Το τίμημα μιας επιλογής ποτέ κανείς δεν το γνωρίζει πραγματικά, μέχρι που

αρχίζει και το πληρώνει. Και τότε ξεκινά μια περίοδος… βασάνων. Οδηγώντας

στους δρόμους της Αθήνας, είναι φορές που αισθάνομαι ως σκαπανέας που αναζητεί

ένα τόσο δα κομματάκι χρυσάφι, αλλά μονίμως ανακαλύπτει άγονο χώμα ­ σκληρό

και πετρώδες. Και μονίμως απομένει με τη γεύση της ψευδαίσθησης…

Έχω ήδη υποστεί σε σούπερ-δόση τα δεινά που προκαλεί αυτό το κόκκινο «Ν» στο

πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Το προτίμησα σε μέγεθος… μεσαίο, να μη βγάζει

μάτι, αλλά παραδόξως όλοι το βλέπουν και σχεδόν όλοι κάνουν ό,τι μπορούν για

να γίνει η ζωή μου ακόμα δυσκολότερη. Έτσι, για να καταλάβετε τη διαφορά,

κυρίως εσείς οι… παλαιότεροι, κάποια μέρα που ακόμα και η βεντούζα που

συγκρατεί το «Νι» μου… αντέδρασε και ξεκόλλησε συμπαρασύροντας και το «Ν»

μου στο πίσω κάθισμα (εγώ πάντως το πήρα χαμπάρι στο τέλος της διαδρομής) και

οδηγούσα φαίνεται για τους άλλους όχι ως νεοφώτιστη αλλά ως έμπειρη… ατζαμής

(όπως κι εκείνοι), ξαφνικά ο δρόμος με καλοδεχόταν, οι οδηγοί δεν ανέπτυσσαν

ταχύτητα απλώς για να με προσπεράσουν και να σφηνάρουν από δέκα μεριές ­ δίχως

φλας, δίχως προειδοποίηση, δίχως τίποτα ­ μπροστά μου και τα μηχανάκια

πρόσεχαν λίγο παραπάνω στις λοξές διαδρομές τους…

Είπα μέσα μου «ή εγώ οδηγώ με λιγότερο άγχος ή κάτι άλλαξε σήμερα», αλλά το

μόνο που είχε αλλάξει ήταν ότι δεν υπήρχε το… «Ν» μου σε θέση περίοπτη!

Μου καλάρεσε (με… εξυπηρέτησε) κι αν δεν ήμουν τόσο τυπική με το «νόμιμο»,

θα είχα εξοστρακίσει στο πυρ το εξώτερον (άντε στο πορτ μπαγκάζ) την ένδειξη

«Νικολάκης», γιατί όλοι οι άλλοι το αγνοούν ή θέλουν να το αγνοούν, αλλά οι

«Νικολάκηδες» το ξέρουν, ότι νέος και άπειρος οδηγός αντιστοιχίζεται με τη

λέξη θύμα της μαγκιάς, της «εμπειρίας», της φραστικής βίας και του χλευασμού

των υπολοίπων.

Του ρατσισμού με δυο λόγια! Που εκτός από υπομονή, πρέπει να ‘σαι εφοδιασμένος

και με νεύρα σιδερένια για να το αντέξεις…

Θυμάμαι συχνά τον δάσκαλο της οδήγησης που βλέποντας την ευαισθησία που κάθε

φορά ανέπτυσσα από τα… κορναρίσματα των άλλων μου έκανε τεστ νεύρων, πατούσε

το φρένο στα δικά του πεντάλ κι ανταπέδιδε επίμονα και διαπεραστικά το

κορνάρισμα ­ να καθυστερήσουμε κι άλλο τον πίσω μας ανυπόμονο που δεν σεβόταν

την πινακίδα που έγραφε «Σχολή Οδήγησης» και το στρες του εκπαιδευόμενου. «Δεν

θα δίνεις σημασία», μου έλεγε. «Εσύ θα πας δεξιά και με 30, αν αυτός βιάζεται

να προσπεράσει.

