μεταξύ των μεγάλων ομάδων και το

1995 διαλέγει τον Ολυμπιακό (αντί του Παναθηναϊκού που παίζει στο

Πρωταθλητριών) που ανέκαθεν ήταν η μεγάλη του αγάπη. Κόστος μεταγραφής 80

εκατ. Δίπλα στον Ντούσαν Μπάγιεβιτς μαθαίνει πολλά και μετά μία δύσκολη χρονιά

(όπου έπαιζε πολύ λίγο και ήταν απογοητευμένος) καταφέρνει με την νέα του

ομάδα να έχει βίους παράλληλους και φτάνουν μαζί στην κορυφή, γνωρίζοντας

μεγάλη δόξα.

Στο Τσάμπιονς Λιγκ τον γνωρίζει πλέον η Ευρώπη που είχε την περιέργεια να

μάθει τον «Έλληνα» Ρομπέρτο Κάρλος, όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούν οι οπαδοί

του Ολυμπιακού.

ΜΑΓΕΨΕ ΤΟΝ ΛΙΠΙ

Ο Μαρτσέλο Λίπι έχει παραιτηθεί από τη Γιουβέντους (αναλαμβάνοντας την Ίντερ)

αλλά βρίσκεται στις εξέδρες του «Ντέλε Άλπι» στον αγώνα Γιουβέντους-Ολυμπιακού

και βλέπει από κοντά τον Έλληνα άσο. Αμέσως του κεντρίζει το ενδιαφέρον και

κρατάει σημειώσεις στο μπλοκάκι του.

Πρίν από λίγες μέρες συναντά στο Μιλάνο (σε σεμινάριο προπονητικής) τον καλό

του φίλο Νίκο Αναστόπουλο. Ο πρώτος Έλληνας παίκτης που έπαιξε ποτέ στο

Καμπιονάτο (με τη φανέλα της Αβελίνο) βοηθά στο να τον διαδεχθεί ένας ακόμα

Έλληνας παίκτης του Ολυμπιακού, στο κορυφαίο πρωτάθλημα της Ευρώπης (τρίτος

μετά και τον Ίβιτς). Γνωρίζοντας το πρόβλημα της Ίντερ στην αριστερή πλευρά,

λέει του Λίπι να πάρει με «κλειστά μάτια» τον Γεωργάτο και ο τελευταίος τον

επιλέγει αντί του Ιταλού Παραμάτι της Μπολώνια και του Γάλλου Καντελά.

ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ

Ο (παγκόσμιος πρωταθλητής με την Ιταλία το 1982) Λέλε Οριάλι, μάνατζερ πλέον

της Ίντερ μετά και τις μεγάλες αδυναμίες που δείχνει η ομάδα και στο φιλικό με

την Σεντ Ετιέν στη Γαλλία (έχασε 2-1) κάνει ταξίδι αστραπή (χθες το πρωί) στην

Αθήνα και εξασφαλίζει την υπογραφή του παίκτη με τη σύμφωνη γνώμη του

Ολυμπιακού (που πρόσφατα είχε ανανεώσει το συμβόλαιό του). Οι «ερυθρόλευκοι»

είχαν στο συρτάρι τους πρόταση και από την ισπανική Μπέτις Σεβίγια που φυσικά

δεν μπορούσε καν να συγκριθεί με αυτή της Ίντερ. Ο Ολυμπιακός πήρε 2,5 δισ.

δραχμές για τη μεταγραφή και θα εισπράξει ακόμα και τα κέρδη από τα εισιτήρια

ενός φιλικού με την Ίντερ στο Ολυμπιακό στάδιο.

Όσο για τον Γρηγόρη, θα μπορεί πλέον να οδηγεί τα σπορ και γρήγορα αυτοκίνητα

που τόσο του αρέσουν στο κοσμοπολίτικο Μιλάνο. Απο τα 13,5 εκατομμύρια δραχμές

που είχε ετήσιες απολαβές τον Δεκέμβριο του 1995, ο Γρηγόρης θα φτάσει αισίως

τα 400 εφέτος (το τετραετές συμβόλαιό του με την Ίντερ θα του αποδώσει 1,3

εκατ. δολάρια το χρόνο).

Οι «κολλητοί» του Γιώργος Ανατολάκης και Δημήτρης Ελευθερόπουλος θα πρέπει

πλέον να πηγαίνουν στο Μιλάνο για να πιουν καφέ μαζί του, ενώ για τον Γρηγόρη

το όνειρό του να παίξει κάποτε συμπαίκτης του Ρομπέρτο Μπάτζιο θα γίνει

πραγματικότητα όχι στον Ολυμπιακό αλλά στην Ίντερ.

Την ώρα που ο ήλιος χθες το μεσημέρι κρυβόταν πίσω από τη σελήνη, ο Γρηγόρης

Γεωργάτος ανέτειλε κάνοντας το μεγαλύτερο βήμα της καριέρας του, προσδίδοντας

μεγάλη αίγλη στον Ολυμπιακό και κατ’ επέκταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο.