Ένας χρυσός δίσκος, επιτυχημένες εμφανίσεις στα «13 Φεγγάρια», παραδοσιακά

και λαϊκά τραγούδια δοσμένα με έναν σύγχρονο τρόπο, κέφι και ποιότητα στη

διασκέδαση. Η Ελένη Τσαλιγοπούλου ανήκει στη γενιά των νέων Ελλήνων

καλλιτεχνών που άνοιξε καινούργιους δρόμους στο τραγούδι. Μια γενιά δεν

διστάζει να αποτελέσει τη γέφυρα μεταξύ του παλαιότερου και του σύγχρονου και

να κοιτάξει την παράδοση κατάματα. Τρεις θεωρεί ως τις σημαντικότερες αξίες

στη ζωή της ­ τον έρωτα, την αλήθεια και τη δημιουργία. Εάν μείνεις πιστός σε

αυτά, επιτυγχάνεται η ισορροπία. «Έτσι», λέει, «πετυχαίνει η χημεία μεταξύ του

τραγουδιστή και του κοινού. Και τότε ο κόσμος γίνεται ο καθρέφτης σου. Και η

δημιουργία ανήκει σε όλους».


Στην κουζίνα. Η Ελένη Τσαλιγοπούλου διάλεξε το σπίτι τής Πάρνηθας, γιατί

λατρεύει τα βουνά…

Στην αρχή μάς υποδέχτηκαν τα γαβγίσματα των τριών μεγαλόσωμων σκυλιών. Λίγο

μετά, τα ντραμς πήραν φωτιά στον πάνω όροφο ­ ο 18χρονος γιος της ο Αργύρης.

Αργότερα ο σύζυγός της, ο συνθέτης Γιώργος Ανδρέου, κάθεται στο πιάνο και

δοκιμάζει μελωδίες. Το σπίτι της Ελένης Τσαλιγοπούλου είναι γεμάτο ήχους. Αλλά

και εικόνες. Χτισμένο στην Πάρνηθα, στην περιοχή των Θρακομακεδόνων, είναι

περιτριγυρισμένο από δέντρα και έχει μια μαγευτική θέα της Αθήνας. Είναι

σούρουπο και τα φώτα της πόλης αρχίζουν να ανάβουν.

«Έχω μεγαλώσει στο βουνό και γι’ αυτό ήρθα εδώ. Δεν θα μπορούσα ποτέ να μείνω

κοντά στη θάλασσα. Είναι απαραίτητο να γεμίζεις τη σωστή ενέργεια για να

μπορείς μετά να αποδώσεις σ’ αυτό που κάνεις. Εδώ στο βουνό υπάρχουν πιο πολλά

χρώματα. Γεννήθηκα στη Μακεδονία και ο Γιώργος έζησε χρόνια εκεί. Εδώ τα

πράγματα είναι τόσο φωτεινά που βλέπεις σχεδόν άσπρο – μαύρο, δεν ξεχωρίζεις

πολλά χρώματα. Γι’ αυτό διαλέξαμε το βουνό».

ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Δύο καφέδες και ένα πούρο Αβάνας αργότερα η συζήτηση περιστρέφεται στον σκοπό

της ζωής μας. «Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι από

άστρα. Και προερχόμαστε από αυτά. Κάτι που είναι μεγάλη τιμή και τεράστια

ευθύνη. Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι που πέρασαν από τη γη είναι εξίσου

σημαντικοί. Όλοι ήρθαμε για να παίξουμε κάποιο συγκεκριμένο ρόλο. Και

ιδιαίτερα αυτοί που μας το απέδειξαν μέσα από την επιστήμη, μέσα από την τέχνη

τους». Και παίζουν άραγε πάντα τον ρόλο για τον οποίον έρχονται; «Εάν δεν

μπορέσουν στη συγκεκριμένη ζωή, νομίζω ότι σε κάποιαν άλλη θα τα καταφέρουν.

Έτσι κι αλλιώς όλα αυτά είναι πιθανολογίες. Ένα ωραίο παιχνίδι…».

Η Ελένη Τσαλιγοπούλου είναι μια σταθερά ποιοτική παρουσία στον χώρο του

ελληνικού τραγουδιού την τελευταία δεκαετία. Από το 1985, όταν ξεκίνησε να

τραγουδά στη Θεσσαλονίκη, μέχρι τις περσινές εμφανίσεις της με τον Γιώργο

Νταλάρα στην «Ιερά Οδό» και και τις φετινές στα «13 Φεγγάρια» έχει καλύψει ένα

ευρύ φάσμα τραγουδιών, παραμένοντας όμως πάντα πιστή σ’ αυτό που η ίδια θεωρεί αληθινό.

Και στον ρόλο της ως λαϊκής τραγουδίστριας. «Όσο κι αν αλλάζει ο ήχος από την

ποπ στη ροκ, στο λαϊκό, στο δημοτικό, σε όλες τις τάσεις που υπάρχουν σήμερα,

νομίζω ότι έχω κατ’ αρχήν τον ρόλο της λαϊκής τραγουδίστριας. Αυτό είναι το

αίσθημά μου. Θα είναι ψεύτικο, εάν κάνω κάτι άλλο». Και τι σημαίνει λαϊκή

τραγουδίστρια; «Ανοικτή προς όλες τις μουσικές. Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι.

Προέρχεται από όλες τις τάσεις».

ΤΟ ΛΑΪΚΟ


Με τον Γιώργο Νταλάρα, στις καλοκαιρινές συναυλίες

Πώς μπαίνει όμως σήμερα το λαϊκό στη ζωή μας; Στο πρόσφατο βιντεοκλίπ από το

τραγούδι «Μην περιμένεις πια» του Απόστολου Καλδάρα, εμφανίζεται με φόρμα

γυμναστικής και κινήσεις που, σύμφωνα με έναν κριτικό, θυμίζουν τις Spice

Girls. «Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό λαϊκό τραγούδι. Θα ήταν λάθος να

έβγαινε θλιμμένο, στυλιζαρισμένο. Έχει καταγραφεί στην ιστορία. Άλλωστε όλοι

τραγουδάμε τα πιο στενάχωρα τραγούδια με ένα γέλιο τεράστιο. Και αυτό

συμβαίνει στην Ανατολή. Οι άνθρωποί της έχουν καλή σχέση με τον θάνατο. Η ζωή

συνεχίζεται και άρα πρέπει να μπορείς να γελάς ακόμα και με τον πόνο. Αυτό οι

Έλληνες το καταφέρνουν καλύτερα από κάποιους άλλους».

Η ίδια δεν φοβάται να επιστρέφει συνεχώς στην παράδοση, να ερμηνεύει με τον

δικό της ξεχωριστό τρόπο «κλασικά» κομμάτια της λαϊκής μας κουλτούρας, με

αποκορύφωμα τον δίσκο «Μισό φεγγάρι» που κυκλοφόρησε το 1993 και περιείχε

παλιά ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια. «Η επιλογή ήταν δική μου και είχε

να κάνει με ένα ζήτημα που τέθηκε από τον κόσμο σε μένα. Το έβλεπα στα ζωντανά

προγράμματα. Ποτέ δεν λέω μόνο τα καινούργια μου τραγούδια, πάντα έλεγα και τα

πιο αγαπημένα μου παλιά. Εξηγούσα, δηλαδή, στον κόσμο και για ποιον λόγο έγινα

τραγουδίστρια. Κι έτσι τα τραγούδια αυτά αγαπήθηκαν ξανά μέσα από ένα σύγχρονο

φίλτρο. Είναι λάθος να βλέπουμε τη μουσική παράδοση σαν κάτι μουσειακό. Εάν

δεν το αναγνωρίσουμε, εάν δεν το δούμε όπως υπάρχει σήμερα, δεν θα υπάρξει και αύριο».

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Και η διασκέδαση; Πόση διαφορά υπάρχει σήμερα στον τρόπο που διασκεδάζουμε;

«Όταν γίνεται με καλή χημεία, είτε σε μεγάλο χώρο είτε σε μπουάτ, πετυχαίνει.

Έχει να κάνει με τον τραγουδιστή, με αυτόν που κινεί τα νήματα. Εάν πετύχει η

χημεία, βλέπεις τα πάντα. Ο κόσμος γίνεται ο καθρέφτης σου. Βλέπεις τα

συναισθήματα καθάρια». Και η εκτόνωση; «Υπάρχει και η άλλη πλευρά. Εκεί που ο

Έλληνας θέλει να βγάλει το άχτι του σε ένα χλιδάτο περιβάλλον, με πολύ ωραίες

γυναίκες. Γιατί αυτή είναι μια τάση των τελευταίων ετών, να συνδέεται η

διασκέδαση με την ωραιοποίηση των συνθηκών».

Υπάρχει κάτι στη ζωή της που να το θεωρεί αξίωμα; «Ναι», απαντά χωρίς δεύτερη

σκέψη και με έμφαση. «Έρωτας, αλήθεια, δημιουργία. Αυτά είναι τα πιο

σημαντικά. Με κυρίαρχο τον έρωτα. Κι αυτό μας θυμίζει ότι προερχόμαστε από τα

άστρα. Αυτή η μαγεία που νιώθει το σώμα, το μυαλό, η ψυχή. Ο έρωτας εμένα με

έσωσε. Παλιότερα έφτιαχνα τα πράγματα στο κεφάλι μου, δημιουργούσα έναν

εγκεφαλικό κόσμο που δεν ήταν πραγματικός. Μέσα από τον έρωτα είδα τον αληθινό

κόσμο. Και από εκεί και πέρα νιώθω πως είναι πιο εύκολο να δημιουργήσω. Και το

τραγούδι με έσωσε. Είναι φοβερό μέσο έκφρασης. Το τραγούδι σώζει χαρακτήρες.

Το τραγούδι σώζει ζωές…».


Καλοκαιρινές διακοπές. Με τον σύζυγό της Γιώργο Ανδρέου, στη Σαντορίνη

Η ΣΥΜΒΙΩΣΗ της με έναν συνθέτη όπως ο Γιώργος Ανδρέου είναι ιδιαίτερα

ενδιαφέρουσα. «Επειδή βρίσκεσαι κοντά στο καλό τραγούδι λίγο πριν γεννηθεί».

Ας παρακολουθήσουμε αυτό τον «τοκετό». «Υπάρχει μια στιγμή πριν γεννηθεί ένα

τραγούδι.

Επειδή γνωρίζω τον άνθρωπο, τι είναι αυτό που του έχει κάνει εντύπωση, τι

είναι αυτό που τον έχει κάνει να χαρεί, να συγκινηθεί, να νευριάσει ή να

νιώσει το οτιδήποτε. Όταν γίνει το τραγούδι, καταλαβαίνω τι και πώς ακριβώς

έχει εισπράξει ο Γιώργος ένα τυχαίο γεγονός».

«Βέβαια υπάρχει και κάτι άλλο. Στα μεγάλα τραγούδια συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο.

Μαγεία. Είναι κάτι που δεν ελέγχεται ούτε από τον ίδιο τον συνθέτη. Είναι

θεόσταλτο. Δηλαδή όσο καλός μουσικός και να είναι κάποιος ­ εννοώ σε σχέση με

τη γνώση ­ υπάρχει μια στιγμή που μπορεί να “κεντράρει”, να απογειωθεί αυτό το

θείο πράγμα που είναι το ταλέντο. Και είναι τότε η στιγμή που λάμπει το τραγούδι».

Ανήκει στη γενιά των Ελλήνων τραγουδιστών που απετέλεσαν γέφυρα μεταξύ του

παλιού και του καινούργιου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, στη Θεσσαλονίκη,

το ελληνικό τραγούδι ανακάλυψε καινούργιους δρόμους. «Άρχιζε μια άλλη εποχή. Ο

Σωκράτης Μάλαμας, η Μελίνα Κανά, εγώ και άλλοι ήμασταν μια παρέα που έβραζε το

αίμα μας. Τα μεγάλα ονόματα ­ η Χάρις Αλεξίου, οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας,

ο Νίκος Ξυδάκης, οι Φατμέ και ο Νίκος Παπάζογλου μας είχαν δείξει έναν άλλο

τρόπο.

Από εκεί και πέρα οι νεώτεροι το εξέλιξαν. Πήραν το έναυσμα από αυτούς τους

πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες και κατάφεραν να αρθρώσουν τον δικό τους λόγο

εξελίσσοντας την τάση της εποχής».


Με τη Μελίνα Κανά, αυτόν τον χειμώνα, στα «13 Φεγγάρια»

Έτσι, τώρα κοντά στο 2000 «αφήνουμε πίσω τα κόμπλεξ μας και βρίσκουμε

σιγά-σιγά τον εαυτό μας. Με πιο άμεσο λόγο και από εδώ και πέρα ακόμα πιο

δυνατό. Έχουμε αφήσει πίσω την μπουζουκομανία και κοιτάμε με καθαρό τρόπο τη

δημοτική παράδοση. Δεν είναι τυχαίο ότι τραγούδια δημοτικά όπως το “Σε αγαπώ

γιατί είσαι ωραία” ή το “Γιάννη μου το μαντίλι σου” αντιμετωπίζονται

διαφορετικά πια από τον κόσμο. Η γενιά μας δεν φοβάται να βουτήξει στην πηγή

του δημοτικού τραγουδιού».

Ο τελευταίος της δίσκος έγινε χρυσός. Μέχρι το τέλος του 1999 θα ετοιμάσει τον

καινούργιο. «Ψάχνω τα τραγούδια τώρα. Δεν θα είναι του Γιώργου Ανδρέου καθώς,

όπως λέει, “δεν έχουμε σκοπό να παραμείνουμε για πάντα καλλιτεχνικό ζευγάρι”».

Ο γιος της, ο Αργύρης, την προτρέπει να τραγουδήσει πιο ηλεκτρικά κομμάτια. Η

ίδια δεν απορρίπτει τίποτα. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα υπάρχουν πολλοί

συνθέτες. Άλλωστε πιστεύω ότι το ηχητικό περιβάλλον πρέπει να αλλάζει. Η λαϊκή

τραγουδίστρια είναι πάντα ίδια».

ΜΕΓΑΛΩΣΕ σε μια οικογένεια όπου το τραγούδι ήταν τρόπος ζωής. Μέσα στην

ταβέρνα που είχαν οι γονείς της στη Νάουσα, τα τραγούδια έδιναν και έπαιρναν.

Όχι μόνο από το ραδιόφωνο και τους δίσκους, αλλά και στα γλέντια και τις

γιορτές. «Θυμάμαι τα τραγούδια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου». Λαϊκά,

έντεχνα, αλλά και δημοτικά.

Όμως τα ακούσματά της δεν σταματούσαν εκεί. Στην εφηβεία έμαθε την ξένη

μουσική μέσα από τις επιλογές του μεγαλύτερου αδελφού της. «Είχα την τύχη να

υπάρχουν πολλές ηλικίες μέσα στην οικογένεια». Κι έτσι όχι μόνο μεγάλωσε μέσα

στο τραγούδι, αλλά μπόρεσε να πάρει ό,τι καλύτερο από όλες τις εκφράσεις του.

Ακόμη και σήμερα συνάδελφοί της απορούν με το πόσο πολύ είναι ενημερωμένη όχι

μόνο για τα δημοτικά τραγούδια, αλλά και για την ξένη μουσική. «Ήμουν ένα

σφουγγάρι που μάζευε από παντού».

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ο πατέρας της έψελνε στην εκκλησία της γειτονιάς. Υπήρχαν και άλλα μέλη της

οικογένειας με καλές φωνές, «απλά έτυχε εγώ να εξελίξω το ταλέντο που μου έχει

χαριστεί». Ήταν ένα παιδί ρομαντικό. Και το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να

ασχοληθεί με τα πράγματα που της άρεσαν. Και αυτά ήταν; «Η μουσική, η μουσική

και η μουσική».

Οι παιδικές μνήμες περιέχουν όλα τα παλιά τραγούδια. Και όταν όλη η οικογένεια

μαζευόταν, το τραγούδι ξεπηδούσε. Δημοτικό τραγούδι. Κυρίως αυτό. Όπως το

αγαπημένο του πατέρα της: «Σαν τα μάρμαρα της Πόλης που είναι στην Αγιά Σοφιά,

έτσι τα ‘χεις μοιρασμένα μάτια, φρύδια και μαλλιά…».

Χαρακτηρίζει την εποχή της εφηβείας της «σκληρή», γιατί η μικρή κοινωνία

λειτουργούσε περιοριστικά. «Δεν ήταν εύκολο να φύγεις, να σπουδάσεις, να

κάνεις οτιδήποτε, να νιώσεις την ελευθερία που μπορεί να νιώθει σήμερα ένας

έφηβος». Τα καλά της ιδιαίτερης πατρίδας της τα συνειδητοποιεί αργότερα, αφού

πια έχει φύγει και βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σκληρότητα της Αθήνας. Της

Αθήνας «που ακόμη δεν μπορώ να συνηθίσω».