Το να τρέξει κανείς έναν Μαραθώνιο είναι δύσκολο, αλλά όχι απαραίτητα για τους λόγους που θα περίμενε κανείς, προτείνει μια νέα μελέτη που εξετάζει τις επιπτώσεις της ολοκλήρωσης μιας κούρσας 42.195 μ. στη λειτουργία του οργανισμού έναντι ενός Ημιμαραθωνίου 21.100 μ. Τα ευρήματα της μελέτης παρέχουν χρήσιμες νέες γνώσεις για το πώς οι δρομείς μπορούν να προετοιμαστούν καλύτερα για έναν Μαραθώνιο. Υπογραμμίζουν επίσης τους πιθανούς λόγους για τους οποίους κάποιος θα πρέπει να προτιμησει έναν Ημιμαραθώνιο.

Λίγες μελέτες στο παρελθόν έχουν εξετάσει τι ακριβώς καθιστά τόσο απαιτητικούς τους αγώνες μεγάλων αποστάσεων, ειδικά για τους ερασιτέχνες δρομείς «αναψυχής».

Ετσι, για τη νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στην ιταλική «Επιθεώρηση Αθλητικής Ιατρικής και Φυσικής Κατάστασης», ισπανοί ερευνητές αποφάσισαν να παρακολουθήσουν δρομείς που συμμετείχαν τόσο στον ετήσιο Μαραθώνιο της Μαδρίτης όσο και στον Ημιμαραθώνιο, οι οποίοι διεξάγονται ταυτόχρονα και στην ίδια διαδρομή (για τα πρώτα 21,1 χλμ.). Οι επιστήμονες επιστράτευσαν 11 έμπειρους δρομείς που προετοιμάζονταν για τον Μαραθώνιο και άλλους 11 με παρόμοια ηλικία, βάρος και δρομική εμπειρία που είχαν δηλώσει στον Ημιμαραθώνιο. Ολοι τους ακολουθούσαν τα προγράμματα προετοιμασίας που παρείχαν οι διοργανωτές, με τους μαραθωνοδρόμους φυσικά να τρέχουν πολύ περισσότερα χιλιόμετρα την εβδομάδα.

Την παραμονή του αγώνα, οι επιστήμονες πήραν αίμα από τους δρομείς και τσεκάρισαν βασικές ενδείξεις της αφυδάτωσης και τους βιοχημικούς δείκτες μυϊκής βλάβης. Οι επιστήμονες ζήτησαν επίσης από κάθε δρομέα να κάνει αρκετά επιτόπια άλματα για να δουν πόση δύναμη μπορούσαν να παραγάγουν οι μύες των ποδιών τους. Οταν οι μύες είναι κουρασμένοι, οι άνθρωποι –προφανώς –δεν μπορούν να πηδήξουν τόσο ψηλά. Οι επιστήμονες σημείωσαν το μέγιστο ύψος που μπόρεσε να πετύχει στο άλμα του κάθε δρομέας. Το επόμενο πρωί, λίγο πριν από την έναρξη του αγώνα, οι δρομείς ζυγίστηκαν και τους προσαρμόστηκαν ειδικά έμπλαστρα για να καταμετρηθούν τα ποσοστά εφίδρωσής τους. Επειτα έτρεξαν. Ολοι οι δρομείς τερμάτισαν τους αγώνες τους και αμέσως μετά τον τερματισμό οι επιστήμονες τους ξαναζύγισαν, τους πήραν αίμα, τους έβαλαν να ξανακάνουν επιτόπια άλματα και τους έκαναν ερωτήσεις για την αίσθηση κατά τη διάρκεια του αγώνα. Στο τέλος συνέκριναν τα στοιχεία.

Τι έδειξαν οι μετρήσεις

Προφανώς οι ημιμαραθωνοδρόμοι δυσκολεύτηκαν λιγότερο. Είχαν χάσει το σωματικό βάρος από την εφίδρωση, αλλά δεν είχαν αφυδατωθεί σοβαρά. Είχαν επίσης αυξημένα επίπεδα δεικτών αίματος που σχετίζονταν με μυϊκή βλάβη σε σύγκριση με την προηγούμενη ημέρα. Αλλά τα επίπεδά τους ήταν πολύ χαμηλότερα από ό,τι στο αίμα των δρομέων που έτρεξαν τα 42.195 μ. Οι δρομείς του Ημιμαραθωνίου μπορούσαν επίσης να πηδήξουν ψηλότερα μετά τον αγώνα από τους δρομείς του Μαραθωνίου. Τα πόδια τους, με όλες τις ενδείξεις, ήταν ακόμα σχετικά «φρέσκα».

