|
|
Ο Στέφανος Χοταμανίδης ήταν δάσκαλος. Βαρέθηκε, όμως, το δασκαλίκι και
αποφάσισε να σπουδάσει Φιλολογία.
ΛΟΥΝΤΒΙΧΣΧΑΦΕΝ.
Ιούνιος
ΣΠΟΥΔΑΣΕ Φιλολογία και πήρε και ντοκτορά. Ανακάλυψε, όμως, ξαφνικά, πως ούτε η
Φιλολογία τον «γέμιζε». Γι’ αυτό, μπήκε στην Ιατρική. Την τελείωσε και
ειδικεύθηκε στην Παιδοψυχιατρική. Εδώ και μερικά χρόνια, είναι διευθυντής στην
Παιδοψυχιατρική Κλινική του Κιέλου. Και έχει μεγάλη φήμη. Κάθε χρόνο, όμως,
για τρεις μέρες, ξεχνάει τον δάσκαλο, τον φιλόλογο και τον γιατρό. Ακούει τη
φωνή τού πατέρα του, ακούει τη φωνή τού παππού του, που του λένε «κατέβα»! Κι
ο Στέφανος Χοταμανίδης τα παρατάει όλα και «κατεβαίνει». Στη Φραγκφούρτη και
στη Στουτγκάρδη, στο Μόναχο και στο Ντύσελντορφ κι όπου αλλού γίνεται το
«πανηγύρι»: Το φεστιβάλ ποντιακών χορών της νεολαίας, που διοργανώνει, εδώ και
16 χρόνια, η Ομοσπονδία Συλλόγων Ελλήνων Ποντίων στην Ευρώπη. Μπλέκεται με τα
παιδιά, μπλέκεται με τους μεγάλους και χορεύει. Χορεύει ατέλειωτες ώρες! Τικ,
Πατούλα, Τρυγώνα, Κότσαρη, Κιζέλα, Λετσίνα, Σερανίτσα. Και την άλλη μέρα,
παίρνει το αυτοκίνητό του και ανηφορίζει για το Κίελο. Να ξαναβρεί τη
Γερμανίδα γυναίκα του και τους μικρούς ασθενείς του. Και, πρωτίστως, την
κορούλα του, που της έχει μάθει να λέει, από μωρό, το δίστιχο «Έλα πουλί μ’,
έλα γιαβρί μ’, έλα μη τυρανίεις με, το ψιόπο μ’ ολι(γ)ικον εν, εβγαίν’ κι
άλλο, κι’ ευρίκ’ς με» (Έλα πουλί μου, έλα γιαβρί μου, έλα μη με τυραννάς, η
ψυχή μου δεν αντέχει, θα βγει, και δεν θα με ξαναδείς).
|
|
Κάθε λάβαρο και σύλλογος, κάθε σύλλογος και μια χορευτική ομάδα, από τις δεκάδες των Ποντίων της Γερμανίας. Εδώ, στιγμιότυπο από την έναρξη του 16ου Φεστιβάλ (φωτογραφία Γιάννη Κυριακίδη)
|
Έτσι είναι όλοι. Σαν τον Στέφανο. Με το που φτάνει ο Μάης, αρχίζουν να νιώθουν
φαγούρα στις πατούσες τους! Θέλουν να πάνε στο φεστιβάλ. Να καμαρώσουν τα
παιδιά, που θα χορέψουν, να πάρουν δύναμη και να χορέψουν κι αυτοί,
τραγουδώντας «χορός και ντ’ έμορφον χορό’ς τ’ αρν'(ί) μ’ χορεύ’σο γιαν'(ι) μ’/
οσήμερον ντ’ εχόρεψα επίασεν απάν'(ι) μ’». Ναι, έτσι είναι όλοι. Και ο
Ταϊγανίδης και η Μαρία και ο Παπαδόπουλος και η Λουίζα και η Δήμητρα και ο
Μπάρνι και ο Τσιρίδης και η Αννούλα και η Αλίκη και η Σούλα και η Γεωργία και
ο Λαρχανίδης και ο Τσορακλίδης και ο Αμαραντίδης και ο Άρης και ο Γαλανίδης…
Ένας κόσμος ολόκληρος, που είναι πάντοτε παρών, πάντοτε με ανοιχτή αγκαλιά,
στις λαμπρές αυτές εκδηλώσεις του Ποντιακού Ελληνισμού.
Μεγάλη η δύναμη της ράτσας! Η Δήμητρα, μια μελαχρινή, όμορφη, γνώρισε στην
Στουτγκάρδη τον Μπάρνι έναν Γερμανό δυο μέτρα, κούκλο! Τον έφερε μια, δυο,
τρεις φορές, στο φεστιβάλ. Την τέταρτη, ο Μπάρνι είχε γίνει… Πόντιος!
Βαφτίστηκε και χριστιανός ορθόδοξος! Και είναι μονίμως μαζί με την υπόλοιπη
παρέα των Ποντίων. Και λέει γνώμες και τραγουδάει και χορεύει. Ακόμη και…
προστυχιές έμαθε να ψιθυρίζει, κοκκινίζοντας ώς τ’ αυτιά, από ντροπή!
Αμ’ ο άλλος, ο Φώτης, του Τσιρίδη; Πρώτος στον χορό! Με τη στολή του, με τα
τσαλίμια του, με το πάθος του! Κι ας έχει γεννηθεί στη Γερμανία! Το πιο
σημαντικό: έχει μαζέψει κάμποσους συμμαθητές του, Γερμανούς, και τους έχει
μάθει να χορεύουν ποντιακά! Τους υποχρέωσε να αγοράσουν και στολές! Και κάνει,
με δυο-τρείς απ’ αυτούς, πρόβες, για να τους παρουσιάσει, σαν ατραξιόν, στο φεστιβάλ!
ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
Έλειπε κι αυτή τη χρονιά. Και ήταν και πάλι, βαριά η σκιά της απουσίας του. Ο
Γιάννης Παπαδόπουλος. Που χάθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ήταν, όμως, όπως
πάντα, παρούσα η Αλίκη. Η γυναίκα του. Θεμελιακό στοιχείο των εκδηλώσεων.
Άνθρωπος ταμένος. Ξεχωριστός.
Το 16ο Φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε εδώ, στο Λουτβιχσχάφεν. Μια βιομηχανική πόλη
της Ρηνανίας-Παλατινάτου, που ιδρύθηκε το 1606, βομβαρδίσθηκε πολλές φορές,
κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φιλοξένησε, για κάποιο διάστημα, τον μεγάλο
Γερμανό ποιητή και δραματουργό Φρ. Σίλερ και έχει 160.000 κατοίκους. Σ’ αυτή
την πόλη, λοιπόν, μπροστά στο Δημαρχείο, ένα απομεσήμερο, μαζεύτηκαν
εκατοντάδες Γερμανοί, για να παρακολουθήσουν τα Μωμογέρια, που παρουσίασε ο
τοπικός ποντιακός σύλλογος. Έπαιζαν οι μουσικοί, χόρευαν οι Μωμόγεροι με τις
στολές τους (πρώτος και καλύτερος ο Φώτης) και οι Γερμανοί, έκπληκτοι και
ενθουσιασμένοι, χειροκροτούσαν ζωηρά και ανακάλυπταν πως κοντά τους, πλάι
τους, στα ίδια εργοστάσια, δούλευαν άνθρωποι, που δεν ήταν σαν κι αυτούς, αλλά
κουβαλούσαν στα κύτταρά τους λαϊκό πολιτισμό, λαϊκό ψυχαγωγικό «θέατρο», πιο
σωστά, πολλών αιώνων! Κι ήταν ολοφάνερος ο θαυμασμός. Και ήταν ολοφάνερη η χαρά.
Στις εκδηλώσεις, πήραν μέρος 37 χορευτικές ομάδες, απ’ όλη, σχεδόν, τη
Γερμανία, αλλά και από το Βέλγιο! Οι ομάδες, με 15-20 παιδιά και παραπάνω η
καθεμιά, ήταν από τις πόλεις: Βρυξέλλες, Αμβούργο, Αννόβερο, Βερολίνο,
Μπίλφεντ, Μόναχο, Ταουφκίρχεν, Ομπερχάουζεν, Κρέφελντ, Χέρτεν, Ντόρτμουντ,
Ντύσελντορφ, Βούπερταλ, Νόις, Φρέχεν, Κολωνία, Λουντεσχέιντ, Ουλμ, Νυρεμβέργη,
Έσλινγκεν, Λάουφ, Χερμπρεχτίνγκεν, Σόρντορφ, Τίμπιγκεν, Στουτγκάρδη,
Βαϊμπλίνγκεν, Μπρούχσαλ, Νεκαρτέντσλιγκεν, Μπιτιγκέιμ, Μπλάκνανγκ, Λέομπεργκ,
Ρισελχάιμ, Μένταλ, Βισμπάντεν, Φραγκφούρτη, Μανχάιμ και Λουντιβχσχάφεν.
Υπολογίζω ότι στο φεστιβάλ πήραν μέρος πάνω από 1.000 παιδιά και 3.000-4.000
μεγάλοι: γονείς, συγγενείς και φίλοι. Που μετά τους χορούς δεν έχουν
διαγωνιστικό χαρακτήρα και τα τραγούδια, κατέκλυσαν την τεράστια αίθουσα και
αφέθηκαν στο γλέντι, ίσαμε το πρωί. Το πιο ενθαρρυντικό συμπέρασμα, από τις
εφετινές εκδηλώσεις, είναι τούτο: στο φεστιβάλ, οι ηλικίες συμμετοχής όλο και
μικραίνουν! Που θα πει ότι μπολιάζονται με την ιδέα του Ποντιακού Ελληνισμού
όλο και περισσότερα αγόρια και κορίτσια, 5-6 ετών! Κι από ‘κεί και πέρα,
συνεχίζουν. Έως τα 16-17 χρόνια τους! Και θυμάμαι, εδώ, τον Γιάννη τον
Ταϊγανίδη. Που, βλέποντας μια ομάδα από κοριτσάκια 10 ετών να χορεύουν με τις
στολές τους, γύρισε και μου ‘πε, συγκινημένος: «Μη φοβάσαι για το φεστιβάλ,
Λευτέρη! Θα ζήσει και θα ρίξει και ρίζες. Ήδη, βρίσκεται στον 16ο χρόνο του!
Και ξέρεις πού στηρίζω την αισιοδοξία μου; Σ’ αυτά τα κοριτσάκια. Που θα
γίνουν μανάδες. Και θα μάθουν στα παιδιά τους, που θα γεννηθούν στη Γερμανία,
τους χορούς μας, τα τραγούδια μας, τις παραδόσεις μας και, πρωτίστως, τη
σπουδαία γλώσσα μας. Έτσι, θα κρατήσουν την ταυτότητά τους, μέσα σ’ αυτό το
απέραντο χωνευτήρι της Κεντρικής Ευρώπης…».
Είχα τηλεφωνήσει, πέρυσι, στον Πόντιο υπουργό Μεταφορών κ. Χάρη Καστανίδη, να
‘ρθει στο Φεστιβάλ του Μονάχου. Είχε υποχρεώσεις και δεν μπορούσε να
απουσιάσει από την Ελλάδα. Φέτος, όμως, στο Λουντβιχσχάφεν, ήρθε. Και κάθησε
τρεις μέρες! Από την πρώτη των εκδηλώσεων, ώς την τελευταία! Και τραγούδησε!
Και χόρεψε! Και μίλησε ποντιακά! Και ο χαιρετισμός του, όλο τρυφερότητα,
έγνοια και εθνική ουσία, έκανε τεράστια εντύπωση! Επί 2 λεπτά, ολόκληρη η
αίθουσα, με τις χιλιάδες των Ποντίων, εσείετο από τα χειροκροτήματα! Κατέβηκε
ο υπουργός από το βήμα και έμοιαζε να τα ‘χει χαμένα! Έτρεχαν οι ανώνυμοι και
τον συνέχαιραν και τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν! Όταν κάθησε δίπλα μου,
ήταν βουρκωμένος. Και είμαι σίγουρος, πως δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτή τη βραδιά.
Στην Αυστραλία, είχα πει στον δραστήριο και έξυπνο γ. γραμματέα Απόδημου
Ελληνισμού κ. Σταύρο Λαμπρινίδη, να περάσει και από τη Γερμανία, να δει από
κοντά το «θαύμα των Ποντίων». Ήταν πνιγμένος στη δουλειά (ο άνθρωπος, δεν έχει
σπίτι. Με μια βαλίτσα στο χέρι βρίσκεται, συνεχώς). Κατάφερε, όμως, και το
‘σκασε, για μια μέρα! Και ήρθε κι αυτός στο Λουντβιχσχάφεν. Και μίλησε. Με
ενθουσιασμό και αγάπη. Και άφησε άριστες εντυπώσεις, σ’ αυτό τον υπέρχο κόσμο
των Ποντίων της Γερμανίας, στα χιλιάδες μέλη της Ομοσπονδίας, που, το ξαναλέω,
προσφέρουν σημαντικό εθνικό έργο, μολονότι η πατρίδα δεν τους θυμάται συχνά
και όπως πρέπει…