Πρέπει να μάθεις να μην ακούς…». Την έχω μάλλον… βάψει, γιατί συνεχίζω να

ακούω. Όχι με το ίδιο τρακ και ευαισθησία, πάντως ακούω. Κι όχι μόνο τη

μουσική της επιλογής μου… ακούω εκείνον που εν μέσω Σταδίου φωνάζει «άντε

μωρή προχώρα» ­ προσέχει το «Ν» μου βλέπετε κι όχι τον τροχονόμο που δίνει

κίνηση στο άλλο ρεύμα!

Ακούω τη γηραιά κυρία με το μαλλί στην πρίζα που το «Ν» μου πάλι την

παροτρύνει να με… συμβουλέψει, ερχόμενη σύρριζα δίπλα μου στην κάθοδο των

μυρίων της Ιπποκράτους «κράτα κοπέλα μου μια θέση, δεξιά ή αριστερά, δεν είναι

όλος ο δρόμος δικός σου», της χαμογελώ και την αφήνω πρώτη να περάσει, για να

πιάσει με τη σειρά της το… κέντρο της Ιπποκράτους, αφού δεξιά και αριστερά

είναι παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Και διαπιστώνω για άλλη μια φορά ότι όλοι απαιτούν από έναν «Νικολάκη» να

τηρήσει τον κώδικα που εκείνοι δεν τηρούν!

Καταλαμβάνοντας έως πρότινος, ως συνοδηγός πάντα, το δεξί κάθισμα ενός

αυτοκινήτου, ανέπτυξα με τα χρόνια μια καλή αίσθηση του δρόμου, των απροόπτων

και των εμποδίων και ιδιαίτερα καλή αντίληψη όλων όσων ανά δευτερόλεπτο

συνέβαιναν και δη εκ… δεξιών. Ανέπτυξα όμως και τις αντιδράσεις και γιατί

όχι και τις φοβίες εκείνου που δεν αφήνει τίποτα να περάσει απαρατήρητο ­ όλα

τα βλέπει, σφίγγεται, κλείνει τα μάτια, αλλά τίποτα δεν μπορεί να κάνει γιατί

κρατά άλλος το τιμόνι.

Το σκεπτόμουν χρόνια αλλά το αποφάσισα αιφνίδια ­ να μάθω να οδηγώ και να πάρω

δικό μου αυτοκίνητο.

Κι αυτή μου η επιλογή είχε να κάνει όχι τόσο με την αίσθηση της ελευθερίας των

κινήσεων που σου δίνει ένα αυτοκίνητο όσο με την ουσιαστική απόφασή μου να

πάρω στα χέρια μου τη ζωή μου, να την ορίζω και να την «οδηγώ» εγώ.

Μιλώντας παλαιότερα με φίλους, εκτιμούσαμε ότι σε μια διαδρομή περίπου μίας

ώρας, μέσα σε κίνηση, η πιθανότητα να σου ξεφύγει κάτι, να μην προλάβεις

κάποιο από τα απρόβλεπτα και να τρακάρεις δεν ήταν μία στις εκατό, αλλά μία

ανά… λεπτό. Οδηγώντας διαπιστώνω ότι το να επιβιώνεις στους δρόμους της

Αθήνας και εν τέλει να φτάνεις σώος στον προορισμό σου δεν είναι αποτέλεσμα

μόνο της εμπειρίας και της ικανότητας, αλλά και της… τύχης. Καλή οδήγηση και

σωστή οδική συμπεριφορά είναι έννοιες διφορούμενες. Κινδυνεύεις περισσότερο

όταν είσαι… προσεκτικός!