Ισως το πιο ενδιαφέρον, οι ημιμαραθωνοδρόμοι είχαν καταφέρει να διατηρήσουν σταθερό ρυθμό σε όλη την κούρσα τους. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι είχαν επιταχύνει ελαφρώς κοντά στο τέλος. Ο μέσος ρυθμός τους στα τελευταία πέντε χιλιόμετρα έτεινε να είναι μερικά δευτερόλεπτα πιο γρήγορος από ό,τι ο ρυθμός τους στα πέντε αρχικά χιλιόμετρα του αγώνα. Οι μαραθωνοδρόμοι, από την άλλη πλευρά, είχαν κόψει ταχύτητα. Οι περισσότεροι είχαν τρέξει σε σταθερό ρυθμό στο πρώτο μισό του αγώνα, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να επιβραδύνουν προοδευτικά, έτσι ώστε τα τελευταία πέντε χιλιόμετρά τους ήταν σημαντικά πιο αργά από το αρχικό τους πεντάρι. Αυτοί οι δρομείς με τους υψηλότερους δείκτες μυϊκών βλαβών στο αίμα είχαν τη μεγαλύτερη πτώση του ρυθμού. Επίσης, ανέφεραν πολύ περισσότερο πόνο στα πόδια τους μετά τον αγώνα από τους δρομείς του Ημιμαραθωνίου.

ΟΚ, δεν μας είπες και τίποτα καινούργιο, θα έλεγε κανείς. Οι περισσότεροι από εμάς θα περίμεναν πως η ολοκλήρωση ενός Μαραθωνίου θα πρέπει να είναι πιο κουραστική από ό,τι το να τρέξει κανείς έναν Ημιμαραθώνιο και ότι όσο περισσότερο κουράζεσαι μυϊκά τόσο πιο αργός θα είσαι.

Ωστόσο, λέει ο Χουάν ντελ Κόρσο, καθηγητής Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο Καμίλο Χοσέ Θέλα στη Μαδρίτη, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης, υπήρξαν εκπλήξεις στα δεδομένα. Καταρχήν, κανένας από τους δρομείς δεν χρειάστηκε ιατρική φροντίδα για αφυδάτωση, που σημαίνει ότι ο Μαραθώνιος δεν είχε γίνει πιο δύσκολος λόγω της μεγαλύτερης απώλειας σωματικών υγρών. Επιπρόσθετα, οι μαραθωνοδρόμοι, θεωρητικά τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για την απόσταση, συμπληρώνει στους «New York Times». Είχαν τρέξει περισσότερα χιλιόμετρα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας από τους ημιμαραθωνοδρόμους. Παρά τη σκληρότερη προπόνηση, όμως, τα πόδια τους δεν ήταν πλήρως προετοιμασμένα για τον Μαραθώνιο. Οι μύες τους υπέστησαν ζημιές και άρχισαν να πονούν, ειδικά στο δεύτερο μισό του αγώνα, οπότε και ο ρυθμός τους επιβραδύνθηκε.

Το συμπέρασμα

Ολοι στο γυμναστήριο και άμεσα

Τι μας δείχνουν τα αποτελέσματα αυτά; «Το να τρέχουμε απλά πολλά χιλιόμετρα δεν αρκεί για να προετοιμάσει τους μυς των ποδιών μας για τις μεγάλες απαιτήσεις ενός Μαραθωνίου» παρατηρεί ο Χουάν ντελ Κόρσο. «Αντίθετα», λέει, «η στοχευμένη ενδυνάμωση του κάτω μέρος του σώματος είναι απαραίτητη για την ενίσχυση των μυών ενάντια στη φθορά και τις βλάβες που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια τόσων ωρών αδιάκοπου κοπανήματος ενός Μαραθωνίου».

Φυσικά, αυτή η μελέτη ήταν μικρή, βραχυπρόθεσμη και εξέταζε μόνο μερικές πτυχές της απόστασης. Αλλά το βασικό της μήνυμα φαίνεται να ισχύει για όλους όσοι προτοιμαζόμαστε για έναν μεγάλο αγώνα. «Η γυμναστική, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης μηχανημάτων και ελεύθερων βαρών για τη μυϊκή ενίσχυση των ποδιών, μπορεί να βοηθήσει πολύ στην προετοιμασία των μυών για την ένταση που επιβάλλουν αυτές οι μεγάλες κούρσες» καταλήγει ο ισπανός ερευνητής. Κοινώς: Μόνο το τρέξιμο δεν φτάνει. Γυμναστήριο αμέσως.