Αν είσαι επιθετικός, σε φοβούνται, σε προσέχουν, οπισθοχωρούν και κρατούν μια

πισινή οι άλλοι… Δεν ξέρω τι θα συμβεί με τα χρόνια, αλλά μου είναι αδύνατον

να αποδεχθώ αυτόν τον παραλογισμό ­ θέλω να ελπίζω ότι δεν θα με αναγκάσει ο

δρόμος να τον αποδεχθώ! Δεν μου ταιριάζει να είμαι επιθετική ­ για να με

υπολογίσουν περισσότερο.

Αποφασιστικός δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και ανταγωνιστικός.

Είναι πολιτισμός και όχι μειονέκτημα να παραχωρείς τη δυνατότητα σε κάποιον να

ασκεί το δικαίωμά του. Σέβομαι την αγωνία εκείνου που βρίσκεται μισός στην

Κηφισίας και μισός στον… παράπλευρό της, να βγει στη λεωφόρο ­ την ξέρω και

τη βιώνω την ίδια αγωνία.

Δεν θα αφήσω και τους άλλους δέκα που περιμένουν στην ουρά, αλλά θα αφήσω δυο,

τρεις ­ η αλήθεια είναι όταν είμαι εγώ στην ίδια θέση, κανείς δεν με αφήνει,

αλλά κάποια στιγμή, κάποιος θα βρεθεί να τρέχει… λιγότερο και θα περάσω. Δεν

μου είναι τίποτα να επιβραδύνω για να περάσει στη λωρίδα μου αυτός που χώθηκε

στον λεωφοριόδρομο για να κερδίσει την απόσταση πέντε-δέκα αυτοκινήτων, αλλά

βλέπει από μακριά τον τροχονόμο και σπεύδει να «ενδυθεί» τη νομιμότητά του.

Δεν μου κάνει κόπο ούτε νιώθω ότι κάπου «μειονεκτώ», ας περάσει μπροστά όποιος

θέλει, αλλά, έλεος παιδιά, μη «χώνεστε» από δεξιά και αριστερά μου στο μισό μέτρο!

Συγχωρέστε με, αλλά αρνούμαι και δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να κατανοήσω

αυτή την πολυπλοκότητα της προσωπικότητας του Έλληνα οδηγού. Ο ίδιος άνθρωπος

είναι άλλος άνθρωπος όταν είναι πεζός ­ πάει αργά, απρόσεχτα, δεν κοιτάζει καν

από την πλευρά του έρχονται τα αυτοκίνητα.

Όταν οδηγεί είναι πάλι άλλος άνθρωπος ­ βρίζει τον πεζό που πάει με το ραχάτι

του και μιλάει στο κινητό διασχίζοντας τον δρόμο.

Όταν διεκδικεί ο διπλανός του αυτό που κι εκείνος διεκδικεί και

«τσαμπουκαλίδικα» παίρνει, τον πιέζει, τον στριμώχνει, τον μουντζώνει, αλλά

δεν τον… αφήνει.

Χειρονομεί και βρίζει με τις γνωστές «εύηχες» λέξεις και περισσότερο

εύγλωττες… κινήσεις, κάθε φορά που ένας ταξιτζής σταματά απότομα για μια

επιπλέον κούρσα, αλλά εκατό μέτρα παρακάτω κάνει το ίδιο για να πάρει τσιγάρα

ή να αφήσει κάπου ένα δέμα.

Δεν αφήνει αυτόν που «σφήνωσε» στην αριστερή λωρίδα πίσω από το φορτηγό που

άναψε ξαφνικά τα αλάρμ του να ξετρυπώσει στη δική του λωρίδα, αλλά μόλις κάπου

εκείνος «ακινητοποιηθεί» το απαιτεί και εκνευρίζεται που δεν το κάνουν οι

άλλοι! Είναι ο ίδιος άνθρωπος που συμμετέχει στην παρέα σου ένα βράδυ στην

ταβέρνα, τον ακούς να διαπιστώνει με υπέροχα ρητορικά σχήματα τα κακά και τα

στραβά των ελληνικών δρόμων και οδηγών, προτείνει μάλιστα και λύσεις

«εξυγίανσης» και λίγο αργότερα ή την επόμενη διασταυρώνεσαι μαζί του σε έναν

κεντρικό με παράπλευρο δρόμο ή βρίσκεται δύο αυτοκίνητα μπροστά σου στη

λεωφόρο και τον βλέπεις να συμπεριφέρεται ως άρχοντας και τραμπούκος ­ σε

σένα, στον διπλανό σου, στον παραπίσω… Το δικαίωμά του αλλά και το δικαίωμά

σου, πάντα… δικαίωμά του!

«Παρκάρισμα», το μονόπρακτο του παραλόγου

Επιβιώνω, εντάξει, αλλά αυτά που συμβαίνουν γύρω από το θεατρικό μονόπρακτο

«παρκάρισμα στην Αθήνα» ξεπερνούν κατά πολύ τις… ικανότητές μου! Η Αθήνα δεν

έχει πάρκινγκ ούτε για το 1/10 των αυτοκινήτων που φιλοξενεί, αυτό είναι κάτι

που όλοι γνωρίζουν. Κι επειδή δεν έχει ούτε συγκοινωνίες, όλοι… αποτολμούν

την κάθοδο κι έτσι καταλαμβάνονται γωνίες και πεζοδρόμια, έχουμε διπλές σειρές

παρκαρισμένων αυτοκινήτων και δρόμους αδιάβατους.

Εκείνη τη μέρα του Ιουνίου που πήρα το βάπτισμα του πυρός στο… κέντρο της

Αθήνας, δεν… κυκλοφορούσα. Ήθελα να κατεβάσω το αυτοκίνητο, αφού μια φωνή

μέσα μου είπε: «Κάντο σήμερα, αλλιώς δεν θα το κάνεις ποτέ»! Έφτιαξα ένα

σχέδιο καθόδου στο μυαλό μου (ακόμη και με τις λωρίδες που θα… κρατούσα) με

τέρμα ένα βενζινάδικο που είναι και κλειστό πάρκινγκ και πλυντήριο

αυτοκινήτων, λίγο κάτω από το μέσον της Λ. Αλεξάνδρας.

Η πρώτη διαδρομή

Καλύτερα να μη σας περιγράψω την πρώτη εκείνη διαδρομή. Έφτασα πάντως. Βγάζω

φλας 9.10 το πρωί και μπαίνω ανακουφισμένη στον χώρο του πάρκινγκ. Ο μεσόκοπος

κύριος με την κοιλίτσα και την πράσινη στολή πλησιάζει αγέρωχος. «Η κυρία;»,

λέει και πιάνω το βλέμμα του που «πιάνει» το «Νι» μου. «Η κυρία», απαντώ, «θα

ήθελε ένα καθαρό… αυτοκίνητο». «Ξέρετε, θα πάρει ώρες, έχουμε πολλή

δουλειά», απαντά με το ζόρι. Κι εγώ η άπειρη «δεν με ενοχλεί, θα έρθω το

μεσημεράκι να το πάρω». Εκείνος εκνευρίζεται «μα τι λέτε τώρα, ποιος σας είπε

για μεσημέρι… Σε μισή ώρα θα είναι έτοιμο το αυτοκίνητο, αν το αφήσετε θα

πληρώσετε και πάρκινγκ»! Στις 3.30 το μεσημέρι που το παρέλαβα, το αυτοκίνητο

έσταζε ακόμα νερά ­ μόλις είχε πλυθεί… ­ Αλλά πάγκινγκ πλήρωσα… Μόλις

1.600 δραχμές, αφού το είχα αφήσει και για… πλύσιμο!

Για να μυηθείς στα «μυστικά» των υπαρχόντων πάρκινγκ της Αθήνας, πρέπει να

την… πατήσεις αρκετές φορές. Και να το πληρώσεις ακριβά. Δεν είμαι της

αντίληψης «παρκάρω όπου γουστάρω, κλείνω δρόμους και διασταυρώσεις» ­ θα

πέθαινα από το άγχος μου, άλλωστε ακόμη και αυτό είναι μια τέχνη που δεν

την… κατέχω!

Το άγχος

Θα έλεγα ότι η κάθοδος της επομένης, στο κέντρο-κέντρο αυτή τη φορά, ήταν

περισσότερο αγχώδης, αφού είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να λύσω το

πρόβλημά μου δημιουργώντας πρόβλημα, και η μόνη δυνατή επιλογή μου είναι το

πληρωμένο πάρκινγκ. Το ζητούμενο ήταν να βρεθεί… πάρκινγκ.

Κατεβαίνοντας την Ομήρου, από Κολωνάκι, είχα κατά νου τα δύο κλειστά πάρκινγκ,

δεξιά και αριστερά.

Στο πρώτο με άφησε να… διεισδύσω ο υπάλληλος, αλλά την ώρα που έβγαινα από

το αυτοκίνητο, με ρώτησε πόσες ώρες θα το αφήσω και εγώ απάντησα «μέχρι νωρίς

το απόγευμα»· και εκείνος είπε: «Α, λυπάμαι, δεν υπάρχει θέση για τόσες ώρες»

κι εγώ έμεινα άλαλη. «Δηλαδή, υπάρχει για… λιγότερες;», «ναι, για μια-δυο

ωρίτσες», απαντά και μου «συστήνει» να πάω στο παρακάτω.

Είναι περιττές οι λεπτομέρειες, στο παρακάτω η ένδειξη ήταν «κόκκινη» και τα

αυτοκίνητα στοιβαγμένα το ένα πίσω από το άλλο στη μισή Ομήρου.

Βρέθηκα να κατηφορίζω την Πανεπιστημίου έχοντας κατά νου το υπαίθριο γειτονικό

πάρκινγκ της Κλαυθμώνος. Περιέργως, το πάγκινγκ ήταν σχεδόν… άδειο. Ο νεαρός

υπάλληλος με «οδηγεί» πού να… σταθμεύσω και την ώρα της παραλαβής του

αυτοκινήτου με ρωτάει «πόσο θα το αφήσετε;» και εγώ που ξέρω τι σημαίνει αυτή

η ερώτηση, αλλά πια κάνω… ρεπορτάζ, απαντώ θρασύτατα:

«Πέντε-έξι ώρες». Κι εκείνος τα χάνει για λίγο, αλλά φωνάζει τον «παράγοντα»

εξηγώντας του με νόημα «η κυρία θέλει να το αφήσει για πολλές ώρες», εκείνος

βγάζει ακαριαία το φίδι από την τρύπα «δεν έχουμε θέση, κυρία μου», εγώ

επιτέλους εκνευρίζομαι «εκατό θέσεις έχετε» απαντώ, «έχουμε σταθερούς πελάτες,

κυρία μου», «κι εγώ πελάτισσα πάω να γίνω» ξανααπαντώ, «πολλοί θέλουν, αλλά

δεν μπορούμε, κυρία μου», «φυσικά, γιατί επιλέγετε πελάτες της ώρας, που τους

χρεώνετε με δύο χιλιάρικα για μία… ώρα και σε πέντε ώρες κερδίζετε

πολλαπλάσια», λέω εγώ, «τη δουλειά μας κάνουμε, κυρία μου», ξαναλέει εκείνος

και στρίβει την πλάτη. Φεύγοντας του φώναξα:

«Είστε απαράδεκτος επαγγελματίας» ­ όχι ότι έκανα και κάτι το εξαιρετικό, αλλά

όπως και να έχει, ήταν η πρώτη μάχη που έδινα και ήμουν αποφασισμένη να βρω…

πάρκινγκ, πάει και τελείωσε.

Δύο επιλογές

Τελικά, έκανα αυτό που έτρεμα και ποτέ δεν πίστευα ότι θα έκανα. Ο δρόμος με

οδηγούσε έτσι κι αλλιώς στο υπόγειο κλειστό πάρκινγκ της Κλαυθμώνος.

Είχα δύο επιλογές ή γύριζα στο Μαρούσι το αυτοκίνητο και ερχόμουν πάλι στη

δουλειά με… ταξί ή κατέβαινα στα υπόγεια. Η γνώση και μόνο ότι έπρεπε να

παρκάρω εγώ το αυτοκίνητο, σε κάποιο κενό που θα έβρισκα ανάμεσα σε πολλά

κακοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, μου έλυσε τα γόνατα. Δεν φημίζομαι ακόμη για

το… παρκάρισμα που κάνω και μάλλον θα αργήσω. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»,

είπα και προτίμησα το ρέμα. Κατηφόρισα τη ράμπα και σταμάτησα μπροστά στον

ηλικιωμένο κύριο που κόβει τα «εισιτήρια». Είπα καλημέρα, δεν είπε τίποτα,

μόνο μου έδωσε το… άσπρο χαρτάκι. Ρώτησα «πού πάω τώρα;», με κοίταξε

έκπληκτος για ένα δευτερόλεπτο και έκανε μια κίνηση με το χέρι που σήμαινε «κάτω».

Το τίμημα

Πήγα κάτω. Κι ύστερα παρακάτω. Για να παρηγορηθώ είπα στον εαυτό μου, «αν τα

βρεις σκούρα, δεν χάθηκε ο κόσμος, ανηφορίζεις πάλι». Τελικά, πάρκαρα.

Καλύτερα από τους… διπλανούς μου. Ώρες μετά με το μαγικό χαρτάκι στο χέρι,

πλήρωνα κάπου 2.700, τόλμησα να ρωτήσω την ξανθιά κυρία στο ταμείο: «Υπάρχει

πιθανότητα να βρω μόνιμη θέση με το μήνα;»· εκείνη είπε: «Αστεία λέτε;»· εγώ

είπα: «Όχι φυσικά» και… έφυγα.

Δεν είναι η καλύτερη δυνατή λύση ­ πληρώνεις πολλά και βρίσκεις διαρκώς τους

προφυλακτήρες σου γρατζουνισμένους από τα αυτοκίνητα που μπαινοβγαίνουν δίπλα

στο δικό σου και άκρη δεν βρίσκεις, αφού υπάρχουν πινακίδες και το γράφει και

το άσπρο σου χαρτάκι «η διεύθυνση δεν ευθύνεται για απώλειες αντικειμένων

εντός των οχημάτων ούτε για ζημιές προκαλούμενες μεταξύ των αυτοκινήτων».

Ούτε σε περίπτωση πυρκαγιάς ευθύνεται η «ΦΡΑΞΕΚΤΕ Α.Ε.» ­ όπως και όλες οι

άλλες εταιρείες εκμετάλλευσης χώρων στάθμευσης. Πολλά τα μείον, αλλά είναι μια

λύση ­ παρκάρεις κάπου, για όσες ώρες θέλεις.

Όλες οι άλλες πιθανές λύσεις του κέντρου είναι άκρως απογοητευτικές. Με

περισσότερα ακόμη χρήματα και πάντα με… ζημιές.

Προσπαθώ να με πείσω ότι «λαμαρίνες είναι, θα γρατζουνιστούν», αλλά με

ενδιαφέρει ακόμα η όψη του καινούργιου αυτοκινήτου μου. «Είσαι νέα οδηγός, γι’

αυτό σε νοιάζουν όλα αυτά», αστειεύονται μαζί μου οι φίλοι.

Ξέρω ότι δεν φταίει η «νεότητά» μου, έτσι είμαι, με νοιάζει και θα με νοιάζει

­ ένα μόλις γραμμάτιο έχω πληρώσει! Αποδέχομαι απλώς ότι είναι κι αυτό ένα

τίμημα της επιλογής μου να οδηγώ και όχι να με «οδηγούν»…